Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑκάβη (1187-1239)


ΕΚ. Ἀγάμεμνον, ἀνθρώποισιν οὐκ ἐχρῆν ποτε
τῶν πραγμάτων τὴν γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον·
ἀλλ᾽, εἴτε χρήστ᾽ ἔδρασε, χρήστ᾽ ἔδει λέγειν,
1190εἴτ᾽ αὖ πονηρά, τοὺς λόγους εἶναι σαθρούς,
καὶ μὴ δύνασθαι τἄδικ᾽ εὖ λέγειν ποτέ.
σοφοὶ μὲν οὖν εἰσ᾽ οἱ τάδ᾽ ἠκριβωκότες,
ἀλλ᾽ οὐ δύνανται διὰ τέλους εἶναι σοφοί,
κακῶς δ᾽ ἀπώλοντ᾽· οὔτις ἐξήλυξέ πω.
1195καί μοι τὸ μὲν σὸν ὧδε φροιμίοις ἔχει·
πρὸς τόνδε δ᾽ εἶμι καὶ λόγοις ἀμείψομαι·
ὃς φῂς Ἀχαιῶν πόνον ἀπαλλάσσων διπλοῦν
Ἀγαμέμνονός θ᾽ ἕκατι παῖδ᾽ ἐμὸν κτανεῖν.
ἀλλ᾽, ὦ κάκιστε, πρῶτον οὔποτ᾽ ἂν φίλον
1200τὸ βάρβαρον γένοιτ᾽ ἂν Ἕλλησιν γένος
οὐδ᾽ ἂν δύναιτο. τίνα δὲ καὶ σπεύδων χάριν
πρόθυμος ἦσθα; πότερα κηδεύσων τινὰ
ἢ συγγενὴς ὤν, ἢ τίν᾽ αἰτίαν ἔχων;
ἢ σῆς ἔμελλον γῆς τεμεῖν βλαστήματα
1205πλεύσαντες αὖθις; τίνα δοκεῖς πείσειν τάδε;
ὁ χρυσός, εἰ βούλοιο τἀληθῆ λέγειν,
ἔκτεινε τὸν ἐμὸν παῖδα καὶ κέρδη τὰ σά.
ἐπεὶ δίδαξον τοῦτο· πῶς, ὅτ᾽ εὐτύχει
Τροία, πέριξ δὲ πύργος εἶχ᾽ ἔτι πτόλιν,
1210ἔζη τε Πρίαμος Ἕκτορός τ᾽ ἤνθει δόρυ,
τί δ᾽ οὐ τότ᾽, εἴπερ τῷδ᾽ ἐβουλήθης χάριν
θέσθαι, τρέφων τὸν παῖδα κἀν δόμοις ἔχων
ἔκτεινας ἢ ζῶντ᾽ ἦλθες Ἀργείοις ἄγων;
ἀλλ᾽ ἡνίχ᾽ ἡμεῖς οὐκέτ᾽ ἐσμὲν ἐν φάει,
1215καπνῷ δ᾽ ἐσήμην᾽ ἄστυ, πολεμίων ὕπο,
ξένον κατέκτας σὴν μολόντ᾽ ἐφ᾽ ἑστίαν.
πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φανῇς κακός.
χρῆν σ᾽, εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν φίλος,
τὸν χρυσόν, ὃν φῂς οὐ σὸν ἀλλὰ τοῦδ᾽ ἔχειν,
1220δοῦναι φέροντα πενομένοις τε καὶ χρόνον
πολὺν πατρῴας γῆς ἀπεξενωμένοις·
σὺ δ᾽ οὐδὲ νῦν πω σῆς ἀπαλλάξαι χερὸς
τολμᾷς, ἔχων δὲ καρτερεῖς ἔτ᾽ ἐν δόμοις.
καὶ μὴν τρέφων μὲν ὥς σε παῖδ᾽ ἐχρῆν τρέφειν
1225σώσας τε τὸν ἐμόν, εἶχες ἂν καλὸν κλέος·
ἐν τοῖς κακοῖς γὰρ ἁγαθοὶ σαφέστατοι
φίλοι· τὰ χρηστὰ δ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστ᾽ ἔχει φίλους.
εἰ δ᾽ ἐσπάνιζες χρημάτων, ὁ δ᾽ εὐτύχει,
θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ᾽ οὑμὸς μέγας·
1230νῦν δ᾽ οὔτ᾽ ἐκεῖνον ἄνδρ᾽ ἔχεις σαυτῷ φίλον
χρυσοῦ τ᾽ ὄνησις οἴχεται παῖδές τε σοί,
αὐτός τε πράσσεις ὧδε. σοὶ δ᾽ ἐγὼ λέγω,
Ἀγάμεμνον, εἰ τῷδ᾽ ἀρκέσεις, κακὸς φανῇ·
οὔτ᾽ εὐσεβῆ γὰρ οὔτε πιστὸν οἷς ἐχρῆν,
1235οὐχ ὅσιον, οὐ δίκαιον εὖ δράσεις ξένον·
αὐτὸν δὲ χαίρειν τοῖς κακοῖς σε φήσομεν
τοιοῦτον ὄντα· δεσπότας δ᾽ οὐ λοιδορῶ.
