Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (15.437-15.492)


Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπόμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
440 “σιγῇ νῦν, μή τίς με προσαυδάτω ἐπέεσσιν
ὑμετέρων ἑτάρων, ξυμβλήμενος ἢ ἐν ἀγυιῇ
ἤ που ἐπὶ κρήνῃ· μή τις ποτὶ δῶμα γέροντι
ἐλθὼν ἐξείπῃ, ὁ δ᾽ ὀϊσάμενος καταδήσῃ
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ, ὑμῖν δ᾽ ἐπιφράσσετ᾽ ὄλεθρον.
445 ἀλλ᾽ ἔχετ᾽ ἐν φρεσὶ μῦθον, ἐπείγετε δ᾽ ὦνον ὁδαίων.
ἀλλ᾽ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται,
ἀγγελίῃ μοι ἔπειτα θοῶς πρὸς δώμαθ᾽ ἱκέσθω·
οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅτις χ᾽ ὑποχείριος ἔλθῃ·
καὶ δέ κεν ἄλλ᾽ ἐπίβαθρον ἐγὼν ἐθέλουσά γε δοίην.
450 παῖδα γὰρ ἀνδρὸς ἐῆος ἐνὶ μεγάροις ἀτιτάλλω,
κερδαλέον δὴ τοῖον, ἅμα τροχόωντα θύραζε·
τόν κεν ἄγοιμ᾽ ἐπὶ νηός, ὁ δ᾽ ὑμῖν μυρίον ὦνον
ἄλφοι, ὅπῃ περάσητε κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους.”
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πρὸς δώματα καλά,
455 οἱ δ᾽ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾽ ἡμῖν αὖθι μένοντες
ἐν νηῒ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
ἤλυθ᾽ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
460 χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ᾽ ἠλέκτροισιν ἔερτο.
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ᾽ ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι· ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ.
ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει,
465 ἡ δ᾽ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε.
εὗρε δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας
ἀνδρῶν δαιτυμόνων, οἵ μευ πατέρ᾽ ἀμφεπένοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν,
ἡ δ᾽ αἶψα τρί᾽ ἄλεισα κατακρύψασ᾽ ὑπὸ κόλπῳ
470 ἔκφερεν· αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀεσιφροσύνῃσι.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν ὦκα κιόντες·
ἔνθ᾽ ἄρα Φοινίκων ἀνδρῶν ἦν ὠκύαλος νηῦς.
οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
475 νὼ ἀναβησάμενοι· ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν.
ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων,
τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
ἄντλῳ δ᾽ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾽ ὡς εἰναλίη κήξ.
480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ·
τοὺς δ᾽ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι.»
485Τὸν δ᾽ αὖ διογενὴς Ὀδυσεὺς ἠμείβετο μύθῳ·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα δή μοι ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἄλγεα θυμῷ.
ἀλλ᾽ ἦ τοι σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκε
Ζεύς, ἐπεὶ ἀνδρὸς δώματ᾽ ἀφίκεο πολλὰ μογήσας
490 ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε
ἐνδυκέως, ζώεις δ᾽ ἀγαθὸν βίον· αὐτὰρ ἐγώ γε
πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω.»


Αυτά τους είπε, κι αμέσως όλοι τους της έδωσαν τον όρκο που ζητούσε.
Όταν ορκίστηκαν επισφραγίζοντας τον όρκο τους,
πήρε ξανά τον λόγο η γυναίκα να τους πει:
440«Τώρα μιλιά! Απ᾽ την παρέα σας κανείς να μην ανοίξει κουβεντολόι
μαζί μου, μήτε στον δρόμο τον πλατύ,
μήτε στην κρήνη· μήπως και κάποιος τρέξει στον γέρο,
του το μαρτυρήσει, κι αυτός το πράμα μυριστεί, με δέσει,
με ρίξει σε φριχτά δεσμά, κι ύστερα μελετήσει
τον δικό σας θάνατο.
Κρατήσετε λοιπόν κρυφό το μυστικό, και γρήγορα τελειώνετε
με τις συναλλαγές σας. Όταν γεμίσει το καράβι πια
με τ᾽ αγαθά που θέλετε, τότε για μένα μήνυμά σας γρήγορα
στο αρχοντικό να φτάσει· κι εγώ υπόσχομαι χρυσαφικά να φέρω,
όσα μπορούν τα χέρια μου να πιάσουν.
