Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (1038-1101)


ΘΗ. ἆρ᾽ οὐκ ἐπωιδὸς καὶ γόης πέφυχ᾽ ὅδε,
ὃς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίαι
1040 ψυχὴν κρατήσειν, τὸν τεκόντ᾽ ἀτιμάσας;
ΙΠ. καὶ σοῦ γε ταὐτὰ κάρτα θαυμάζω, πάτερ·
εἰ γὰρ σὺ μὲν παῖς ἦσθ᾽, ἐγὼ δὲ σὸς πατήρ,
ἔκτεινά τοί σ᾽ ἂν κοὐ φυγαῖς ἐζημίουν,
εἴπερ γυναικὸς ἠξίους ἐμῆς θιγεῖν.
1045 ΘΗ. ὡς ἄξιον τόδ᾽ εἶπας. οὐχ οὕτω θανῆι,
ὥσπερ σὺ σαυτῶι τόνδε προύθηκας νόμον·
ταχὺς γὰρ Ἅιδης ῥᾶιστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ·
ἀλλ᾽ ἐκ πατρώιας φυγὰς ἀλητεύων χθονὸς
ξένην ἐπ᾽ αἶαν λυπρὸν ἀντλήσεις βίον.
1050 [μισθὸς γὰρ οὗτός ἐστιν ἀνδρὶ δυσσεβεῖ.]
ΙΠ. οἴμοι, τί δράσεις; οὐδὲ μηνυτὴν χρόνον
δέξηι καθ᾽ ἡμῶν, ἀλλά μ᾽ ἐξελᾶις χθονός;
ΘΗ. πέραν γε Πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν,
εἴ πως δυναίμην, ὡς σὸν ἐχθαίρω κάρα.
1055 ΙΠ. οὐδ᾽ ὅρκον οὐδὲ πίστιν οὐδὲ μάντεων
φήμας ἐλέγξας ἄκριτον ἐκβαλεῖς με γῆς;
ΘΗ. ἡ δέλτος ἥδε κλῆρον οὐ δεδεγμένη
κατηγορεῖ σου πιστά· τοὺς δ᾽ ὑπὲρ κάρα
φοιτῶντας ὄρνις πόλλ᾽ ἐγὼ χαίρειν λέγω.
1060 ΙΠ. ὦ θεοί, τί δῆτα τοὐμὸν οὐ λύω στόμα,
ὅστις γ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν, οὓς σέβω, διόλλυμαι;
οὐ δῆτα· πάντως οὐ πίθοιμ᾽ ἂν οὕς με δεῖ,
μάτην δ᾽ ἂν ὅρκους συγχέαιμ᾽ οὓς ὤμοσα.
ΘΗ. οἴμοι, τὸ σεμνὸν ὥς μ᾽ ἀποκτενεῖ τὸ σόν.
1065 οὐκ εἶ πατρώιας ἐκτὸς ὡς τάχιστα γῆς;
ΙΠ. ποῖ δῆθ᾽ ὁ τλήμων τρέψομαι; τίνος ξένων
δόμους ἔσειμι, τῆιδ᾽ ἐπ᾽ αἰτίαι φυγών;
ΘΗ. ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται
ξένους κομίζων καὶ ξυνοικούρους κακῶν.
1070 ΙΠ. αἰαῖ, πρὸς ἧπαρ· δακρύων ἐγγὺς τόδε,
εἰ δὴ κακός γε φαίνομαι δοκῶ τε σοί.
ΘΗ. τότε στενάζειν καὶ προγιγνώσκειν σ᾽ ἐχρῆν
ὅτ᾽ ἐς πατρώιαν ἄλοχον ὑβρίζειν ἔτλης.
ΙΠ. ὦ δώματ᾽, εἴθε φθέγμα γηρύσαισθέ μοι
1075 καὶ μαρτυρήσαιτ᾽ εἰ κακὸς πέφυκ᾽ ἀνήρ.
ΘΗ. ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις σοφῶς·
τὸ δ᾽ ἔργον οὐ λέγον σε μηνύει κακόν.
