Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλῆς Μαινόμενος (442-496)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐσορῶ γὰρ τούσδε φθιμένων
ἔνδυτ᾽ ἔχοντας,
τοὺς τοῦ μεγάλου δή ποτε παῖδας
445τὸ πρὶν Ἡρακλέους, ἄλοχόν τε φίλην
†ὑπὸ σειραίοις ποσὶν† ἕλκουσαν
τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ᾽ Ἡρακλέους.
δύστηνος ἐγώ,
δακρύων ὡς οὐ δύναμαι κατέχειν
450γραίας ὄσσων ἔτι πηγάς.
ΜΕ. εἶἑν· τίς ἱερεύς, τίς σφαγεὺς τῶν δυσπότμων;
ἢ τῆς ταλαίνης τῆς ἐμῆς ψυχῆς φονεύς;
ἕτοιμ᾽ ἄγειν τὰ θύματ᾽ εἰς Ἅιδου τάδε.
ὦ τέκν᾽, ἀγόμεθα ζεῦγος οὐ καλὸν νεκρῶν,
455ὁμοῦ γέροντες καὶ νέοι καὶ μητέρες.
ὦ μοῖρα δυστάλαιν᾽ ἐμή τε καὶ τέκνων
τῶνδ᾽, οὓς πανύστατ᾽ ὄμμασιν προσδέρκομαι.
ἐτέκομεν ὑμᾶς, πολεμίοις δ᾽ ἐθρεψάμην
ὕβρισμα κἀπίχαρμα καὶ διαφθοράν.
φεῦ·
460ἦ πολύ γε δόξης ἐξέπεσον εὐέλπιδος,
ἣν πατρὸς ὑμῶν ἐκ λόγων ποτ᾽ ἤλπισα.
σοὶ μὲν γὰρ Ἄργος ἔνεμ᾽ ὁ κατθανὼν πατήρ,
Εὐρυσθέως δ᾽ ἔμελλες οἰκήσειν δόμους
τῆς καλλικάρπου κράτος ἔχων Πελασγίας,
465στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῶι κάραι
λέοντος, ἧιπερ αὐτὸς ἐξωπλίζετο.
σὺ δ᾽ ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ
ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς κεκτημένος,
ὡς ἐξέπειθες τὸν κατασπείραντά σε,
470ἐς δεξιάν τε σὴν ἀλεξητήριον
ξύλον καθίει δαίδαλον, ψευδῆ δόσιν.
σοὶ δ᾽ ἣν ἔπερσε τοῖς ἑκηβόλοις ποτὲ
τόξοισι δώσειν Οἰχαλίαν ὑπέσχετο.
τρεῖς δ᾽ ὄντας ‹ὑμᾶς› τριπτύχοις τυραννίσιν
475πατὴρ ἐπύργου, μέγα φρονῶν εὐανδρίαι.
ἐγὼ δὲ νύμφας ἠκροθινιαζόμην
κήδη συνάψουσ᾽ ἔκ τ᾽ Ἀθηναίων χθονὸς
Σπάρτης τε Θηβῶν θ᾽, ὡς ἀνημμένοι κάλωις
πρυμνησίοισι βίον ἔχοιτ᾽ εὐδαίμονα.
480καὶ ταῦτα φροῦδα· μεταβαλοῦσα δ᾽ ἡ τύχη
νύμφας μὲν ὑμῖν Κῆρας ἀντέδωκ᾽ ἔχειν,
ἐμοὶ δὲ δάκρυα λουτρὰ δυστήνωι φέρειν.
πατὴρ δὲ πατρὸς ἑστιᾶι γάμους ὅδε,
Ἅιδην νομίζων πενθερόν, κῆδος πικρόν.
485ὤμοι, τίν᾽ ὑμῶν πρῶτον ἢ τίν᾽ ὕστατον
πρὸς στέρνα θῶμαι; τῶι προσαρμόσω στόμα;
τίνος λάβωμαι; πῶς ἂν ὡς ξουθόπτερος
μέλισσα συνενέγκαιμ᾽ ἂν ἐκ πάντων γόους,
ἐς ἓν δ᾽ ἐνεγκοῦσ᾽ ἀθρόον ἀποδοίην δάκρυ;
490ὦ φίλτατ᾽, εἴ τις φθόγγος εἰσακούεται
θνητῶν παρ᾽ Ἅιδηι, σοὶ τάδ᾽, Ἡράκλεις, λέγω·
θνήισκει πατὴρ σὸς καὶ τέκν᾽, ὄλλυμαι δ᾽ ἐγώ,
ἣ πρὶν μακαρία διὰ σ᾽ ἐκληιζόμην βροτοῖς.
