Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (6.223-6.331)


Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ᾽ ἄρα κούρῃ.
αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς
225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους·
ἐκ κεφαλῆς δ᾽ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ᾽ ἄλειψεν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ᾽ ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,
τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
230 μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
235 ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων· θηεῖτο δὲ κούρη.
δή ῥα τότ᾽ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοισι μετηύδα·
«Κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τι εἴπω.
240 οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι,
Φαιήκεσσ᾽ ὅδ᾽ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισι·
πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ᾽ εἶναι,
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
245 ἐνθάδε ναιετάων, καί οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.
ἀλλὰ δότ᾽, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ ἔθεσαν βρῶσίν τε πόσιν τε.
ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
250 ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
Αὐτὰρ Ναυσικάα λευκώλενος ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
εἵματ᾽ ἄρα πτύξασα τίθει καλῆς ἐπ᾽ ἀπήνης,
ζεῦξεν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας, ἂν δ᾽ ἔβη αὐτή.
ὄτρυνεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
255«Ὄρσεο δὴ νῦν, ξεῖνε, πόλινδ᾽ ἴμεν, ὄφρα σε πέμψω
πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα δαΐφρονος, ἔνθα σέ φημι
πάντων Φαιήκων εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρδειν· δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾽ ἀνθρώπων,
260 τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν
καρπαλίμως ἔρχεσθαι· ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω.
αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν ἣν πέρι πύργος
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος,
λεπτὴ δ᾽ εἰσίθμη· νῆες δ᾽ ὁδὸν ἀμφιέλισσαι
265 εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ.
ἔνθα δέ τέ σφ᾽ ἀγορή, καλὸν Ποσιδήϊον ἀμφίς,
ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσ᾽ ἀραρυῖα.
ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι,
πείσματα καὶ σπείρα, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά.
270 οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη,
ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῗσαι,
ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν.
τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, μή τις ὀπίσσω
μωμεύῃ· μάλα δ᾽ εἰσὶν ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον·
275 καί νύ τις ὧδ᾽ εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας·
“τίς δ᾽ ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός τε μέγας τε
ξεῖνος; ποῦ δέ μιν εὗρε; πόσις νύ οἱ ἔσσεται αὐτῇ.
ἦ τινά που πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηὸς
ἀνδρῶν τηλεδαπῶν, ἐπεὶ οὔ τινες ἐγγύθεν εἰσίν·
280 ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ πολυάρητος θεὸς ἦλθεν
οὐρανόθεν καταβάς, ἕξει δέ μιν ἤματα πάντα.
βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν
ἄλλοθεν· ἦ γὰρ τούσδε γ᾽ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον
Φαίηκας, τοί μιν μνῶνται πολέες τε καὶ ἐσθλοί.”
285 ὣς ἐρέουσιν, ἐμοὶ δέ κ᾽ ὀνείδεα ταῦτα γένοιτο.
καὶ δ᾽ ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥ τις τοιαῦτά γε ῥέζοι,
ἥ τ᾽ ἀέκητι φίλων πατρὸς καὶ μητρὸς ἐόντων
ἀνδράσι μίσγηται πρίν γ᾽ ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν.
ξεῖνε, σὺ δ᾽ ὦκ᾽ ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα τάχιστα
290 πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρὸς ἐμοῖο.
δήεις ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης ἄγχι κελεύθου
αἰγείρων· ἐν δὲ κρήνη νάει, ἀμφὶ δὲ λειμών.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῦ τέμενος τεθαλυῖά τ᾽ ἀλωή,
τόσσον ἀπὸ πτόλιος ὅσσον τε γέγωνε βοήσας·
295 ἔνθα καθεζόμενος μεῖναι χρόνον, εἰς ὅ κεν ἡμεῖς
ἄστυδε ἔλθωμεν καὶ ἱκώμεθα δώματα πατρός.
