Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1284-1326)


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ ναοφύλακες βώμιοί τ᾽ ἐπιστάται,
1285Θόας ἄναξ γῆς τῆσδε ποῦ κυρεῖ βεβώς;
καλεῖτ᾽ ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας
ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν, εἰ χρὴ μὴ κελευσθεῖσαν λέγειν;
ΑΓΓ. βεβᾶσι φροῦδοι δίπτυχοι νεανίαι
1290Ἀγαμεμνονείας παιδὸς ἐκ βουλευμάτων
φεύγοντες ἐκ γῆς τῆσδε καὶ σεμνὸν βρέτας
λαβόντες ἐν κόλποισιν Ἑλλάδος νεώς.
ΧΟ. ἄπιστον εἶπας μῦθον· ὃν δ᾽ ἰδεῖν θέλεις
ἄνακτα χώρας, φροῦδος ἐκ ναοῦ συθείς.
1295ΑΓΓ. ποῖ; δεῖ γὰρ αὐτὸν εἰδέναι τὰ δρώμενα.
ΧΟ. οὐκ ἴσμεν· ἀλλὰ στεῖχε καὶ δίωκέ νιν
ὅπου κυρήσας τούσδ᾽ ἀπαγγελεῖς λόγους.
ΑΓΓ. ὁρᾶτ᾽, ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος·
μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος.
1300ΧΟ. μαίνῃ· τί δ᾽ ἡμῖν τῶν ξένων δρασμοῦ μέτα;
οὐκ εἶ κρατούντων πρὸς πύλας ὅσον τάχος;
ΑΓΓ. οὔ, πρίν γ᾽ ἂν εἴπῃ τοὔπος ἑρμηνεὺς ὅδε,
εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον ἀρχηγὸς χθονός.
ὠή, χαλᾶτε κλῇθρα, τοῖς ἔνδον λέγω,
1305καὶ δεσπότῃ σημήναθ᾽ οὕνεκ᾽ ἐν πύλαις
πάρειμι, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν.
ΘΟ. τίς ἀμφὶ δῶμα θεᾶς τόδ᾽ ἵστησιν βοήν,
πύλας ἀράξας καὶ ψόφον πέμψας ἔσω;
ΑΓΓ. φεῦ· πῶς ἔλεγον αἵδε, καί μ᾽ ἀπήλαυνον δόμων,
1310ὡς ἐκτὸς εἴης· σὺ δὲ κατ᾽ οἶκον ἦσθ᾽ ἄρα.
ΘΟ. τί προσδοκῶσαι κέρδος ἢ θηρώμεναι;
ΑΓΓ. αὖθις τὰ τῶνδε σημανῶ· τὰ δ᾽ ἐν ποσὶ
παρόντ᾽ ἄκουσον. ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε
βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς
1315σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς
ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα.
ΘΟ. πῶς φῄς; τί πνεῦμα συμφορᾶς κεκτημένη;
ΑΓΓ. σῴζουσ᾽ Ὀρέστην· τοῦτο γὰρ σὺ θαυμάσῃ.
ΘΟ. τὸν ποῖον; ἆρ᾽ ὃν Τυνδαρὶς τίκτει κόρη;
1320ΑΓΓ. ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο.
ΘΟ. ὦ θαῦμα — πῶς σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω;
ΑΓΓ. μὴ ᾽νταῦθα τρέψῃς σὴν φρέν᾽, ἀλλ᾽ ἄκουέ μου·
σαφῶς δ᾽ ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον
διωγμὸς ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται.
1325ΘΟ. λέγ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· οὐ γὰρ ἀγχίπλουν πόρον
φεύγουσιν, ὥστε διαφυγεῖν τοὐμὸν δόρυ.


ΕΞΟΔΟΣ


Ένας από τους δούλους του Θόα που είχαν συνοδέψει τον Ορέστη και τον Πυλάδη ξαναγυρίζει βιαστικός ως αγγελιοφόρος.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Φρουροί του ναού και των βωμών επόπτες!
Ο Θόας ο βασιλιάς πού πήγε; πού είναι;
Ανοίξτε του ναού τη στέρεη θύρα
και πείτε νά ᾽βγει ο βασιλιάς της χώρας.
ΚΟΡ. Τί ᾽ναι;... αν μπορώ ανερώτητα να κρίνω.
ΑΓΓ. Πάνε οι δυο νέοι με απόφαση της κόρης
1290του Αγαμέμνονα· πήραν τη σεβάσμια
της θεάς εικόνα πάνω σε καράβι
ελληνικό και φεύγουν απ᾽ τη χώρα.
ΚΟΡ. Απίστευτο! Κι ο ρήγας που γυρεύεις
κίνησε δώθε απ᾽ το ναό και πάει.
ΑΓΓ. Πού; πρέπει αυτά που γίνονται να μάθει.
ΚΟΡ. Δεν ξέρουμε· μα τρέχα εσύ και κοίτα
πού θα τον βρεις και πες του αυτό το νέο.
ΑΓΓ. Ε, τί άτιμες, γιά δες, που είν᾽ οι γυναίκες!
Είστε κι εσείς σ᾽ αυτό ανακατεμένες.
1300ΚΟΡ. Τρελάθηκες; Αν το ᾽σκασαν οι ξένοι,
εμείς σ᾽ αυτό τί μπαίνουμε; Δεν παίρνεις
τα πόδια σου να τρέξεις στο παλάτι;
ΑΓΓ. Όχι, αν αυτός εδώ ο σηματοδότης
πρώτα δεν πει: είναι μέσα ο ρήγας ή όχι;
Πιάνει το χτυπητήρι της πόρτας και το χτυπά δυνατά και πολλές φορές.
Ε σεις απ᾽ το ναό, ξεμανταλώστε!
Δώστε είδηση του αφέντη πως είμ᾽ έξω
καινούριων συμφορών φορτίο κρατώντας.
Ο Θόας βγαίνει από το ναό.
ΘΟ. Της θεάς ποιός βροντοχτύπησε τη θύρα,
τάραξε τη γαλήνη που είναι μέσα
και βάζει τις φωνές στο ναό απέξω;
ΑΓΓ. Εέ!
Πώς έλεαν τούτες —βέβαια για να φύγω—
1310πως είχες βγει! Κι ωστόσο εσύ ησουν μέσα.
ΘΟ. Με ελπίδα ή για κυνήγι τίνος κέρδους;
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτές σου λέω αργότερα· άκου πρώτα
αυτά που επείγουν· η κοπέλα που είχε
των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια,
πάει έξω από τη χώρα με τους ξένους
της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα·
κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος.
ΘΟ. Τί; Ποιά πνοή σ᾽ αυτό την έχει σπρώξει;
ΑΓΓ. Θα ξαφνιστείς: Να σώσει τον Ορέστη.
ΘΟ. Ποιόν Ορέστη; το γιο της Τυνδαρίδας;
1320ΑΓΓ. Ναι, που η θεά είχε δω για θύμα ορίσει.
ΘΟ. Θάμα! Πιο δυνατή πού νά ᾽βρω λέξη;
ΑΓΓ. Ο νους σου ας μην κολλήσει αυτού, μόνο άκου·
νιώσε το πράγμα, πρόσεξε, και σκέψου
με τί κυνήγι θα πιαστούν οι ξένοι.
ΘΟ. Σωστά· ναι, λέγε· έχουν μακρύ να κάμουν
δρόμο, και δεν ξεφεύγουν· θα τους πιάσω.