ΙΠ. φεῦ·
εἴθ᾽ ἦν ἐμαυτὸν προσβλέπειν ἐναντίον
στάνθ᾽, ὡς ἐδάκρυσ᾽ οἷα πάσχομεν κακά.
1080 ΘΗ. πολλῶι γε μᾶλλον σαυτὸν ἤσκησας σέβειν
ἢ τοὺς τεκόντας ὅσια δρᾶν δίκαιος ὤν.
ΙΠ. ὦ δυστάλαινα μῆτερ, ὦ πικραὶ γοναί·
μηδείς ποτ᾽ εἴη τῶν ἐμῶν φίλων νόθος.
ΘΗ. οὐχ ἕλξετ᾽ αὐτόν, δμῶες; οὐκ ἀκούετε
1085 πάλαι ξενοῦσθαι τόνδε προυννέποντά με;
ΙΠ. κλαίων τις αὐτῶν ἆρ᾽ ἐμοῦ γε θίξεται·
σὺ δ᾽ αὐτός, εἴ σοι θυμός, ἐξώθει χθονός.
ΘΗ. δράσω τάδ᾽, εἰ μὴ τοῖς ἐμοῖς πείσηι λόγοις·
οὐ γάρ τις οἶκτος σῆς μ᾽ ὑπέρχεται φυγῆς.
1090 ΙΠ. ἄραρεν, ὡς ἔοικεν. ὦ τάλας ἐγώ,
ὡς οἶδα μὲν ταῦτ᾽, οἶδα δ᾽ οὐχ ὅπως φράσω.
ὦ φιλτάτη μοι δαιμόνων Λητοῦς κόρη,
σύνθακε, συγκύναγε, φευξούμεσθα δὴ
κλεινὰς Ἀθήνας. ἀλλὰ χαιρέτω πόλις
1095 καὶ γαῖ᾽ Ἐρεχθέως· ὦ πέδον Τροζήνιον,
ὡς ἐγκαθηβᾶν πόλλ᾽ ἔχεις εὐδαίμονα,
χαῖρ᾽· ὕστατον γάρ σ᾽ εἰσορῶν προσφθέγγομαι.
ἴτ᾽, ὦ νέοι μοι τῆσδε γῆς ὁμήλικες,
προσείπαθ᾽ ἡμᾶς καὶ προπέμψατε χθονός·
1100 ὡς οὔποτ᾽ ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον
ὄψεσθε, κεἰ μὴ ταῦτ᾽ ἐμῶι δοκεῖ πατρί.


ΘΗΣ. Λοιπόν δεν είναι γεννημένος πλάνος
κι απατεώνας; Ζητάει με τα γλυκόλογα
την ψυχή μου να σπάσει, αυτός, που ατίμασε
1040εμένα που τον γέννησα; ΙΠΠ. Πατέρα,
δε σε καταλαβαίνω. Αν σ᾽ είχα γιο
κι ήμουν εγώ ο πατέρας σου κι ετόλμας
ν᾽ αγγίξεις τη συμβία μου, θα σε σκότωνα!
Δε θα σε τιμωρούσα μ᾽ εξορία.
ΘΗΣ. Τέτοια ποινή σού πρέπει κι όχι αυτή
που μόνος σου στον εαυτό σου ορίζεις:
να πεθάνεις μια κι όξω. Ο τέτοιος Άδης
βολικός γι᾽ ασεβείς. Εξορισμένος
μακριά από την πατρίδα θ᾽ αλητεύεις,
σε ξένη γη θα ρέβεις, όλο πίκρες,
1050κι αυτή ᾽ναι η πλερωμή της ατιμίας σου!
ΙΠΠ. Αλί! Τί πας να κάνεις; Δεν αφήνεις
τον καιρό να βοηθήσει την αλήθεια;
Κι έτσι με διώχνεις από την πατρίδα;
ΘΗΣ. Πέρ᾽ απ᾽ τον Πόντο κι απ᾽ του Ατλαντικού
τα τέρματα θα σ᾽ έστελνα, αν μπορούσα.
Τόσο πολύ σε μίσησα!
