Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑκάβη (299-333)


ΟΔ. Ἑκάβη, διδάσκου, μηδὲ τῷ θυμουμένῳ
300τὸν εὖ λέγοντα δυσμενῆ ποιοῦ φρενί.
ἐγὼ τὸ μὲν σὸν σῶμ᾽ ὑφ᾽ οὗπερ εὐτύχουν
σῴζειν ἕτοιμός εἰμι κοὐκ ἄλλως λέγω·
ἃ δ᾽ εἶπον εἰς ἅπαντας οὐκ ἀρνήσομαι,
Τροίας ἁλούσης ἀνδρὶ τῷ πρώτῳ στρατοῦ
305σὴν παῖδα δοῦναι σφάγιον ἐξαιτουμένῳ.
ἐν τῷδε γὰρ κάμνουσιν αἱ πολλαὶ πόλεις,
ὅταν τις ἐσθλὸς καὶ πρόθυμος ὢν ἀνὴρ
μηδὲν φέρηται τῶν κακιόνων πλέον.
ἡμῖν δ᾽ Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς, γύναι,
310θανὼν ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος κάλλιστ᾽ ἀνήρ.
οὔκουν τόδ᾽ αἰσχρόν, εἰ βλέποντι μὲν φίλῳ
χρώμεσθ᾽, ἐπεὶ δ᾽ ὄλωλε μὴ χρώμεσθ᾽ ἔτι;
εἶεν· τί δῆτ᾽ ἐρεῖ τις, ἤν τις αὖ φανῇ
στρατοῦ τ᾽ ἄθροισις πολεμίων τ᾽ ἀγωνία;
315πότερα μαχούμεθ᾽ ἢ φιλοψυχήσομεν,
τὸν κατθανόνθ᾽ ὁρῶντες οὐ τιμώμενον;
καὶ μὴν ἔμοιγε ζῶντι μέν, καθ᾽ ἡμέραν
κεἰ σμίκρ᾽ ἔχοιμι, πάντ᾽ ἂν ἀρκούντως ἔχοι·
τύμβον δὲ βουλοίμην ἂν ἀξιούμενον
320τὸν ἐμὸν ὁρᾶσθαι· διὰ μακροῦ γὰρ ἡ χάρις.
εἰ δ᾽ οἰκτρὰ πάσχειν φῄς, τάδ᾽ ἀντάκουέ μου·
εἰσὶν παρ᾽ ἡμῖν οὐδὲν ἧσσον ἄθλιαι
γραῖαι γυναῖκες ἠδὲ πρεσβῦται σέθεν,
νύμφαι τ᾽ ἀρίστων νυμφίων τητώμεναι,
325ὧν ἥδε κεύθει σώματ᾽ Ἰδαία κόνις.
τόλμα τάδ᾽. ἡμεῖς δ᾽, εἰ κακῶς νομίζομεν
τιμᾶν τὸν ἐσθλόν, ἀμαθίαν ὀφλήσομεν·
οἱ βάρβαροι δὲ μήτε τοὺς φίλους φίλους
ἡγεῖσθε, μήτε τοὺς καλῶς τεθνηκότας
330θαυμάζεθ᾽, ὡς ἂν ἡ μὲν Ἑλλὰς εὐτυχῇ,
ὑμεῖς δ᾽ ἔχηθ᾽ ὅμοια τοῖς βουλεύμασιν.
ΧΟ. αἰαῖ· τὸ δοῦλον ὡς κακὸν πέφυκ᾽ ἀεὶ
τολμᾷ θ᾽ ἃ μὴ χρή, τῇ βίᾳ νικώμενον.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εκάβη, λογικέψου· μη σε παρασέρνει
ο θυμός και θαρρείς εχθρό σου εκείνον
300που γνωστικά σου μιλάει. Εσένα,
προσωπικά, που μ᾽ ευεργέτησες,
θα σε γλιτώσω ευχαρίστως· και δεν λέω κουβέντες.
Όμως εκείνα που είπα μπροστά σ᾽ όλους,
δεν τ᾽ αρνιέμαι: τώρα που πάρθηκε η Τροία,
να δώσουμε την κόρη σου θυσία
στον πρώτο του στρατού μας, μια και το γυρεύει.
Να ξέρεις κάτι: οι πιο πολλές πολιτείες υποφέρουν
από μια τέτοια αιτία: όταν υπάρχουν, δηλαδή,
γενναίοι και πρόθυμοι άντρες,
που ωστόσο δεν απολαβαίνουν πιότερα
από τους παρακατιανούς. Ο Αχιλλέας, κυρά μου,
για μας, αξίζει όποια τιμή, αφού βρήκε
310τον ενδοξότερο θάνατο για την Ελλάδα.
Δεν θα ᾽τανε, λοιπόν, ντροπή να τον νιώθουμε φίλο
όταν έχει τα μάτια του ανοιχτά,
κι όταν τα κλείσει να τον καταφρονούμε;
Έστω πως γίνεται κι αυτό. Μα τί θα πούμε,
αν έρθει πάλι σύναξη στρατού και πόλεμος;
Θα αγωνιστούμε, ή τη ζωή μας θα φυλάξουμε
βλέποντας πως ο σκοτωμένος δεν τιμήθηκε;
Εγώ τουλάχιστον, κι αν είναι λιγοστά
αυτά που απολαβαίνω στη ζωή μου,
θα ᾽λεγα πως μου φτάνουνε· μα ο τάφος μου
θα ᾽θελα να φαντάζει τιμημένος·
320είναι μια χάρη που τραβάει σε μάκρος.
Κι αν πιστεύεις πως φοβερά είναι τα πάθη σου,
άκουσε τί θα σου πω:
Υπάρχουνε σ᾽ εμάς γριές και γέροι
που πιο πολύ από σένα δυστυχούνε
και νιες που εστερηθήκαν τ᾽ άξια ταίρια τους,
θαμμένα κάτω από τα χώματα της Ίδης.
Υπομόνευε. Κι αν η δική μας συνήθεια,
τους γενναίους να τιμούμε, είναι κακή,
πέστε μας άξεστους· μα εσείς οι βάρβαροι,
ούτε τους φίλους λογαριάζετε για φίλους
ούτε θαυμάζετε όσους πέσανε με δόξα.
330Γι᾽ αυτό η Ελλάδα θα ευτυχεί, κι όσο για σας,
έτσι που σκέφτεστε, προκοπή δεν θα δείτε.
ΧΟΡΟΣ
Ω, τί κακό να ᾽ναι κανένας σκλάβος
και να τραβάει όσα δεν πρέπει, στενεμένος
απ᾽ την ανάγκη.