Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (1123-1163)


ΑΔ. ὦ θεοί, τί λέξω —θαῦμ᾽ ἀνέλπιστον τόδε—
γυναῖκα λεύσσων τήνδ᾽; — ἐμὴν ἐτητύμως;
1125ἢ κέρτομός με θεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά;
ΗΡ. οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τήνδ᾽ ὁρᾷς δάμαρτα σήν.
ΑΔ. ὅρα γε μή τι φάσμα νερτέρων τόδ᾽ ᾖ.
ΗΡ. οὐ ψυχαγωγὸν τόνδ᾽ ἐποιήσω ξένον.
ΑΔ. ἀλλ᾽ ἣν ἔθαπτον εἰσορῶ δάμαρτ᾽ ἐμήν;
1130ΗΡ. σάφ᾽ ἴσθ᾽. ἀπιστεῖν δ᾽ οὔ σε θαυμάζω τύχην.
ΑΔ. θίγω, προσείπω ζῶσαν ὡς δάμαρτ᾽ ἐμήν;
ΗΡ. πρόσειπ᾽. ἔχεις γὰρ πᾶν ὅσονπερ ἤθελες.
ΑΔ. ὦ φιλτάτης γυναικὸς ὄμμα καὶ δέμας,
ἔχω σ᾽ ἀέλπτως, οὔποτ᾽ ὄψεσθαι δοκῶν.
1135ΗΡ. ἔχεις· φθόνος δὲ μὴ γένοιτό τις θεῶν.
ΑΔ. ὦ τοῦ μεγίστου Ζηνὸς εὐγενὲς τέκνον,
εὐδαιμονοίης, καί σ᾽ ὁ φιτύσας πατὴρ
σῴζοι· σὺ γὰρ δὴ τἄμ᾽ ἀνώρθωσας μόνος.
πῶς τήνδ᾽ ἔπεμψας νέρθεν εἰς φάος τόδε;
1140ΗΡ. μάχην συνάψας δαιμόνων τῷ κυρίῳ.
ΑΔ. ποῦ τόνδε Θανάτῳ φῂς ἀγῶνα συμβαλεῖν;
ΗΡ. τύμβον παρ᾽ αὐτὸν ἐκ λόχου μάρψας χεροῖν.
ΑΔ. τί γάρ ποθ᾽ ἥδ᾽ ἄναυδος ἕστηκεν γυνή;
ΗΡ. οὔπω θέμις σοι τῆσδε προσφωνημάτων
1145κλύειν, πρὶν ἂν θεοῖσι τοῖσι νερτέροις
ἀφαγνίσηται καὶ τρίτον μόλῃ φάος.
ἀλλ᾽ εἴσαγ᾽ εἴσω τήνδε· καὶ δίκαιος ὢν
τὸ λοιπόν, Ἄδμητ᾽, εὐσέβει περὶ ξένους.
καὶ χαῖρ᾽· ἐγὼ δὲ τὸν προκείμενον πόνον
1150Σθενέλου τυράννῳ παιδὶ πορσυνῶ μολών.
ΑΔ. μεῖνον παρ᾽ ἡμῖν καὶ συνέστιος γενοῦ.
ΗΡ. αὖθις τόδ᾽ ἔσται, νῦν δ᾽ ἐπείγεσθαί με δεῖ.
ΑΔ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης, νόστιμον δ᾽ ἔλθοις †δόμον.†
ἀστοῖς δὲ πάσῃ τ᾽ ἐννέπω τετραρχίᾳ,
1155χοροὺς ἐπ᾽ ἐσθλαῖς συμφοραῖσιν ἱστάναι
βωμούς τε κνισᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς.
νῦν γὰρ μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον
τοῦ πρόσθεν· οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι.

ΧΟ. πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων,
1160πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·
καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη,
τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός.
1163τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.


ΑΔΜ. Θεοί! Τί θάμα ανέλπιστο είναι τούτο!
Την Άλκηστή μου βλέπω, αλήθεια, ή πλάνα
θεϊκή χαρά το νου μου αναγελάει;
ΗΡΑ. Όχι· πλάνη καμιά· η γυναίκα σου είναι.
ΑΔΜ. Τήρα μην είναι φάντασμα απ᾽ τον Άδη.
ΗΡΑ. Δεν έχεις φίλο που ψυχές ξορκίζει.
ΑΔΜ. Ώστε είναι η ίδια που έβαλα στον τάφο;
1130ΗΡΑ. Δεν απορώ που δυσπιστείς· είν᾽ η ίδια.
ΑΔΜ. Μπορώ να της μιλώ, να την αγγίζω
σα ζωντανή; ΗΡΑ. Ναι· ό,τι ποθούσες το έχεις.
ΑΔΜ., αγκαλιάζοντας την Άλκηστη.
Ω πρόσωπο, ω κορμί της λατρευτής μου,
σας κρατώ, που δεν το ᾽λπιζα ποτέ μου.
ΗΡΑ. Ναι, και μακριά σας των θεών ο φθόνος.
ΑΔΜ. Γιε ευγενικέ του ύψιστου Δία, εκείνος
να σε φυλάει, και να ᾽σαι ευτυχισμένος·
μου αναστυλώνεις τη ζωή, εσύ μόνος.
Μα πώς στο φως την έφερες και πάλι;
ΗΡΑ. Πάλεψα με το Θάνατο, που ορίζει
1140τους πεθαμένους. ΑΔΜ. Πού έκαμες τη μάχη;
ΗΡΑ. Στον τάφο πλάι· κρυμμένος, καρτερούσα.
ΑΔΜ. Αμίλητη όμως στέκει· ποιός ο λόγος;
ΗΡΑ. Δε γίνεται ν᾽ ακούσεις τη λαλιά της,
την τρίτη μέρα πριν να φέρει ο ήλιος,
και, αφού ήταν στους θεούς του κάτω κόσμου
ταμένη, ν᾽ αγνιστεί απ᾽ αυτό. Έλα πάρ᾽ τη
σπίτι· και έτσι, όπως είσαι δίκαιος, πάντα
ευλαβικά να φέρνεσαι στους ξένους.
Τώρα, Άδμητε, έχε γεια· εγώ πάω να κάμω
τον άθλο που ο Τιρύνθιος βασιλιάς
1150μου ᾽χει αναθέσει. ΑΔΜ. Μείνε εδώ κοντά μας·
το παλάτι μου θα ᾽ναι και δικό σου.
ΗΡΑ. Άλλη φορά· τώρα είναι βία να φύγω.
Φεύγει.
ΑΔΜ. Με το καλό να πας και να γυρίσεις.
Στους ακολούθους του και στο Χορό.
Στην τετραρχία προστάζω και στην πόλη
χορούς γι᾽ αυτή την ευτυχία να στήσουν,
κι όλους μας τους βωμούς να ζώσει η κνίσα
από θυσίες βοδιών ευχαριστήριες.
Καλύτερη ζωή για μας αρχίζει·
είδα τύχη καλή και δεν τ᾽ αρνιέμαι.
Μπαίνει στο παλάτι κρατώντας την Άλκηστη.

ΧΟΡ. Πλήθος παίρνουν μορφές τα θεϊκά,
1160και πολλά κι απρομάντευτα φέρνουν σε τέρμα οι θεοί·
ό,τι πρόσμενες μένει ανεκτέλεστο, ενώ
στο αναπάντεχο δίνει μια λύση ο θεός.
Έτσι τέλειωσε τώρα κι αυτή μας εδώ η ιστορία.