αὐτὰρ ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ᾽ ἀφῖχθαι,
καὶ τότε Φαιήκων ἴμεν ἐς πόλιν ἠδ᾽ ἐρέεσθαι
δώματα πατρὸς ἐμοῦ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
300 ῥεῖα δ᾽ ἀρίγνωτ᾽ ἐστὶ καὶ ἂν πάϊς ἡγήσαιτο
νήπιος· οὐ μὲν γάρ τι ἐοικότα τοῖσι τέτυκται
δώματα Φαιήκων, οἷος δόμος Ἀλκινόοιο
ἥρως. ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή,
ὦκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηαι
305 μητέρ᾽ ἐμήν· ἡ δ᾽ ἧσται ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ,
ἠλάκατα στρωφῶσ᾽ ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι,
κίονι κεκλιμένη· δμῳαὶ δέ οἱ ἥατ᾽ ὄπισθεν.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλιται αὐτῇ,
τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενος ἀθάνατος ὥς.
310 τὸν παραμειψάμενος μητρὸς περὶ γούνασι χεῖρας
βάλλειν ἡμετέρης, ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί.
εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
315 οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ
ἡμιόνους· αἱ δ᾽ ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα.
αἱ δ᾽ εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν.
ἡ δὲ μάλ᾽ ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ᾽ ἑποίατο πεζοὶ
320 ἀμφίπολοί τ᾽ Ὀδυσεύς τε· νόῳ δ᾽ ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καὶ τοὶ κλυτὸν ἄλσος ἵκοντο
ἱρὸν Ἀθηναίης, ἵν᾽ ἄρ᾽ ἕζετο δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο·
«Κλῦθί μοι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη·
325 νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ πάρος οὔ ποτ᾽ ἄκουσας
ῥαιομένου, ὅτε μ᾽ ἔρραιε κλυτὸς ἐννοσίγαιος.
δός μ᾽ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη·
αὐτῷ δ᾽ οὔ πω φαίνετ᾽ ἐναντίη· αἴδετο γάρ ῥα
330 πατροκασίγνητον· ὁ δ᾽ ἐπιζαφελῶς μενέαινεν
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.


Κι όπως τους μίλησε, αποτραβήχτηκαν εκείνες,
λέγοντας και στη Ναυσικά όσα τους είπε.
Κι αυτός με το νερό του ποταμού,
ο θείος Οδυσσεύς, την άλμη απόνιψε που είχε καθήσει
στους φαρδείς του ώμους και στην πλάτη, κι έτριβε το κεφάλι του καλά,
ώσπου το αλάτι να του φύγει της ατρύγητης θαλάσσης.
Κι όταν όλα τα μέλη του τ᾽ απόλουσε,
με λάδι αλείφτηκε και φόρεσε τα ρούχα,
εκείνα που του πρόσφερε η ανύπαντρη παρθένα.
Τότε κι η Αθηνά, του Δία το γέννημα, τον έκανε να φαίνεται
230σαν πιο ψηλός και στιβαρός· κι απ᾽ το κεφάλι του να πέφτουν
τα μαλλιά σγουρά, σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς στο ασήμι πάνω μάλαμα χύνει ο επιδέξιος τεχνίτης —
τον δίδαξαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει ωραία·
τόση ομορφιά χύνει η θεά στην κεφαλή του και στους ώμους.
Επήγε τότε να καθήσει απόμερα μόνος του στο ακρογιάλι,
λάμποντας όλος ομορφιά και χάρη,
ενώ η κόρη τον κοιτούσε και τον θαύμαζε.
Ύστερα γύρισε να πει στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Ακούστε με, ωραίες κοπέλες, γιατί έχω κάτι να σας πω:
λέω πως δεν έσμιξε ένας τέτοιος άντρας με τους ισόθεους Φαίακες,
240αν κάποιος δεν το θέλησε θεός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο.
Μόλις πριν από λίγο φαντάστηκα πως είναι κι άσκημος·
τώρα μου φαίνεται να μοιάζει στους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Μακάρι τέτοιος να βρεθεί γαμπρός κι εμένα να με πάρει —
αν κατοικούσε εδώ, αν ήθελε να μείνει εδώ.
