Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (2.309-2.360)


Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
310 «Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστιν ὑπερφιάλοισι μεθ᾽ ὑμῖν
δαίνυσθαί τ᾽ ἀκέοντα καὶ εὐφραίνεσθαι ἕκηλον.
ἢ οὐχ ἅλις ὡς τὸ πάροιθεν ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
κτήματ᾽ ἐμά, μνηστῆρες, ἐγὼ δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα;
νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας εἰμὶ καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων
315 πυνθάνομαι, καὶ δή μοι ἀέξεται ἔνδοθι θυμός,
πειρήσω ὥς κ᾽ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω,
ἠὲ Πύλονδ᾽ ἐλθών, ἢ αὐτοῦ τῷδ᾽ ἐνὶ δήμῳ.
εἶμι μέν, οὐδ᾽ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται ἣν ἀγορεύω,
ἔμπορος· οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ᾽ ἐρετάων
320 γίγνομαι· ὥς νύ που ὔμμιν ἐείσατο κέρδιον εἶναι.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ᾽ Ἀντινόοιο
ῥεῖα· μνηστῆρες δὲ δόμον κάτα δαῖτα πένοντο.
οἱ δ᾽ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
325«Ἦ μάλα Τηλέμαχος φόνον ἡμῖν μερμηρίζει.
ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας ἠμαθόεντος,
ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν, ἐπεί νύ περ ἵεται αἰνῶς·
ἠὲ καὶ εἰς Ἐφύρην ἐθέλει, πίειραν ἄρουραν,
ἐλθεῖν, ὄφρ᾽ ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ᾽ ἐνείκῃ,
330 ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ.»
Ἄλλος δ᾽ αὖτ᾽ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κε καὶ αὐτὸς ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηὸς
τῆλε φίλων ἀπόληται ἀλώμενος ὥς περ Ὀδυσσεύς;
οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν·
335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα, οἰκία δ᾽ αὖτε
τούτου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.»
Ὣς φάν· ὁ δ᾽ ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρός,
εὐρύν, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο
ἐσθής τ᾽ ἐν χηλοῖσιν ἅλις τ᾽ εὐῶδες ἔλαιον·
340 ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο
ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες,
ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾽ Ὀδυσσεὺς
οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας.
κληϊσταὶ δ᾽ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,
345 δικλίδες· ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ
ἔσχ᾽, ἣ πάντ᾽ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν,
Εὐρύκλει᾽, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο.
τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θάλαμόνδε καλέσσας·
«Μαῖ᾽, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον
350 ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις,
κεῖνον ὀϊομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
δώδεκα δ᾽ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας.
ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν·
355 εἴκοσι δ᾽ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς.
αὐτὴ δ᾽ οἴη ἴσθι· τὰ δ᾽ ἀθρόα πάντα τετύχθω·
ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ
μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα,
360 νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.»


Ο φρόνιμος όμως Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
310«Αντίνοε, δεν γίνεται μ᾽ εσάς τους αλαζόνες ξέγνοιαστος
να γλεντοκοπώ και να ξεδίνω σιωπηλός.
Ή μήπως δεν σας έφτασε που ως τώρα τ᾽ αγαθά μου,
πολλά καλά, εσείς τα σπαταλήσατε, μνηστήρες, τότε που ήμουνα
παιδάκι ακόμη.
Τώρα ωστόσο που μεγάλωσα κι έμαθα πια ν᾽ ακούω κι άλλων συμβουλές,
τώρα που μέστωσε κι εμένα μέσα μου το θάρρος,
θα κάνω ό,τι μπορώ, να πέσει πάνω σας
θανατερή η κατάρα, είτε πηγαίνοντας στην Πύλο, ή κι επιτόπου,
εδώ σ᾽ αυτή τη χώρα.
Γιατί θα φύγω, αυτός ο δρόμος που αποφάσισα δεν πρόκειται
να σταματήσει, στην ανάγκη ταξιδεύω μ᾽ άλλους.
Αφού δεν το κατόρθωσα να ᾽χω στην κατοχή μου ένα καράβι,
δικούς μου κωπηλάτες — λογαριασμός κι αυτός δικός σας
320που φαίνεται πως σας συμφέρει περισσότερο.»
