Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (245-286)


245 ΧΟ. καὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων.
ΕΤ. μή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν.
ΧΟ. στένει πόλισμα γῆθεν, ὡς κυκλουμένων.
ΕΤ. οὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι;
ΧΟ. δέδοικ᾽, ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται.
250 ΕΤ. οὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν;
ΧΟ. ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα.
ΕΤ. οὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε;
ΧΟ. θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν.
ΕΤ. αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν.
255 ΧΟ. ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος.
ΕΤ. ὦ Ζεῦ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος.
ΧΟ. μοχθηρόν, ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις.
ΕΤ. παλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων;
ΧΟ. ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος.
260 ΕΤ. αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος.
ΧΟ. λέγοις ἂν ὡς τάχιστα, καὶ τάχ᾽ εἴσομαι.
ΕΤ. σίγησον, ὦ τάλαινα, μὴ φίλους φόβει.
ΧΟ. σιγῶ· σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον.
ΕΤ. τοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν.
265 καὶ πρός γε τούτοις, ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτων,
εὔχου τὰ κρείσσω, ξυμμάχους εἶναι θεούς·
κἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων, ἔπειτα σὺ
ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισον,
Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς,
270 θάρσος φίλοις, λύουσα πολέμιον φόβον.
ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖς,
πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις,
Δίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγω,
εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης,
275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν,
ταυροκτονοῦντας θ᾽ οἷσιν ὧδ᾽ ἐπεύχομαι,
θήσειν τροπαῖα, καὶ λάφυρα δαΐων
στέψω πρὸ ναῶν δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις.
τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς,
280 μηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν·
οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον.
ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ
ἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον
εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών,
285 πρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους
λόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο.


ΧΟΡΟΣ
Θε μου, και νά, γρικώ να φρουμανίζουν τ᾽ άτια.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι αν τα γρικάς κάνε πως δε γρικάς και τόσο.
ΧΟΡΟΣ
Απόβαθα στενάζει η γης· μας περιζώνουν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εγώ ᾽μαι δω τα μέτρα μου γι᾽ αυτά να πάρω.
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω, το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
250Σώπα, δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη;
ΧΟΡΟΣ
Άγιοι θεοί, τα κάστρα μας μην παρατάτε.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακή ώρα να ᾽χεις! δε θα πεις πια να λουφάξεις;
ΧΟΡΟΣ
Από σκλαβιά φυλάχτε με, ω θεοί της χώρας!
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Συ ρίχτεις στη σκλαβιά και σε κι όλη την πόλη.
ΧΟΡΟΣ
Δία, στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δία, πράμα που ηύρες να μας δώσεις, τις γυναίκες!
ΧΟΡΟΣ
Τρισάθλιο, σαν τους άντρες που τους παίρνουν σκλάβους.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάλι κακογλωσσάς, ενώ αγκαλιάζεις τ᾽ άγια;
ΧΟΡΟΣ
Τη γλώσσα, της λιγόψυχης, μου αρπάζει ο φόβος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
260Αν σου ζητούσα, μια μικρή μου ᾽κανες χάρη;
ΧΟΡΟΣ
Όσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπα, να ζεις· και μη δειλιάζεις τους δικούς σου.
ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω κι ότι ᾽ναι γραφτό μ᾽ όλους ας πάθω.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αντίς εκείνα, αυτό σου προτιμώ το λόγο.
και τούτο ακόμα· από τ᾽ αγάλματα τραβήξου
και στους θεούς τη μόνη ευχή π᾽ αξίζει κάνε,
να ᾽ναι μαζί μας σύμμαχοι· κι όταν θ᾽ ακούσεις
τα τάματά μου εμένα, ψάλλ᾽ εσύ κατόπι
τον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνα,
συνήθειο ελληνικό στις θυσίες επάνω,
270θάρρος στους φίλους, που σκορπά του εχθρού το φόβο.
Λοιπόν, στης χώρας τους θεούς τους πολιούχους,
στους προστάτες των κάμπων και της αγοράς μας,
στης Δίρκης τις πηγές και στου Ισμηνού το ρέμα
τάζω, αν μας έρθουν δεξιά και σωθεί η πόλη,
ποτάμι το αίμα από τ᾽ αρνιά να τρέξει απάνω
στους βωμούς των θεών, γιορτάζοντας τη νίκη,
και τους αγίους των τους ναούς θενα στολίσω
μ᾽ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες.
Τέτοιες ευχές και συ να κάνεις δίχως θρήνους,
280μηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμου,
που δε γλιτώνεις πιότερο μ᾽ αυτά απ᾽ τη μοίρα.
Μα εγώ θα πάω στις εφτά του κάστρου πύλες
εξ πολεμάρχους και με μένα εφτά να στήσω
αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχους,
πριν νά᾽ρθουν βιαστικά μηνύματα και λόγια
γοργόσπαρτα κι η φωτιά ᾽νάψει απ᾽ την ανάγκη.