Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (6.71-6.126)


Ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἐκέκλετο, τοὶ δ᾽ ἐπίθοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐκτὸς ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην
ὅπλεον, ἡμιόνους θ᾽ ὕπαγον ζεῦξάν θ᾽ ὑπ᾽ ἀπήνῃ·
κούρη δ᾽ ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν.
75 καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐϋξέστῳ ἐπ᾽ ἀπήνῃ,
μήτηρ δ᾽ ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ᾽ ἐδωδὴν
παντοίην, ἐν δ᾽ ὄψα τίθει, ἐν δ᾽ οἶνον ἔχευεν
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ· κούρη δ᾽ ἐπεβήσετ᾽ ἀπήνης.
δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,
80 ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν.
ἡ δ᾽ ἔλαβεν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα,
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν· καναχὴ δ᾽ ἦν ἡμιόνοιϊν·
αἱ δ᾽ ἄμοτον τανύοντο, φέρον δ᾽ ἐσθῆτα καὶ αὐτήν,
οὐκ οἴην, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.
85Αἱ δ᾽ ὅτε δὴ ποταμοῖο ῥόον περικαλλέ᾽ ἵκοντο,
ἔνθ᾽ ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ᾽ ὕδωρ
καλὸν ὑπεκπρορέει μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι,
ἔνθ᾽ αἵ γ᾽ ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης.
καὶ τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα δινήεντα
90 τρώγειν ἄγρωστιν μελιηδέα· ταὶ δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης
εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ,
στεῖβον δ᾽ ἐν βόθροισι θοῶς ἔριδα προφέρουσαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα,
ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν᾽ ἁλός, ἧχι μάλιστα
95 λάϊγγας ποτὶ χέρσον ἀποπλύνεσκε θάλασσα.
αἱ δὲ λοεσσάμεναι καὶ χρισάμεναι λίπ᾽ ἐλαίῳ
δεῖπνον ἔπειθ᾽ εἵλοντο παρ᾽ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
εἵματα δ᾽ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,
100 σφαίρῃ ταί γ᾽ ἄρα παῖζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι·
τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἄρχετο μολπῆς.
οἵη δ᾽ Ἄρτεμις εἶσι κατ᾽ οὔρεα ἰοχέαιρα,
ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον,
τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι·
105 τῇ δέ θ᾽ ἅμα νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
ἀγρονόμοι παίζουσι· γέγηθε δέ τε φρένα Λητώ·
πασάων δ᾽ ὑπὲρ ἥ γε κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα,
ῥεῖά τ᾽ ἀριγνώτη πέλεται, καλαὶ δέ τε πᾶσαι·
ὣς ἥ γ᾽ ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής.
110Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι
ζεύξασ᾽ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,
ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ᾽ εὐώπιδα κούρην,
ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.
115 σφαῖραν ἔπειτ᾽ ἔρριψε μετ᾽ ἀμφίπολον βασίλεια·
ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε, βαθείῃ δ᾽ ἔμβαλε δίνῃ,
αἱ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσαν. ὁ δ᾽ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἑζόμενος δ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
120 ἦ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή,
νυμφάων, αἳ ἔχουσ᾽ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα
καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα.
125 ἦ νύ που ἀνθρώπων εἰμὶ σχεδὸν αὐδηέντων;
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι.»


Είπε και πρόσταξε τους δούλους, εκείνοι υπάκουσαν,
κι ευθύς την άμαξα με τους ωραίους τροχούς,
πρόσφορη για τις μούλες, τη σέρνουν έξω, κι έζεψαν στην άμαξα τις μούλες.
Τότε κι η κόρη φέρνει από τον θάλαμο τον πλούσιο ρουχισμό
και τον απόθεσε στο λείο αμάξι.
Στο μεταξύ κι η μάνα της διαλέγει
και της έβαλε σ᾽ ένα καλάθι άφθονα τρόφιμα κάθε λογής,
πρόσθεσε και τις λιχουδιές, και το γιδίσιο ασκί το γέμισε κρασί.
Κι όταν στην άμαξα η κόρη ανέβηκε,
80της παραδίνει και μια λήκυθο χρυσή με λάδι λιπαρό,
για ν᾽ αλειφτεί κι η ίδια κι όσες κοπέλες τη συνόδευαν.
Τότε κι εκείνη το μαστίγιο πιάνει και τα ηνία λαμπρά,
τα ζώα μαστιγώνοντας να τρέξουν.