Μα τώρα πρέπει να του δώσετε του ξένου κάτι να φάει, να πιει.»
Τους μίλησε, αυτές την άκουσαν κι υπάκουσαν.
Κι αμέσως έστρωσαν στον Οδυσσέα μπροστά, να φάει, να πιει.
Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό
250δεν είχε αγγίξει φαγητό.
Μα τώρα η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, στοχάζεται άλλα·
τα ρούχα της διπλώνει, τα βάζει πάνω στο ωραίο αμάξι,
έζεψε και τις μούλες που δυνατές έχουν οπλές,
μετά κι εκείνη ανέβηκε.
Τότε, τον Οδυσσέα παροτρύνοντας, άρχισε να μιλά
με λόγο καλομοιρασμένο:
«Έφτασε η ώρα τώρα, ξένε· σήκω να προχωρήσουμε στην πόλη,
θα σε προπέμψω στο παλάτι του γενναίου πατέρα μου,
όπου και θα γνωρίσεις όλους,
όσους σπουδαίους έχει η χώρα των Φαιάκων.
Και θα σου πω πώς πρέπει να φερθείς,
βλέπω πως είσαι γνωστικός και θα μ᾽ ακούσεις.
Λοιπόν, όσο εμείς θα προχωρούμε σ᾽ αγρούς κι αμπελοχώραφα,
260μαζί κι εσύ με τις κοπέλες μπορείς ν᾽ ακολουθείς βήμα προς βήμα
πίσω απ᾽ τις μούλες και τ᾽ αμάξι· τον δρόμο θα τον δείχνω εγώ.
Όμως όταν ανηφορίσουμε κατά την πόλη —
την περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
κι έχει μπροστά της όμορφο, διπλό λιμάνι στο κάθε γύρισμα του κάστρου·
εκεί και τα καράβια μας ευέλικτα βρίσκουν το καταφύγιό τους,
όλα και το καθένα στη σειρά του.
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα πλάι τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη,
χοντρά σχοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.
270Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο κι η φαρέτρα,
μόνο κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
μ᾽ αυτά περνούν και χαίρονται την αφρισμένη θάλασσα.
Την άσχημή τους όμως φήμη τη φοβάμαι,
μήπως ξοπίσω μας κάποιος κακολογήσει, ο κόσμος είναι εδώ περίεργος.
Ένας που θα μας έβλεπε μαζί, αν ήταν παρακατιανός, θα φώναζε ίσως:
«Η Ναυσικά, ποιος είναι αυτός που σέρνει πίσω της,
ψηλός κι ωραίος, μα ξένος;
Πού να τον βρήκε; Σίγουρα τον θέλει για γαμπρό δικό της.
Κοίτα, μας φέρνει κάποιον άγνωστο από μια χώρα μακρινή,
που εδώ μας έφτασε δαρμένος με το σκάφος του·
εμείς δεν έχουμε γειτόνους κοντινούς.
280Εκτός κι ανίσως στην προσευχή της συγκατένευσε κάποιος θεός
και, παρακαλεστός, από τον ουρανό κατέβηκε,
δική του να την κάνει για το μέλλον.
Όμως καλύτερα έτσι, που γυρνώντας μόνη κι απ᾽ αλλού,
βρήκε τον σύζυγο, αφού περιφρονεί τους ντόπιους Φαίακες,
κι ας τη ζητούν για νύφη τόσοι ξακουστοί μας.»
Αν κάτι τέτοιο πουν, θα ᾽ταν για μένα όνειδος·
θα αγανακτούσα κι αν σε τέτοια ξέπεφτε καμώματα μια άλλη
που, δίχως να το εγκρίνουν κύρης και μητέρα της,
πήγαινε μ᾽ άλλους άντρες, πριν από γάμο επίσημο.
Γι᾽ αυτό σου λέω, ξένε,
τη συμβουλή μου πάραυτα σεβάσου, για να πετύχεις
290από τον πατέρα μου γρήγορα συνοδούς και νόστο.
Θα δεις λοιπόν, στον δρόμο μας κοντά, της Αθηνάς
το τιμημένο άλσος με τις λεύκες, όπου μια κρήνη
με τα νάματά της δροσίζει ολόγυρα ένα λιβάδι.