ἄρηξον, ἐλθέ· καὶ σκιὰ φάνηθί μοι.
495ἅλις γὰρ ἐλθὼν κἂν ὄναρ γένοιο σύ·
κακοὶ γάρ εἰσιν οἳ τέκνα κτείνουσι σά.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡ. Αλλά νά! βλέπω πεθαμένων
στολή τα τέκνα του Ηρακλή,
του πριν μεγάλου, να ᾽χουνε
και την αγαπητή γυναίκα του
να σέρνει τα πάνω στα πόδια τους
και πίσω τον γέρο πατέρα του.
Δυστυχισμένος, που δεν ημπορώ
πια να κρατήσω τις δακρυοπηγές
450των γέρικων ματιών μου.
ΜΕΓ. Ποιός είν᾽ ιερέας και ποιός των δύστυχων παιδιών μου
σφάχτης ή ποιός φονιάς της μαύρης ζωής μου εμένα;
τα θύματ᾽ αυτά είν᾽ έτοιμα να παν στον Άδη.
Ω τέκνα μου, μας οδηγούν κακό ζευγάρι
νεκρών όλους μαζί, νιους, γέρους και μανάδες.
Ω βαριά δική μου μοίρα και των παιδιών μου,
που με τα μάτια μου στερνή φορά τα βλέπω.
Σας γέννησα κι ανάθρεψα για τους εχθρούς μας
περιφρόνηση, χαρά και θάνατ᾽, ωιμένα!
460Πολύ μου απάτησαν τη γνώμη μου οι ελπίδες
που από τα λόγια του πατέρα σας επήρα.
Σ᾽ εσένα το Άργος έδινεν ο αποθαμένος
και στου Ευρυσθέα θα κατοικούσες τα παλάτια,
άρχοντας της καλόκαρπης Πελασγίας χώρας,
και για στολή του λιονταριού έβαζε το δέρμα
στην κεφαλή σου, που ο ίδιος μ᾽ αυτό αρματωνόταν.
Συ των φιλάρματων Θηβών βασιλιάς ήσουν,
τους κάμπους παίρνοντας, την προίκα τη δική μου,
όπως συχνά κατάφερνές μου τον πατέρα·
470και στο δεξί σου, ωιμέ, το ξόανο του Δαιδάλου,
που διώχνει τα κακά, έβαζε αγένωτο δώρο.
Σ᾽ εσένα πάλ᾽ υπόσχονταν πως θενα δώσει
την Οιχαλία, που την επήρε με τα τόξα.
Κι έτσι τους τρεις εσάς με τριών ειδών βασίλεια
σας φόρτωνε, περήφανος για την αντρειά του·
κι εγώ για σας καλές εδιάλεγα νυφάδες,
για να συμπεθεριάσω και με την Αθήνα
και με τη Σπάρτη και τη Θήβα, να᾽ χετ᾽ έτσι
καλά αραγμένη την καλότυχη ζωή σας.
480Κι αυτά ήσαν μάταια· γιατί αλλάζοντας η τύχη
νύφες σάς έδωκε τις Μοίρες του θανάτου
και στην κακόσκεφτην εμέ λουτρά δακρύων.
Και του πατέρα σας γλεντάει τώρα ο πατέρας
τους γάμους σας, κάμνοντας πεθερό τον Άδη.
Ωιμέ, ποιόν πρώτον ή στερνό να σφίξω απάνω
στο στήθος; και σε ποιόν το στόμα να κολλήσω;
από ποιόνε να πιαστώ, και σαν το μελίσσι
το ξανθόφτερο να μάσω γογγυτά απ᾽ όλους
και σμίγοντάς τα μαζικό κλάμα να βγάλω;
490Ω αγαπημένε μου, αν κανείς ακούεται λόγος
ανθρώπινος στον Άδη, για σένα τα λέγω·
αποθνήσκει ο πατέρας σου και τα παιδιά σου
κι εγώ, που οι άνθρωποι για σε με μακαρίζαν.
Βόηθησε κι έλα, φανερώσου μας σαν ίσκιος·
ερχάμενος καλή θα μας γενείς βοήθεια·
γιατί δειλοί ᾽ναι οι που τα τέκνα σου σκοτώνουν.