Κι αντήχησεν ο θόρυβος από τις μούλες,
που ακαταπόνητες τεντώθηκαν, σέρνοντας φορτίο και κόρη —
δεν ήταν μόνη, κίνησαν μαζί της κι άλλες
κοπέλες που της παραστέκουν.
Κι όταν πλησίασαν το ρέμα του καλλίρροου ποταμού,
όπου κι οι γούρνες ήσαν στη σειρά — έτρεχε το νερό ασταμάτητο
μπροστά τους, καλόδεχτο, να καθαρίζει κάθε ρύπο.
Εκεί λύνουν τις μούλες απ᾽ τ᾽ αμάξι και τις αμόλησαν
πλάι στο ποτάμι με τις πολλές του δίνες,
90για να βοσκήσουν χλόη μαλακή σαν μέλι.
Από το αμάξι σήκωσαν στα χέρια τους τα ρούχα
και τα βαφτίζουν στο νερό, βαθύ σαν μαύρο.
Με γρηγοράδα απίστευτη τα στύβουν στις χαβούζες,
κοιτώντας πώς θα ξεπεράσουνε η μια την άλλη.
Κι όταν απόσωσαν το πλύσιμο κι άστραψαν πεντακάθαρα τα ρούχα,
τα πήραν να τ᾽ απλώσουν στ᾽ ακρογιάλι με τη σειρά,
εκεί που η θάλασσα, χτυπώντας την ακτή, τα βότσαλα λευκαίνει.
Ύστερα κάνουν το λουτρό τους, με λάδι αλείφτηκαν
και στρώθηκαν να φάνε στην ποταμίσιαν όχθη,
τα ρούχα περιμένοντας να τα στεγνώσουν οι αχτίνες του ήλιου.
Κι όταν ευφράνθηκαν με το φαΐ η κόρη κι οι κοπέλες,
100πήραν να παίζουν την πετόσφαιρα, τον κεφαλόδεσμο πετώντας πέρα.
Ανάμεσά τους, χέρια υψώνοντας λευκά, η Ναυσικά
κρατούσε τον ρυθμό με το τραγούδι της.
Πώς η τοξεύτρα η Άρτεμη στα όρη κατεβαίνει,
ή στον πανύψηλο Ταΰγετο ή στον Ερύμανθο,
για να χαρεί με κάπρους και μ᾽ ελάφια ωκύποδα,
οι Νύμφες αγροδίαιτες, κόρες του Δία που κρατάει αιγίδα,
τη συντροφεύουν παίζοντας μαζί της·
βλέπει και χαίρεται βαθιά η Λητώ πως υπερέχουν
μέτωπο και κεφαλή της κόρης της· αναγνωρίζεται εύκολα
σ᾽ όλες ανάμεσα, κι ας είναι ωραίες όλες τους·
παρόμοια κι η αδάμαστη παρθένα Ναυσικά
από τις άλλες κοπέλες ξεχωρίζει που παράστεκαν.
Πέρασε ωστόσο η ώρα κι έπρεπε
110τον δρόμο πάλι να πάρει της επιστροφής προς το παλάτι,
να ξαναζέψει τα μουλάρια και να διπλώσει τα ωραία της ρούχα.
Τότε ακριβώς άλλα στοχάστηκε, τα μάτια λάμποντας, η θεά Αθηνά·
πώς θα ξυπνήσει ο Οδυσσέας, να δει την κόρη την πεντάμορφη,
που θα τον οδηγούσε προς την πόλη όπου και κατοικούν οι Φαίακες.
Καθώς λοιπόν τη σφαίρα ρίχνει η Ναυσικά σε μια από τις κοπέλες,
η κοπελιά ξαστόχησε,
κι έπεσε η μπάλα στα βαθιά νερά του ποταμού. Ύψωσαν τότε μια φωνή
μεγάλη, κι ο θείος Οδυσσέας ξυπνά. Ανασηκώθηκε και ταραγμένος
συλλογίστηκε στα φρένα και στον νου του:
«Αλίμονό μου! Σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα;
120είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Στ᾽ αφτιά μου ωστόσο χτύπησε μια κοριτσίστικη φωνή,
λες κι ήταν από κόρες Νύμφες
που, μένοντας ψηλά στα όρη, κατεβαίνουν
στις πηγές των ποταμών ή σε λιβάδια χλοερά.
Εκτός κι αν βρίσκομαι σε κάποιον τόπο
όπου μιλούν και μένουν άνθρωποι θνητοί.
Άλλο δεν έχω, μόνος μου πρέπει να δοκιμάσω, να δω τι τρέχει.»