Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλῆς Μαινόμενος (763-814)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


χοροὶ χοροὶ [στρ. α]
καὶ θαλίαι μέλουσι Θή-
βας ἱερὸν κατ᾽ ἄστυ.
765μεταλλαγαὶ γὰρ δακρύων,
μεταλλαγαὶ συντυχίας
‹ › ἔτεκον ἀοιδάς.
βέβακ᾽ ἄναξ ὁ καινός, ὁ δὲ παλαίτερος
770κρατεῖ, λιμένα λιπών γε τὸν Ἀχερόντιον.
δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν ἐλπίς.

θεοὶ θεοὶ [ἀντ. α]
τῶν ἀδίκων μέλουσι καὶ
τῶν ὁσίων ἐπάιειν.
ὁ χρυσὸς ἅ τ᾽ εὐτυχία
775φρενῶν βροτοὺς ἐξάγεται
δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων.
†χρόνου γὰρ οὔτις ἔτλα τὸ πάλιν εἰσορᾶν†·
νόμον παρέμενος ἀνομίαι χάριν διδοὺς
780ἔθραυσεν ὄλβου κελαινὸν ἅρμα.

Ἰσμήν᾽ ὦ στεφαναφόρει [στρ. β]
ξεσταί θ᾽ ἑπταπύλου πόλεως
ἀναχορεύσατ᾽ ἀγυιαὶ
Δίρκα θ᾽ ἁ καλλιρρέεθρος,
785σύν τ᾽ Ἀσωπιάδες κόραι
πατρὸς ὕδωρ βᾶτε λιποῦσαι συναοιδοὶ
Νύμφαι τὸν Ἡρακλέους
καλλίνικον ἀγῶνα.
790Πυθίου δενδρῶτι πέτρα
Μουσᾶν θ᾽ Ἑλικωνίδων δώματα,
αὔξετ᾽ εὐγαθεῖ κελάδωι
ἐμὰν πόλιν, ἐμὰ τείχη,
σπαρτῶν ἵνα γένος ἐφάνθη,
795χαλκασπίδων λόχος, ὃς γᾶν
τέκνων τέκνοις μεταμείβει,
Θήβαις ἱερὸν φῶς.

ὦ λέκτρων δύο συγγενεῖς [ἀντ. β]
εὐναί, θνατογενοῦς τε καὶ
800Διός, ὃς ἦλθεν ἐς εὐνὰν
νύμφας τᾶς Περσηίδος· ὡς
πιστόν μοι τὸ παλαιὸν ἤ-
δη λέχος, ὦ Ζεῦ, σὸν ἐπ᾽ οὐκ ἐλπίδι φάνθη.
805λαμπρὰν δ᾽ ἔδειξ᾽ ὁ χρόνος
τὰν Ἡρακλέος ἀλκάν·
ὃς γᾶς ἐξέβας θαλάμων
Πλούτωνος δῶμα λιπὼν νέρτερον.
κρείσσων μοι τύραννος ἔφυς
810ἢ δυσγένει᾽ ἀνάκτων,
ἃ νῦν ἐσορῶντι φαίνει
ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων
ἅμιλλαν εἰ τὸ δίκαιον
θεοῖς ἔτ᾽ ἀρέσκει.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


Χοροί, χοροί και φαγοπότια
είναι φροντίδα της ιερής
πόλης τώρα των Θηβών.
Τι των δακρύων η αλλαγή
και η αλλαγή της τύχης
γεννήσανε τραγούδια.
Πάει ο καινούργιος βασιλιάς
κι ο παλιός έχει τη δύναμη,
770τον όχτο αφήνοντας του Αχέροντα.
Ήρθε αναπάντεχη η ελπίδα.

Οι θεοί, οι θεοί φροντίζαν πάντα
να ξέρουν άδικους και δίκιους.
Ω! το χρυσάφι κι η ευτυχία
των θνητών παίρνουνε τον νου,
σε άδικη σέρνοντάς τους δύναμη.
Και δεν βαστάει κανείς να βλέπει
του χρόνου τα γυρίσματα·
γιατί τον νόμον αψηφώντας
και χαριζόμενος στην ανομιά
780σπάζει της ευτυχίας το μαύρον άρμα.

Ω συ Ισμηνέ, στεφανοφόρεσε
και της εφτάπυλής μας πόλης
ρούγες καλόστρωτες, χορέψτε·
και Δίρκη καλορέματη
και του Ασωπού παρθένες νύμφες,
αφήνοντας το πατρικό
νερό, ελάτε συντρόφισσες
του τραγουδιού για τον καλλίνικο
αγώνα του Ηρακλή· και ω βράχε
790δεντροσκέπαστε του Απόλλωνα
και οικιές των Ελικωνιάδων
Μουσών, ελάτε με χαρούμενον
αχό στην πόλη και στα τείχη μας
όπου των σπαρμένων φάνηκε
ανθρώπων η γενιά, χαλκάσπιδων
λόχοι, που κληρονομά
από γενιά σε γενιά τη χώρα,
όντας ιερό της Θήβας φως.

Ω συ του κλιναριού συγκοίμισμα
διπλό, θνητού και του Διός,
800που ᾽ρθε και με τη νύφην έσμιξε,
του Περσέως την αγγονή,
πόσο η πίστη μου στο παλιό
κρεβάτι τούτο, ω Δία, φάνηκε
ανώτερη από την ελπίδα,
κι απόδειξε λαμπρήν ο χρόνος
του Ηρακλή τη δύναμη!
γιατί απ᾽ την κούφια γης εβγήκε,
του Πλούτωνα το βαθύ δώμ᾽ αφήνοντας.
Καλύτερος άρχοντας είσαι
810από τον βασιλιά μας, γεννημένον
δειλό, που τώρα δείχνει ότι έρχεται
να παραβγεί σε αγώνα
σπαθιών, αν στους θεούς το δίκιο
ακόμ᾽ αρέσει.