Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (9.353-9.436)


Ὣς ἐφάμην, ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν· ἥσατο δ᾽ αἰνῶς
ἡδὺ ποτὸν πίνων, καί μ᾽ ᾔτεε δεύτερον αὖτις·
355«Δός μοι ἔτι πρόφρων, καί μοι τεὸν οὔνομα εἰπὲ
αὐτίκα νῦν, ἵνα τοι δῶ ξείνιον, ᾧ κε σὺ χαίρῃς.
καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει·
ἀλλὰ τόδ᾽ ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ.»
360Ὣς ἔφατ᾽· αὐτάρ οἱ αὖτις πόρον αἴθοπα οἶνον·
τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ᾽ ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι·
«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾽ ὄνομα κλυτόν; αὐτὰρ ἐγώ τοι
365 ἐξερέω· σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.
Οὖτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾽ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ·
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισι,
370 τοὺς δ᾽ ἄλλους πρόσθεν· τὸ δέ τοι ξεινήϊον ἔσται.»
Ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
375 καὶ τότ᾽ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,
ἧος θερμαίνοιτο· ἔπεσσί τε πάντας ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾽ αἰνῶς,
380 καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
ἵσταντ᾽· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάϊνον, ὀξὺν ἐπ᾽ ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ᾽ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ
385 τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾽ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί·
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
δινέομεν, τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾽ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ
390 γλήνης καιομένης· σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν·
ὣς τοῦ σίζ᾽ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
395 σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἔρριψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,
αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ᾽ ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς
400 ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας.
οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,
ἱστάμενοι δ᾽ εἴροντο περὶ σπέος, ὅττι ἑ κήδοι·
«Τίπτε τόσον, Πολύφημ᾽, ἀρημένος ὧδ᾽ ἐβόησας
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, καὶ ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα;
405 ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;
ἦ μή τίς σ᾽ αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν;»
Τοὺς δ᾽ αὖτ᾽ ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·
«ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.»
Οἱ δ᾽ ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον·
410 «εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα,
νοῦσόν γ᾽ οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,
ἀλλὰ σύ γ᾽ εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ᾽ ἐγέλασσε φίλον κῆρ,
ὡς ὄνομ᾽ ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.
415 Κύκλωψ δὲ στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι,
χερσὶ ψηλαφόων, ἀπὸ μὲν λίθον εἷλε θυράων,
αὐτὸς δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο χεῖρε πετάσσας,
εἴ τινά που μετ᾽ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε·
οὕτω γάρ πού μ᾽ ἤλπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶ νήπιον εἶναι.
420 αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένοιτο,
εἴ τιν᾽ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ
εὑροίμην· πάντας δὲ δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον,
ὥς τε περὶ ψυχῆς· μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν.
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.
425 ἄρσενες οἴϊες ἦσαν ἐϋτρεφέες, δασύμαλλοι,
καλοί τε μεγάλοι τε, ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες·
τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι,
τῇς ἔπι Κύκλωψ εὗδε πέλωρ, ἀθεμίστια εἰδώς,
σύντρεις αἰνύμενος· ὁ μὲν ἐν μέσῳ ἄνδρα φέρεσκε,
430 τὼ δ᾽ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην σώοντες ἑταίρους.
τρεῖς δὲ ἕκαστον φῶτ᾽ ὄϊες φέρον· αὐτὰρ ἐγώ γε,
ἀρνειὸς γὰρ ἔην, μήλων ὄχ᾽ ἄριστος ἁπάντων,
τοῦ κατὰ νῶτα λαβών, λασίην ὑπὸ γαστέρ᾽ ἐλυσθεὶς
κείμην· αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο
435 νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ.
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.


Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς, ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
«Αν είσαι εντάξει, δώσ᾽ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο,
να το ᾽χεις να το χαίρεσαι.
Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί
από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία·
όμως αυτό είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ.»
360Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις,
δεν άφησε σταγόνα, ο άμυαλος.
Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί,
γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
«Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ᾽ όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι.»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
«Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
370πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»
Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό
στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους.
Στο μεταξύ, κρασί και βούκες από κρέας ανθρώπινο
ξερνούσε το λαρύγγι του, ρευόταν άσχημα,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το μεθύσι.
Τότε κι εγώ παράχωσα τον πάσσαλο στην πλούσια χόβολη,
ώσπου να πυρωθεί· συγχρόνως στους συντρόφους όλους τούς δίνω
θάρρος με τα λόγια μου, μήπως κανείς τους φοβηθεί και κάνει πίσω.
Κόντευε το παλούκι ελιάς στην πυρωμένη χόβολη
ν᾽ ανάψει — όσο χλωρό κι αν ήταν, έλαμπε τώρα και κοκκίνισε.
