Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (732-775)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ἠλιβάτοις ὑπὸ κευθμῶσι γενοίμαν, [στρ. α]
ἵνα με πτεροῦσσαν ὄρνιν
θεὸς ἐν ποταναῖς
ἀγέλαις θείη·
735 ἀρθείην δ᾽ ἐπὶ πόντιον
κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς
ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ᾽ ὕδωρ,
ἔνθα πορφύρεον σταλάσ-
σουσ᾽ ἐς οἶδμα τάλαιναι
740 κόραι Φαέθοντος οἴκτωι δακρύων
τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς·

Ἑσπερίδων δ᾽ ἐπὶ μηλόσπορον ἀκτὰν [ἀντ. α]
ἀνύσαιμι τᾶν ἀοιδῶν,
ἵν᾽ ὁ πορφυρέας πον-
τομέδων λίμνας
745 ναύταις οὐκέθ᾽ ὁδὸν νέμει,
σεμνὸν τέρμονα κυρῶν
οὐρανοῦ, τὸν Ἄτλας ἔχει,
κρῆναί τ᾽ ἀμβρόσιαι χέον-
ται Ζηνὸς παρὰ κοίταις,
750 ἵν᾽ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα
χθὼν εὐδαιμονίαν θεοῖς.

ὦ λευκόπτερε Κρησία [στρ. β]
πορθμίς, ἃ διὰ πόντιον
κῦμ᾽ ἁλίκτυπον ἅλμας
755 ἐπόρευσας ἐμὰν ἄνασσαν ὀλβίων ἀπ᾽ οἴκων
κακονυμφοτάταν ὄνασιν·
ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἀμφοτέρων οἱ Κρησίας ‹τ᾽› ἐκ γᾶς
δυσόρνις
760 ἔπτατο κλεινὰς Ἀθήνας Μουνίχου τ᾽ ἀ-
κταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρ-
χὰς ἐπ᾽ ἀπείρου τε γᾶς ἔβασαν.

ἀνθ᾽ ὧν οὐχ ὁσίων ἐρώ- [ἀντ. β]
765 των δεινᾶι φρένας Ἀφροδί-
τας νόσωι κατεκλάσθη·
χαλεπᾶι δ᾽ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾶι τεράμνων
ἄπο νυμφιδίων κρεμαστὸν
770 ἅψεται ἀμφὶ βρόχον λευκᾶι καθαρμόζουσα δειρᾶι,
δαίμονα στυγνὸν καταιδεσθεῖσα τάν τ᾽ εὔ-
δοξον ἀνθαιρουμένα φήμαν ἀπαλλάσ-
775 σουσά τ᾽ ἀλγεινὸν φρενῶν ἔρωτα.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αχ! να βρισκόμουν άξαφνα [στρ. 1]
σε σπήλιο απάτητο βαθιά
ή φτερωτόν ο θεός να μ᾽ έπαιρνε
με τ᾽ άλλα τα πετούμενα κοπάδια
κι απάνω απ᾽ τον Αδρία ακροδιαβαίνοντας
στου Ηριδανού να πάγαινα το ρέμα,
όπου θρηνολογάνε το Φαέθονα
740οι αδερφές του ηλιοκόρες και τα δάκρυα τους
στο ταραγμένο κύμα στάζουν
σαν κεχριμπάρι φεγγερό.

Να ᾽φευγα στο μηλόσπαρτο [αντ. 1]
περβόλι το θαλασσινό
των Εσπερίδων λυγερόφωνων,
κει που φράζει της θάλασσας ο αφέντης
των καραβιών το παρακείθε πέρασμα,
στην άκρια τ᾽ ουρανού, που τον βαστάζει
ο Άτλαντας κι οι βρυσομάνες τρέχουνε
απ᾽ του Δία τα παλάτια και καρπίζοντας
750την πλουτοδότρα γης, αυξαίνουν
των αθανάτων τη χαρά.

Ώχου! σκαρί ασπροφτέρουγο [στρ. 2]
της Κρήτης, που ᾽φερες εδώ
μεσ᾽ απ᾽ του πελάου τ᾽ αφροκύματα,
μακριά από το χαρούμενό της σπίτι
για μαύρο γάμο την ωραία βασίλισσα.
Κακοτυχιά και για τα δυο τα μέρη
μηνούσαν ο ερχομός της, άμα δένανε,
760δοξασμένη μου Αθήνα, στο λιμάνι σου
τα παλαμάρια οι ναύτες κι όξω
γοργοπηδούσαν στη στεριά.

Αχ! για τον άνομο έρωτα [αντ. 2]
της πήρε η Κύπρη τα μυαλά
και τώρα απ᾽ το κακό τ᾽ αβάσταγο
770στον κάτασπρο λαιμό θα σφιχτοδέσει
τη θελιά κι απ᾽ τη στέγη του νυφιάτικου
θαλάμου της να κρεμαστεί θα πάει.
Δεν το βαστάει τόσο ανελέητο ντρόπιασμα!
Κι έτσι θα σώσει την τιμή της η άμοιρη
και θα σωθεί κι αυτή απ᾽ το πάθος,
τόσο μεγάλο και πικρό!