ΧΟ. φεῦ φεῦ· βροτοῖσιν ὡς τὰ χρηστὰ πράγματα
χρηστῶν ἀφορμὰς ἐνδίδωσ᾽ ἀεὶ λόγων.


ΕΚΑΒΗ
Ποτέ, Αγαμέμνονα, δεν θα ᾽πρεπε τα λόγια
να ᾽χουνε πέραση απ᾽ τα έργα πιο μεγάλη.
Αν έπραξε κανείς καλά, καλά να μας τα λέει,
1190κι αν πονηρά, τα λόγια του να μην μπορούν
την αδικία να ομορφύνουν. Έξυπνοι
είναι όσοι βρήκαν τέτοιους τρόπους, όμως
η εξυπνάδα τους για πάντα δεν κρατάει
κι έχουν άσκημο τέλος· κανένας
δεν γλίτωσε ως τα σήμερα. Ό,τι θα ᾽θελα
να πω σε σένα πρώτα πρώτα, το είπα·
τώρα έρχομαι σ᾽ αυτόν και του αποκρίνομαι:
(Στον Πολυμήστορα.)
Είπες πως το παιδί μου σκότωσες για χάρη
του Αγαμέμνονα και για να γλιτώσεις
τους Αχαιούς από άλλες περιπέτειες.
Μα, κακούργε, των Ελλήνων το γένος
1200με βαρβάρους ποτέ δεν φιλιώνει· δεν το ᾽ξερες
πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται; Μήπως
έδειξες τόση προθυμιά για να πετύχεις
κάποιο καλό; συγγενής ήσουν,
παντρολογήματα ζητούσες, ποιά η αιτία;
Μήπως το άλλο;
Πως θα ρημάζαν τα σπαρτά σου οι Έλληνες
αν ξαναστέλνανε καράβια κατά δώθε;
Και θαρρείς
πως θα τα πιστέψει κανείς όλα τούτα;
Το χρυσάφι, αν θες να πεις την αλήθεια,
σκότωσε το παιδί μου, και το κέρδος
που καρτερούσες. Διαφορετικά,
εξήγησέ μου αυτό: πώς όταν
η Τροία καλοτυχούσε
και γύρω την προστάτευαν τα κάστρα
1210και ζούσε ο Πρίαμος και του Έκτορα το δόρυ
χτυπούσε ακόμα, πώς δεν σκέφτηκες τότε,
για χάρη του Αγαμέμνονα,
το παιδί να σκοτώσεις, που κρατούσες
στο σπίτι σου κι έτρεφες,
ή ζωντανό να το φέρεις στους Έλληνες;
Μα όταν εμείς απ᾽ τους εχθρούς αφανιστήκαμε,
όπως σου το ᾽δειξε ο καπνός πάνω απ᾽ την πόλη,
τότε, τον ξένο σκότωσες που γύρεψε
στο σπιτικό σου μια γωνιά. Κι ακόμα κάτι
που δείχνει φανερά πόσο είσαι φαύλος.
Αν ένιωθες φιλία για τους Αχαιούς,
το χρήμα, που δεν ήτανε δικό σου,
μα του νεκρού, καθώς ο ίδιος παραδέχτηκες,
θα ᾽πρεπε να το φέρεις να το παραδώσεις
1220σ᾽ αυτούς που το χρειαζόντανε,
που χρόνια παραδέρνανε σε ξένους τόπους.
Μα εσένα ουδέ και τώρα δεν το λέει η καρδιά σου
να το αποχωριστείς.
Κι ακόμα το κρατάς στο σπίτι σου κρυμμένο.
Κι όμως, αν εμεγάλωνες τον γιο μου,
όπως ήταν το χρέος σου, και τον νοιαζόσουν,
η φήμη σου θα ᾽ταν λαμπρή· γιατί στις συμφορές
φαίνονται οι φίλοι αν πράγματι είναι φίλοι.
Αν σου ᾽ρχονται όλα ευνοϊκά, φίλοι δεν λείπουν.
Κι αν από χρήματα είχες ανάγκη και καλοτυχούσε
ο γιος μου, θα ᾽τανε για σένα θησαυρός μεγάλος.
1230Τώρα, ούτ᾽ εκείνον έχεις φίλο, και το κέρδος
απ᾽ το χρυσάφι χάθηκε, χαθήκαν
και τα παιδιά σου
κι ο ίδιος εσύ στη δυστυχία έχεις βουλιάξει.
Και σε σένα, Αγαμέμνονα, λέω τούτα:
αν βοηθήσεις αυτόν από δω, κακός
θα φανείς· γιατί θα ευεργετήσεις
άνθρωπον άσεβο, άπιστο, ανόσιο,
που το δίκιο δεν αγαπά·
και για σένα τον ίδιο θα πούμε
πως τους κακούς συμπαθάς. Μα τον αφέντη
δεν θέλω να κατηγορήσω.
ΧΟΡΟΣ
Έτσι είναι· τα καλά φερσίματα
δίνουνε πάντα στους ανθρώπους αφορμή
για καλά λόγια.