Εκεί και του πατέρα μου το τέμενος, με περιβόλι καταπράσινο.
Πολύ από την πόλη δεν απέχει, αν φώναζες, θα σ᾽ άκουαν.
Εκεί να ξαποστάσεις και να περιμένεις, ώσπου
να μπούμε εμείς στην πόλη και στο βασιλικό παλάτι να προφτάσουμε.
Τον χρόνο υπολογίζοντας πως έχουμε πια φτάσει,
ξεκίνησε τότε κι εσύ, κι όταν στην πολιτεία των Φαιάκων μπεις,
ρώτησε να σου πουν ποιο το παλάτι του πατέρα μου,
του μεγαλόπρεπου Αλκινόου —
300αναγνωρίζεται εύκολα, κι ένα μωρό παιδί μπορεί να σ᾽ οδηγήσει. Γιατί
από τ᾽ άλλα αρχοντικά, όσα έχουν χτίσει οι Φαίακες,
κανένα τους δεν μοιάζει στη λάμψη με το χτίσμα του λαμπρού Αλκινόου.
Κι όταν αυλή και τοίχοι θα σε κρύψουν,
τότε στην αίθουσα προχώρα με σπουδή μεγάλη, ψάχνοντας
τη μητέρα μου. Και θα τη βρεις να κάθεται πλάι στην εστία,
απ᾽ της φωτιάς τη λάμψη φωτισμένη,
να κλώθει νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης,
γερμένη στην κολόνα — θα ᾽λεγες θαύμα που το βλέπεις·
της παραστέκουν πίσω της κι οι δούλες.
Εκεί κι ο θρόνος του πατέρα μου, στον ίδιο στύλο ακουμπισμένος·
πάνω του κάθεται και πίνει το κρασί του — θα ᾽λεγες είναι αθάνατος.
310Σε συμβουλεύω να τον προσπεράσεις, τα χέρια σου να περιβάλουν
της μάνας μου τα γόνατα, αν θέλεις μέρα επιστροφής να δεις
γρήγορη και χαρούμενη, όσο μακριά κι αν είναι ο τόπος σου.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε κοιτάξει,
υπάρχει ελπίδα ν᾽ απαντήσεις τους δικούς σου,
στο σπίτι σου να φτάσεις το καλόχτιστο και να πατήσεις
χώμα της πατρίδας.»
Κι όπως απόσωσε τον λόγο της, τις μούλες βίτσισε κι έφεξε
το μαστίγιο. Εκείνες γρήγορα του ποταμού τα ρείθρα αφήνουν.
Ωραία που τρέχουν, ωραία που αργοπορούσαν,
καθώς η Ναυσικά κρατούσε τα λουριά,
για να μπορούν ν᾽ ακολουθούν πεζοπορώντας οι κοπελιές κι ο Οδυσσεύς —
320με νου και γνώση τα μαστίγωνε, όσο πρέπει.
Κι έδυε πια ο ήλιος, φτάνοντας στο τιμημένο κι ιερό
άλσος της Αθηνάς, όπου και ξέμεινε ο θείος Οδυσσέας.
Τότε στην κόρη του μεγάλου Δία προσεύχεται:
«Επάκουσέ με, ω Ατρυτώνη,
γέννημα του Διός εσύ, που έχει ασπίδα τη βροντή.
Τώρα παρακαλώ σε να μ᾽ ακούσεις. Πιο πριν δεν μ᾽ άκουσες
στη συντριβή μου, όταν με σύντριβε ο Κοσμοσείστης.
Αγάπη δώσε κι έλεος οι Φαίακες να μου δείξουν.»
Τέλειωσε, και την ευχή του η Αθηνά Παλλάδα εισάκουσε,
όμως μπροστά του να φανερωθεί δεν το αποφάσιζε. Γιατί σεβόταν
του πατέρα της τον αδελφό, που ακόμη τον θυμό του κρεμούσε φοβερό
στον ήρωα Οδυσσέα, προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.