Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (348-391)


ΧΟ. Παλαίχθονος τέκος, κλῦθί μου [στρ. α]
πρόφρονι καρδίᾳ, Πελασγῶν ἄναξ.
350 ἴδε με τὰν ἱκέτιν φυγάδα περίδρομον,
λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν ἂμ πέτραις
ἠλιβάτοις, ἵν᾽ ἀλκᾷ πίσυνος μέμυ-
κε φράζουσα βοτῆρι μόχθους.
ΒΑ. ὁρῶ κλάδοισι νεοδρόποις κατάσκιον
355 νεύονθ᾽ ὅμιλον τόνδ᾽ ἀγωνίων θεῶν.
εἴη δ᾽ ἄνατον πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἀστοξένων.
μηδ᾽ ἐξ ἀέλπτων κἀπρομηθήτων πόλει
νεῖκος γένηται· τῶν γὰρ οὐ δεῖται πόλις.

ΧΟ. ἴδοιτο δῆτ᾽ ἄνατον φυγὰν [ἀντ. α]
360 ἱκεσία Θέμις Διὸς κλαρίου.
σὺ δὲ παρ᾽ ὀψιγόνου μάθε γεραιόφρων·
ποτιτρόπαιον αἰδόμενος † οὖνπερ
ἱεροδόκα † ...
θεῶν λήματ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρὸς ἁγνοῦ.
365 ΒΑ. οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι
ἐμῶν. τὸ κοινὸν δ᾽ εἰ μιαίνεται πόλις,
ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη.
ἐγὼ δ᾽ ἂν οὐ κραίνοιμ᾽ ὑπόσχεσιν πάρος,
ἀστοῖς δὲ πᾶσι τῶνδε κοινώσας πέρι.

370 ΧΟ. σύ τοι πόλις, σὺ δὲ τὸ δήμιον· [στρ. β]
πρύτανις ἄκριτος ὤν,
κρατύνεις βωμόν, ἑστίαν χθονός,
μονοψήφοισι νεύμασιν σέθεν,
μονοσκήπτροισι δ᾽ ἐν θρόνοις χρέος
375 πᾶν ἐπικραίνεις· ἄγος φυλάσσου.
ΒΑ. ἄγος μὲν εἴη τοῖς ἐμοῖς παλιγκότοις,
ὑμῖν δ᾽ ἀρήγειν οὐκ ἔχω βλάβης ἄτερ·
οὐδ᾽ αὖ τόδ᾽ εὖφρον, τάσδ᾽ ἀτιμάσαι λιτάς.
ἀμηχανῶ δὲ καὶ φόβος μ᾽ ἔχει φρένας
380 δρᾶσαί τε μὴ δρᾶσαί τε καὶ τύχην ἑλεῖν.

ΧΟ. τὸν ὑψόθεν σκοπὸν ἐπισκόπει, [ἀντ. β]
φύλακα πολυπόνων
βροτῶν, οἳ τοῖς πέλας προσήμενοι
δίκας οὐ τυγχάνουσιν ἐννόμου.
385 μένει τοι Ζηνὸς ἱκταίου κότος
δυσπαραθέλκτους παθόντος οἴκτοις.
ΒΑ. εἴ τοι κρατοῦσι παῖδες Αἰγύπτου σέθεν
νόμῳ πόλεως, φάσκοντες ἐγγύτατα γένους
εἶναι, τίς ἂν τοῖσδ᾽ ἀντιωθῆναι θέλοι;
390 δεῖ τοί σε φεύγειν κατὰ νόμους τοὺς οἴκοθεν,
ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ.


ΧΟΡΟΣ
Ω τέκνο του Παλαίχθονα,
των Πελασγών κορώνα, απάκουσέ μου,
δε με, στης εξορίας μου τον άθλιο τον παραδαρμό,
350που προστασία σου ζητώ
σαν το λυκοκυνήγητο μοσκάρι,
που σ᾽ άβατου γκρεμνού κορφή
και θαρρετή του απαντοχή,
με ξεσυρτό μουκανητό
του κίντυνού του μήνυμα
φωνάζει στο βοσκό.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Βλέπω τα νιόκοπα κλαδιά ν᾽ αργοσαλεύουν
πάνω απ᾽ τη σύνοδον αυτή των αγωνίων
θεών που ισκιώνουν· μ᾽ άμποτε να μη μας φέρει
ζημιά των συγγενών μας ο ερχομός των ξένων,
μηδέ στην πόλη, απρόβλεπτα, καμιά γεννήσει
αμάχη ανέλπιστη, που δεν την έχει ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ
Πώς δίχως κρίμα εφύγαμε
αλήθεια ας δει κι ας μαρτυρήσει
360των ικετών προστάτισσα του Δία η Θέμιδα η τρανή.
μα εσύ με τη γεροντική
τη γνώση μάθε κι από με τη νιώτερή σου,
πως όποιος στην ανάγκη του ικέτη ελεηθεί,
άξιος δε θα χαθεί ο μιστός του
και στους θεούς καλοδεχτές
θενά ᾽ναι πάντα οι προσφορές
του σπλαχνικού του ανθρώπου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν είστε ικέτες καθισμένοι στην εστία
των δικώ μου σπιτιών. κι αφού το μίασμα σ᾽ όλη
την πόλη ᾽ναι να ᾽ρθει, κοινή φροντίδα ας λάβει
να βρει ο λαός τη γιατρειά· μα εγώ να δώσω
δεν μπορώ βέβαια υπόσχεση, παρ᾽ αφού πρώτα
πάρω τη γνώμη σ᾽ όλα αυτά και του λαού μου.

ΧΟΡΟΣ
370Εσύ ᾽σαι η πόλη, εσύ ᾽σαι κι ο λαός
κι όξω από κρίση ανόριστος αφέντης.
της χώρας την εστία, το βωμό,
συ διαφεντεύεις.
νόμος – ένα σου νέμα μόνο
κι απ᾽ το μονόσκηπτρό σου θρόνο
φέρνεις σε τέλος κάθε σου βουλή·
φυλάξου από το μίασμα το βαρύ!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Το μίασμα ας πάει να κάθεται με τους εχθρούς μου·
μα δίχως κίντυνο και σας να βοηθήσω
δεν ημπορώ· μα ουδέ και φρόνιμο είναι πάλι
τα θερμοπαρακάλια σας να τ᾽ αψηφήσω·
βρίσκομαι στα στενά κι έχ᾽ η καρδιά μου φόβο,
380πράξω; μην πράξω και το πιο σωστό επιτύχω;

ΧΟΡΟΣ
Κοίτα, ψηλά φροντίζει ένας Σκοπός
άγρυπνος πάντα τους κατατρεμένους
που στον παραδαρμό τους δε θα βρουν
από τους ξένους
το δίκιο, που από το νόμο τους χρωστούν·
κι η οργή το Δία των ικετών προσμένει
όσους δε συγκινεί
η κλαυτή του παραπόνου των φωνή.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μ᾽ αν πάνω σου έχουν δικαιώματ᾽ απ᾽ τους νόμους
της χώρας σας του Αιγύπτου οι γιοι, σα συγγενείς σας
που λένε πιο στενοί, πώς να θελήσει ενάντια
κανείς να τους σταθεί; και συ για να βρεις δίκιο
390πρέπει να δείξεις, πως οι νόμοι σας δε δίνουν
σε κείνους εξουσία καμιά πάνω σε σένα.