Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (39-77)


ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Ἐτεόκλεες, φέριστε Καδμείων ἄναξ,
40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων,
αὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτων·
ἄνδρες γὰρ ἑπτά, θούριοι λοχαγέται,
ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκος
καὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου,
45 Ἄρη τ᾽, Ἐνυώ, καὶ φιλαίματον Φόβον
ὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰς
θέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ,
ἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ·
μνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους
50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον, δάκρυ
λείβοντες· οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα.
σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων
ἔπνει, λεόντων ὣς Ἄρη δεδορκότων.
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται.
55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον, ὡς πάλῳ λαχὼν
ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον.
πρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως
πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος·
ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς
60 χωρεῖ, κονίει, πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸς
χραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων.
σὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφος
φράξαι πόλισμα, πρὶν καταιγίσαι πνοὰς
Ἄρεως· βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ·
65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέ·
κἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπον
ὀφθαλμὸν ἕξω, καὶ σαφηνείᾳ λόγου
εἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ.
ΕΤ. ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί,
70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής,
μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον
ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδος
φθόγγον χέουσαν, καὶ δόμους ἐφεστίους·
ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν
75 ζεύγλῃσι δουλίῃσι μήποτε σχεθεῖν·
γένεσθε δ᾽ ἀλκή· ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγειν·
πόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Έρχομαι, δοξασμένε βασιλιά της Θήβας,
40ξεδιαλυμένα φέρνοντάς σου από τα κείθε
νέα του στρατού, που ο ίδιος με τα μάτια μου είδα.
Εφτά καπετανέοι, πολεμόχαροι άντρες,
σφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδα
ταύρο και στο αίμα του τα χέρια τους βουτώντας
στον Άρη, Ενυώ και Φόβο, που σφαγές διψούνε,
όρκο δώσανε: ή αφού με βια τη διαγουμίσουν
την πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουν,
ή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ν᾽ αργάσουν.
50κι απής στου Άδραστου τ᾽ άρμα κρέμαγαν σημάδια
θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα,
χύνοντας δάκρυ, μ᾽ απ᾽ τ᾽ αχείλι τους ούτ᾽ άχνα
παράπονου δεν έβγαινε· γιατ᾽ η ατσαλένια
καρδιά τους λάβριζε απ᾽ αντρειά και φυσσομάναε
σα λιονταριώ, που πόλεμο σπιθάει η ματιά των.
Και δε θ᾽ αργήσει ώραν την ώρα να το δείξουν·
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν, σε ποιά πύλη
θα λάχει καθενός να φέρει το στρατό του.
Λοιπόν και συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείους
πολεμάρχους γοργά, τάξε τους μπρος στις πύλες·
γιατί, όπου να ᾽σαι, ολάρματοι κοντοζυγώνουν
60οι Αργίτες, κορνιαχτό σηκώνουν και τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ᾽ των αλόγων
το λεχομάνισμα· μα εσύ, σαν τιμονιέρης
άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσεις
πριν να μανίσει η μπόρα του πολέμου· κι άκου!
κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.
Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι,
και γω για τ᾽ άλλα πιστό μάτι ημεροσκόπου
θενα ᾽χω, κι όταν μ᾽ όλη την αλήθεια ξέρεις
τί τρέχει έξω απ᾽ τα τείχη μας, φόβο δε θα ᾽χεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία και Γη και Θεοί προστάτες της πατρίδας,
70κι ω Κατάρα, τρανή Ερινύα του πατέρα,
μη μου απ᾽ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστε
αφανισμένη απ᾽ τους εχθρούς μια πολιτεία
που κραίνει γλώσσα Ελληνικιά, μηδέ τα σπίτια
που τις εστίες σας έχουνε, και μην αφήστε
μια χώρα ελεύτερη, την πόλη αυτή του Κάδμου,
να πέσει σε σκλαβιάς ζυγό, μα σώσετέ μας,
που ᾽ν᾽ και δικό σας διάφορο· γιατί μια χώρα
μόν᾽ όταν ευτυχεί, τιμά και τους θεούς της.