ΙΠΠ. Μήδ᾽ όρκους, μηδέ απόδειξες και μήτε
μάντηδες λογαριάζεις και με διώχνεις
άκριτον απ᾽ τη χώρα; ΘΗΣ. Νά! το γράμμα
τούτο δεν έχει ανάγκη από μαντέματα,
κοφτά σε καταδίκασε. Τα όρνια,
που απάνου απ᾽ το κεφάλι μας περνούνε,
να πάνε στο καλό! ΙΠΠ. Γιατί, ω θεοί μου,
1060τη γλώσσα μου δε λύνω, αφού και σεις,
που πάντα σας τιμώ, δε με βοηθάτε;
Όχι! Μ᾽ ό,τι κι αν κάνω, δε θα πείσω
τον πατέρα μου, μάταια θα πατούσα
τους όρκους μου. ΘΗΣ. Πώς με σκοτώνει αυτή σου
η ψεύτικη θεοσέβεια! Το ταχύτερο
φεύγ᾽ απ᾽ τη χώρα εδώ την πατρική σου!
ΙΠΠ. Για πού; Ποιός ξένος θα με μπάσει σπίτι του,
που τέτοια με βαραίνει κατηγόρια;
ΘΗΣ. Όποιος του αρέσει να περιμαζεύει
αυτούς που ξεμυαλίζουν τις γυναίκες.
1070ΙΠΠ. Αλίμονο! Κατάκαρδα το χτύπημα!
Μου ᾽ρχεται κλάμα, αν με περνάς για τέτοιον.
ΘΗΣ. Τότ᾽ έπρεπε να κλαις και να στενάζεις,
που τόλμαες ν᾽ ατιμάσεις τον πατέρα σου!
ΙΠΠ. Ω! συ παλάτι, να ᾽βγαζες φωνή
να μαρτυρούσες πως δεν είμαι φταίχτης!
ΘΗΣ. Καταφεύγεις στους άλαλους μαρτύρους;
Μα σε καταμηνούνε τα έργατά σου,
και δίχως να μιλάνε, για κακοποιόν.
ΙΠΠ. Αχ! να μπορούσ᾽ αντικριστά να βάλω
τον ίδιο μου εαυτό, να τονε βλέπω
να κλαίει τα βάσανά μου! ΘΗΣ. Γυμνασμένος
1080να σώζεις τον εαυτούλη σου, παρά
το γονιό, που σε γέννησε, να σέβεσαι.
ΙΠΠ. Αχ! μανούλα μου κι αχ κακογεννήτρα!
Κανείς δικός μου να μην είναι νόθος!
ΘΗΣ.
Τραβάτε τον, ω δούλοι! Δεν ακούτε
τόσην ώρα που τονε διώχνω ξένο;
ΙΠΠ. Πολύ θα κλάψει ο που μ᾽ αγγίξει. Ατός σου,
αν έτσι θέλεις, βγάλε με απ᾽ τη χώρα.
ΘΗΣ. Και θα το κάνω, αφού δεν υπακούεις.
Κι αν φεύγεις εξορία, δε σε λυπάμαι.
1090ΙΠΠ. Πάει, όλα πια τελειώσαν, δυστυχιά μου.
Κατέχω την αλήθεια, μα δεν ξέρω
πώς να την πω!
(γυρίζει προς το άγαλμα της Άρτεμης)
Συντρόφισσά μου εσύ
στα κυνήγια και τρισαγαπημένη
της Λητώς θυγατέρα, φεύγω εξόριστος
από την ξακουσμένη Αθήνα, χαίρε,
γη του Ερεχθέα και πόλη. Κι όμοια χαίρε,
ω χώρα της Τροιζήνας, που χαρίζεις
στα νιάτα καλοζώιστην ευτυχία!
Στερνή φορά σε βλέπω και σου κραίνω!
Εμπρός! Οι ντόπιοι συνομήλικοί μου
χαιρετάτε με και ξεπροβοδίστε
1100γιατ᾽ άλλον δε θα ιδείτε φρονιμότερον
από μένα στο πείσμα του πατέρα μου.