Στην ώρα του κι εγώ το τράβηξα απ᾽ την πυρά, το ᾽φερα πιο κοντά,
380κι οι σύντροφοι τριγύρω μου στημένοι —
μεγάλο θάρρος ένας δαίμονας μας είχε εμπνεύσει.
Εκείνοι τότε αδράχνοντας το ελίτικο παλούκι, στην άκρη κιόλας μυτερό,
το χώνουν μες στο μάτι του· κι εγώ, πιασμένος πάνω του,
το στριφογύριζα. Πώς ο τεχνίτης τρυπά με το τρυπάνι του
μαδέρι καραβίσιο· πιάνουν οι άλλοι από κάτω, τραβώντας
τον ιμάντα κι απ᾽ τις δυο μεριές, και το τρυπάνι ασταμάτητο
γυρίζει σαν τρελό· όμοια κι εμείς τον πυρωμένο πάσσαλο γερά κρατώντας
μέσα στο μάτι περιστρέφαμε,
και τον πλημμύριζε τον πάσσαλο καυτό το αίμα.
Όλα του, βλέφαρα, γύρω τα φρύδια, ψήνονταν από τη φλόγα του βολβού
390που καίγονταν· τρίζαν και τσίριζαν οι ρίζες του ματιού απ᾽ τη φωτιά.
Πώς ο χαλκιάς, για να το φτιάξει, ένα πελέκι ή και σκεπάρνι
το βάφει μες στο κρύο νερό, κι αυτό τσιρίζει ξεκουφαίνοντας,
γιατί έτσι μόνο παίρνει το σίδερο τη δύναμή του· παρόμοια
τσίριζε γύρω απ᾽ το ελίτικο παλούκι και το μάτι του.
Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε
γύρω στην πέτρινη σπηλιά· εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο
παγωμένοι· τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας, όσοι τριγύρω
400κατοικούσαν, κι αυτοί μες σε σπηλιές, στις ανεμόδαρτες κορφές.
Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ᾽ αλλού,
κι έμειναν γύρω απ᾽ τη σπηλιά να τον ρωτούν
ποιο πάθος να τον βρήκε:
«Ποιο τέλος πάντων το κακό, Πολύφημε, που σε βαραίνει και βοάς
μέσα στη θεία νύχτα, κι άγρυπνους μας κρατάς;
Μήπως κάποιος θνητός, παρά τη θέλησή σου, άρπαξε το κοπάδι σου;
μήπως και κάποιος θέλησε να σε σκοτώσει με δόλο ή βία;"
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
«Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία.»
Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:
410«Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία·
ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
Μιλώντας, έφυγαν· εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευσή μου.
Στο μεταξύ ο Κύκλωπας, πονώντας και στενάζοντας απ᾽ την οδύνη,
ψηλάφησε και με τα χέρια του τη βρήκε, τράβηξε απ᾽ την είσοδο την πέτρα·
ύστερα κάθησε στο πέρασμα μπροστά, τα δυο του χέρια απλώνοντας,
ανίσως και συλλάβει κάποιον, καθώς θα πήγαινε να βγει με το κοπάδι —
περίμενε με το κουτό του το μυαλό πως θα με βρει ανόητο.
Όμως κι εγώ το μελετούσα κιόλας,
420το πώς θα πήγαινε το πράγμα στο καλύτερο,
γυρεύοντας τη λύση, από τον θάνατο να σώσω τους συντρόφους μου
κι εμένα. Όλους τους δόλους έκλωθα στον νου μου, την κάθε ιδέα,
βλέποντας πια πως είναι ζήτημα ζωής, αφού έπεφτε κακό μεγάλο πάνω μας.
Και ξαφνικά φαντάστηκα, τη βρήκα την καλύτερη βουλή.
Ήταν εκεί κριάρια, καλοθρεμμένα και δασύμαλλα,
ωραία, μεγάλα, με μαλλί σκουρόχρωμο προς το μενεξελί.
Δίχως λοιπόν να κάνω θόρυβο, τα σύνδεσα με λυγαριές καλοστριμμένες
(πάνω τους ξάπλωνε ο τερατώδης Κύκλωπας, άνομος απ᾽ τη φύση του),
συντρία τα ᾽δεσα. Το μεσιανό φορτώθηκε έναν άντρα·
430τα δυο, πηγαίνοντας καθένα τους στο πλάι, έκρυβαν
τους συντρόφους· τρία κριάρια κουβαλούσαν τον καθένα. Όσο για μένα,
υπήρχε ένας κριός μπροστάρης, απ᾽ όλο το κοπάδι ο πιο καλός·
απ᾽ τη δική του ράχη πιάστηκα, τυλίχτηκα στη μαλλιαρή κοιλιά του
κι έμεινα εκεί. Γερά τα χέρια μου κρατώντας στο πυκνό μαλλί του,
ανάστροφος κρεμιόμουν, κάνοντας μεγάλη υπομονή.
Σ᾽ αυτή τη στάση περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.