Αλλά κι αλλιώς θα ήταν δυνατό, αν το θελήσω, τα ναύλα μου να ξεπληρώσω.
450Μέσα στο σπίτι μεγαλώνω τον γιο του αφεντικού μου —
ξυπνό παιδί που τρέχει πίσω μου, όταν βγαίνω.
Λέω θα μπορούσα να το φέρω στο καράβι σας, οπότε εσείς
θα βγάζατε λεφτά με ουρά, μοσχοπουλώντας το
σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους.»
Είπε και τράβηξε να πάει στο ωραίο παλάτι.
Μείναν αυτοί στα μέρη μας έναν ακέραιο χρόνο, πουλώντας
κι αγοράζοντας του κόσμου τ᾽ αγαθά.
Κι όταν ξεχείλισε το κοίλο τους καράβι, έτοιμοι ν᾽ αρμενίσουν πια,
έστειλαν τον μαντατοφόρο τους, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα.
Φτάνει λοιπόν στο σπίτι του πατέρα μου κάποιος ανάμεσά τους
τετραπέρατος, στο χέρι του κρατώντας μαλαματένιο περιδέραιο,
460με περασμένες χάντρες από κεχριμπάρι.
Οι δούλες μέσα στο παλάτι κι η σεβάσμια μάνα μου
το ψηλαφούσαν, το ᾽τρωγαν με τα μάτια τους, και παζαρεύοντας
ρωτούσαν την τιμή του — οπότε εκείνος στα κρυφά
της κάνει νόημα. Κι αφού της έγνεψε, γύρισε πίσω
στο βαθουλό πλεούμενο.
Αυτή με πιάνει τότε από το χέρι και με ξεπορτίζει·
περνώντας όμως απ᾽ την αίθουσα βρήκε τραπέζια, βρήκε κούπες —
των καλεσμένων, που τριγυρίζουν κάθε μέρα τον πατέρα μου
και λεν τη γνώμη τους.
Κι όπως την ώρα εκείνη είχανε πάει στη βουλή του δήμου
για τη συνέλευσή τους, κρύβει στον κόρφο της αυτή τρεις κούπες,
470και τις έβγαλε έξω — εγώ απερίσκεπτος την ακολούθησα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν εμείς τρέχοντας κατεβήκαμε στο ξακουστό λιμάνι,
όπου είχε αράξει το ταχύπλοο καράβι των Φοινίκων.
Ευθύς στο πλοίο ανέβηκαν, ανέβασαν κι εμάς τους δυο, κι άνοιξαν
τον θαλάσσιο δρόμο τους—ο Δίας τούς έστειλε πρίμο αγεράκι.
Καλά κρατούσε το ταξίδι ημέρες έξι, νυχθημερόν·
αλλ᾽ όταν ο Κρονίδης Ζευς ξημέρωσε την έβδομη,
έριξε στη γυναίκα η τοξοφόρος Άρτεμη τα βέλη της,
κι αυτή γκρεμίζεται στ᾽ απόνερα του αμπαριού,
λες κι ήταν θαλάσσιος γλάρος.
480Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια —
κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά.
Άνεμος και νερό τούς προσαράζουν τέλος στην Ιθάκη, όπου ο Λαέρτης
με ξαγόρασε με τα δικά του πλούτη.
Έτσι λοιπόν αντίκρισαν τα μάτια μου τη χώρα αυτή.»
Τον λόγο πήρε τότε και του μίλησε, του Δία ανάθρεμμα, ο Οδυσσέας:
«Εύμαιε, αλήθεια αφόρμισες πολύ μέσα μου την ψυχή
μ᾽ όσα ανιστόρησες, τα τόσα βάσανα που σε τυράννησαν.
Και μολοντούτο συλλογίζομαι πως πλάι στο κακό ο Δίας
για σένα ακούμπησε και το καλό· αφού, μετά τα φοβερά σου πάθη,
σ᾽ ενός ανθρώπου έφτασες το σπίτι γεμάτου καλοσύνη,
490κι αυτός σου εξασφαλίζει το φαγητό και το πιοτό σου —
ζεις μια ζωή της προκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ
περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»