Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (468-499)


ΒΑ. ἦ πολλαχῇ γε δυσπάλαιστα πράγματα,
κακῶν δὲ πλῆθος ποταμὸς ὣς ἐπέρχεται·
470 ἄτης δ᾽ ἄβυσσον πέλαγος οὐ μάλ᾽ εὔπορον
τόδ᾽ ἐσβέβηκα, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν.
εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ᾽ ἐκπράξω χρέος,
μίασμ᾽ ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον·
εἰ δ᾽ αὖθ᾽ ὁμαίμοις παισὶν Αἰγύπτου σέθεν
475 σταθεὶς πρὸ τειχέων διὰ μάχης ἥξω τέλους,
πῶς οὐχὶ τἀνάλωμα γίγνεται πικρόν,
ἄνδρας γυναικῶν οὕνεχ᾽ αἱμάξαι πέδον;
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη Ζηνὸς αἰδεῖσθαι κότον
ἱκτῆρος· ὕψιστος γὰρ ἐν βροτοῖς φόβος.
480 σὺ μέν, πάτερ γεραιὲ τῶνδε παρθένων,
κλάδους τε τούτους αἶψ᾽ ἐν ἀγκάλαις λαβὼν
βωμοὺς ἐπ᾽ ἄλλους δαιμόνων ἐγχωρίων
θές, ὡς ἴδωσι τῆσδ᾽ ἀφίξεως τέκμαρ
πάντες πολῖται, μηδ᾽ ἀπορριφθῇ ψόγος
485 ἐμοῦ· κατ᾽ ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς.
καὶ γὰρ τάχ᾽ ἄν τις οἰκτίσας ἰδὼν τάδε
ὕβριν μὲν ἐχθήρειεν ἄρσενος στόλου,
ὑμῖν δ᾽ ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος·
τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει.
490 ΔΑ. πολλῶν τάδ᾽ ἡμῖν ἐστιν ἠξιωμένα,
αἰδοῖον εὑρεθέντα πρόξενον λαβεῖν.
ὀπάονας δὲ φράστοράς τ᾽ ἐγχωρίων
ξύμπεμψον, ὡς ἂν τῶν πολισσούχων θεῶν
βωμοὺς προνάους καὶ † πολισσούχων ἕδρας
495 εὕρωμεν, ἀσφάλεια δ᾽ ᾖ δι᾽ ἄστεως
στείχουσι· μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁμόστολος φύσις.
Νεῖλος γὰρ οὐχ ὅμοιον Ἰνάχῳ γένος
τρέφει. φύλαξαι μὴ θράσος τέκῃ φόβον·
καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν᾽ ἀγνοίας ὕπο.


ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Παντούθε ανοικονόμητα πράματα με ηύραν·
το πλήθος των κακών σε ρέμα κατεβάζει
470και μες σ᾽ αυτή την άβυσσο, που δεν περνιέται,
πελάγωσα της συμφοράς, δίχως να βλέπω
λιμάνι πουθενά· και πρώτα, α δε ξοφλήσω
το χρέος αυτό που μου ζητάς, μίασμα προλέγεις
τέτοιο, που δεν το ξεπερνά καμιά σαΐτα·
κι αν πάλι με τους γιους του Αιγύπτου, εξαδερφούς σου,
έξω σταθώ απ᾽ τα κάστρα μας, να ξεδιαλύνω
με τα όπλα τη διαφορά, πώς δε θενά ᾽ναι
πικρ᾽ η σπατάλη μ᾽ αντρών αίμα να ποτίσω
για το χατίρι γυναικών της γης το χώμα;
Αν σου κουρσέψουν τ᾽ αγαθά του σπιτικού σου,
μπορεί, πρώτα ο θεός, κι άλλα να κάμεις πάλι·
αν σου ξεφύγουν άπρεπα λόγια απ᾽ το στόμα,
μ᾽ άλλα γλυκόλογα μπορείς να τα γιατρέψεις·
μα για να μη χυθεί δικών σου ανθρώπων αίμα,
πολλές θυσίες χρειάζονται, πολλά σφαχτάρια
σε θεούς πολλούς, τη συμφορά για να ξορκίσεις.
Μα όμως ανάγκη την οργή του Δία, προστάτη
των ικετών, να ευλαβηθώ· γιατί άλλος φόβος
δεν είναι μεγαλύτερος μες στους ανθρώπους.
480Σήκω λοιπόν και πάρε, γηραλέε πατέρα
των παρθένων αυτών, στην αγκαλιά σου ετούτα
τα κλαδιά, επάνω να τα πας και τ᾽ ακουμπήσεις
σ᾽ άλλους βωμούς των εγχωρίων των θεών μας,
που όλ᾽ οι πολίτες να ᾽χουνε να ιδούν σημάδια
της ικεσίας αυτής, μηδέ ριχτεί για μένα
λόγος κακός· γιατ᾽ αγαπά να βρίσκει πάντα
της αρχής φταίξιμ᾽ ο λαός· μα έτσι μπορεί ίσως,
όταν τα ιδεί, να κινηθεί σ᾽ έλεος και πάρει
από κακό τους άνομους άντρες εχθρούς σας
και πιο καλοπροαίρετα σε σας να κλίνει.
ΔΑΝΑΟΣ
490Μεγάλη τύχ᾽ ήταν για μας ν᾽ αξιωθούμε
τέτοιο σεβάσμιο νά ᾽βρομε ξενοπροστάτη·
Μόνο μαζί μου συνοδειά στείλε από ντόπιους
να με οδηγήσουν, για να βρω των πολιούχων
θεών τους πρόναους τους βωμούς και τα ιερά των
κι ασφάλεια να ᾽χω όπως περνώ μες απ᾽ την πόλη·
γιατ᾽ είναι ξενοχάραγη η μορφή μας κι όμοια
δε θρέφει με τον Ίναχο βλαστάρια ο Νείλος.
κι έτσι φυλάξου μη γεννήσει η εμπιστοσύνη
φόβου αφορμή· κι έτυχ᾽ ως τώρα να σκοτώσει,
χωρίς να ξέρει, κι άνθρωπο κανείς δικό του.