Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (15.130-15.188)


130Ὣς εἰποῦσ᾽ ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων.
καὶ τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Πεισίστρατος ἥρως
δεξάμενος, καὶ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ·
τοὺς δ᾽ ἦγε πρὸς δῶμα κάρη ξανθὸς Μενέλαος.
ἑζέσθην δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε.
135 χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων·
140 πὰρ δὲ Βοηθοΐδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας·
οἰνοχόει δ᾽ υἱὸς Μενελάου κυδαλίμοιο.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς
145 ἵππους τε ζεύγνυντ᾽ ἀνά θ᾽ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔβαινον,
ἐκ δ᾽ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
τοὺς δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος,
οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι,
ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην.
150 στῆ δ᾽ ἵππων προπάροιθε, δεδισκόμενος δὲ προσηύδα·
«χαίρετον, ὦ κούρω, καὶ Νέστορι ποιμένι λαῶν
εἰπεῖν· ἦ γὰρ ἐμοί γε πατὴρ ὣς ἤπιος ἦεν,
ἦος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
155 «καὶ λίην κείνῳ γε, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις,
πάντα τάδ᾽ ἐλθόντες καταλέξομεν αἲ γὰρ ἐγὼν ὣς
νοστήσας Ἰθάκηνδε κιχὼν Ὀδυσῆ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
εἴποιμ᾽, ὡς παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος ἁπάσης
ἔρχομαι, αὐτὰρ ἄγω κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά.»
160Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,
αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον,
ἥμερον ἐξ αὐλῆς· οἱ δ᾽ ἰύζοντες ἕποντο
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες· ὁ δέ σφισιν ἐγγύθεν ἐλθὼν
δεξιὸς ἤϊξε πρόσθ᾽ ἵππων· οἱ δὲ ἰδόντες
165 γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.
τοῖσι δὲ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἄρχετο μύθων·
«φράζεο δή, Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἢ νῶϊν τόδ᾽ ἔφηνε θεὸς τέρας ἦε σοὶ αὐτῷ.»
Ὣς φάτο, μερμήριξε δ᾽ ἀρηΐφιλος Μενέλαος,
170 ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας.
τὸν δ᾽ Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο μῦθον·
«κλῦτέ μευ· αὐτὰρ ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω.
ὡς ὅδε χῆν᾽ ἥρπαξ᾽ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ
175 ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε,
ὣς Ὀδυσεὺς κακὰ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθεὶς
οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται· ἠὲ καὶ ἤδη
οἴκοι, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
180 «οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης·
τῷ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην.»
Ἦ καὶ ἐφ᾽ ἵπποιϊν μάστιν βάλεν· τοὶ δὲ μάλ᾽ ὦκα
ἤϊξαν πεδίονδε διὰ πτόλιος μεμαῶτες.
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες.
185Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἐς Φηρὰς δ᾽ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα.
ἔνθα δὲ νύκτ᾽ ἄεσαν, ὁ δὲ τοῖς πὰρ ξείνια θῆκεν.


130Μιλώντας, άφησε στα χέρια του τον πέπλο, κι αυτός τον δέχτηκε
δείχνοντας τη χαρά του. Στο μεταξύ ο Πεισίστρατος, γνήσιο παλληκάρι,
πήρε τα δώρα και τα βάζει στο κοφίνι, έκθαμβος με την τόση ομορφιά τους.
Τότε ο ξανθόμαλλος Μενέλαος τους οδηγούσε στο παλάτι,
όπου και κάθησαν σε θρόνους και σκαμνιά.
Αμέσως έφερε νερό μια παρακόρη σε χρυσό, πανέμορφο λαγήνι,
τα χέρια τους να πλύνουν, και το κρεμούσε το νερό
σ᾽ ένα αργυρό λεβέτι· μετά μπροστά τους έσυρε τραπέζι γυαλισμένο.
Η σεβαστή οικονόμος κουβαλούσε το ψωμί, προσφέροντας
και λιχουδιές πολλές —ό,τι της βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
140Από κοντά ο Ετεωνέας λιάνιζε το κρέας, μοίραζε τις μερίδες,
κι ο γιος του τιμημένου Μενελάου το κρασί κερνούσε.
Αυτοί τα χέρια τους απλώνουν μπροστά στο έτοιμο τραπέζι,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τότε ο Τηλέμαχος κι ο παινεμένος γιος του Νέστορα
πήγαν να ζέψουν τα άλογα, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
πέρασαν την αυλόθυρα κι άφησαν την πολύβοη στοά.