Έτσι μιλώντας, τράβηξε το χέρι του από το χέρι του Αντινόου
απότομα. Οπότε κι οι μνηστήρες, μες στο παλάτι τώρα, κοιτούσαν
το τραπέζι, ενώ συγχρόνως τον περιγελούσαν, του πετούσαν προσβολές.
Κάποιος, πιο νέος μάλιστα και φαντασμένος, έλεγε με τους άλλους:
«Για κοίτα! Τον φόνο μας στ᾽ αλήθεια στοχάζεται ο Τηλέμαχος!
Μπορεί απ᾽ την Πύλο με τις αμμουδιές προστάτες του να φέρει·
μπορεί κι από τη Σπάρτη, αφού το πήρε τόσο στα ζεστά.
Εκτός κι αν φτάσει ακόμη και στην Έφυρα, εύφορη γη,
θανατερά φαρμάκια από εκεί να κουβαλήσει, να μας τα ρίξει
330στον κρατήρα, κι έτσι μεμιάς να μας εξολοθρεύσει όλους.»
Κι άλλος, πιο νέος και φαντασμένος, συνέχισε μιλώντας:
«Ποιος ξέρει μήπως κι αυτός, με κοίλο πλοίο ταξιδεύοντας,
αλάργα απ᾽ τους δικούς του αφανιστεί παραδαρμένος,
σαν άλλος Οδυσσέας;
Έτσι σ᾽ εμάς θα φόρτωνε περίσσο κόπο· θα ᾽πρεπε πρώτα
μεταξύ μας να μοιράσουμε όλα του τ᾽ αγαθά — το σπίτι βέβαια
θα το δίναμε στη μάνα του, να το ᾽χει
μ᾽ όποιον παντρευτεί.»
Αυτοί συνέχιζαν τα λόγια τους· αλλά ο Τηλέμαχος τώρα κατέβηκε
στην ψηλοτάβανη κάμαρη του πατέρα του, ευρύχωρη, όπου πολύ χρυσάφι
και χαλκώματα ήσανε φυλαγμένα, αλλά και ρούχα μέσα σε κασέλες,
κι άφθονο λάδι ευωδιαστό.
340Ακόμη εκεί ήσαν στημένα τα πιθάρια με το παλιό γλυκόπιοτο κρασί,
άμεικτο θεϊκό ποτό, βαλμένα στη σειρά, στον τοίχο ακουμπισμένα·
όποτε κι αν γυρνούσε πάλι στην πατρίδα, μετά από τόσα πάθη ο Οδυσσέας.
Ασφαλισμένη η κάμαρη, διπλά θυρόφυλλα καλά αρμοσμένα, κι έμενε εκεί,
νύχτα και μέρα, μια κελάρισσα γυναίκα, φύλακας σε όλα, το μυαλό της
έκοβε πολύ — η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα, του Πεισήνορα εγγονή.
Αυτήν και τότε στο κελάρι εκεί τη φώναξε μιλώντας ο Τηλέμαχος:
«Νένα μου, έλα, γέμισε τις στάμνες με γλυκό κρασί —
350ας είναι το καλύτερο, μετά από τ᾽ άλλο που φυλάς με την ελπίδα σου
σ᾽ εκείνον, πως από κάπου θα γυρίσει ο δύσμοιρος,
βλαστός του Δία ο Οδυσσέας, αν αποφύγει
τη μοίρα του θανάτου.
Δώδεκα στάμνες γέμισε και σφράγισέ τες όλες με τα πώματά τους·
βάλε μου και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα πυκνά σοφιλιασμένους —
είκοσι ζύγια αλεύρι, καλά αλεσμένο.
Μόνη σου όμως να το ξέρεις, κι όλα στην ώρα τους να στέκουν έτοιμα.
Όταν πια σουρουπώσει, έρχομαι και τα παίρνω εγώ, μόλις η μάνα μου
ανεβεί πάνω στην κάμαρη και θυμηθεί να κοιμηθεί.
Γιατί θα φύγω για τη Σπάρτη, την Πύλο με τις αμμουδιές,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου,
360ανίσως κάτι ακούσω.»