Μαζί τους πήγαινε κι ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος,
στο χέρι το δεξί κρατώντας μαλαματένια κούπα,
γεμάτη με γλυκό κρασί σαν μέλι· να κάνουν πρώτα τη σπονδή
κι ύστερα να κινήσουν.
150Στήθηκε στα άλογα μπροστά και τους αποχαιρέτησε μιλώντας:
«Χαίρετε, παλληκάρια μου, τα χαιρετίσματά μου και στον Νέστορα,
ποιμένα του λαού του· ήταν γλυκός μαζί μου σαν πατέρας,
όταν εκεί στην Τροία πολεμούσαμε των Αχαιών οι γιοι.»
Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Μετά χαράς θα γίνει, του Διός ανάθρεμμα, το θέλημά σου·
όλα τα λόγια σου, σαν φτάσουμε, στον Νέστορα θα πούμε. Είθε κι εγώ,
γυρνώντας στην Ιθάκη, να ᾽ταν να βρω τον Οδυσσέα στο σπίτι μου,
για να του πω που δέχτηκα τόσο φιλόξενη στοργή,
πως έρχομαι με τα πολλά, πολύτιμά σου δώρα φορτωμένος.»
160Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, και στο δεξί τους χέρι πρόβαλε πετώντας
ένας αετός· κρατώντας στα γαμψώνυχά του
μια άσπρη χήνα, τεράστια κι ήμερη — την είχε αρπάξει απ᾽ την αυλή.
Γύρω του τσίριζαν γυναίκες κι άντρες τρέχοντας, κι αυτός,
ξυστά περνώντας, πέταξε δεξιά, μπροστά από τα άλογα.
Εκείνοι βλέποντας το θέαμα ένιωσαν όλοι τους χαρά
και γλύκανε βαθιά η ψυχή τους.
Τότε ο βλαστός του Νέστορα, επήρε πρώτος ο Πεισίστρατος τον λόγο:
«Μενέλαε, στοχάσου, του Διός ανάθρεμμα και στυλοβάτη του λαού σου,
πως το σημάδι αυτό ένας θεός μάς το φανέρωσε, σ᾽ εμάς τους δυο
συνάμα και σ᾽ εσένα.»
Έτσι του μίλησε, κι ο τολμηρός πολεμιστής Μενέλαος για λίγο ταλαντεύτηκε,
170πρώτα να το σκεφτεί πριν δώσει απόκριση σωστή.
Τον πρόλαβε όμως η βαθύκολπη Ελένη με τον δικό της λόγο:
«Ακούστε με· εγώ θα δώσω τώρα την εξήγηση, όπως οι αθάνατοι
την έβαλαν στον νου μου κι όπως νομίζω ότι θα γίνει.
Πώς άρπαξε τη χήνα ο αετός, που μέσα στην αυλή μεγάλωνε,
πώς ήλθε πέρα από τα όρη, όπου η γενιά κι η φύτρα του,
έτσι λοιπόν κι ο Οδυσσέας, μετά τα πάθη τα πολλά που τράβηξε,
μετά την τόση περιπλάνησή του, και θα νοστήσει και θα πάρει εκδίκηση —
μπορεί κιόλας να βρίσκεται στο σπίτι του,
να κλώθει το κακό για τους μνηστήρες όλους.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
180«Είθε να δώσει τώρα ο Δίας, της Ήρας ταίρι που βαριά βροντά,
αυτά να γίνουν· τότε κι εγώ το υπόσχομαι σ᾽ εσένα να προσεύχομαι,
όταν βρεθώ στο σπίτι μου, σάμπως και να ᾽σουνα θεά.»
Τέλειωσε, και μαστίγωσε τα δυο τους άλογα· εκείνα
πέταξαν σαν σίφουνας μέσα απ᾽ την πόλη κι ανοίχτηκαν στον κάμπο,
όλη τη μέρα σείοντας γύρω από τον λαιμό τους τον ζυγό.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν οι δυο τους φτάνουν στις Φηρές, στου Διοκλή το αρχοντικό —
ήταν ο γιος του Ορτίλοχου, κι αυτός παιδί του Αλφειού.
Εκεί επέρασαν τη νύχτα τους, όπου τους υποδέχτηκε ο Διοκλής φιλόξενα.