Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (21.1-21.12)


[21.1] Ἀτὰρ ἐννοῶ γε, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ὡς εὖ τῇ ὑποθέσει ὅλον τὸν λόγον βοηθοῦντα παρέσχησαι· ὑπέθου γὰρ τὴν γεωργικὴν τέχνην πασῶν εἶναι εὐμαθεστάτην, καὶ νῦν ἐγὼ ἐκ πάντων ὧν εἴρηκας τοῦθ᾽ οὕτως ἔχειν παντάπασιν ὑπὸ σοῦ ἀναπέπεισμαι.
[21.2] Νὴ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἀλλὰ τόδε τοι, ὦ Σώκρατες, τὸ πάσαις κοινὸν ταῖς πράξεσι καὶ γεωργικῇ καὶ πολιτικῇ καὶ οἰκονομικῇ καὶ πολεμικῇ τὸ ἀρχικὸν εἶναι, τοῦτο δὴ συνομολογῶ σοὶ ἐγὼ πολὺ διαφέρειν γνώμῃ τοὺς ἑτέρους τῶν ἑτέρων· [21.3] οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι, καὶ δέῃ περᾶν ἡμερινοὺς πλοῦς ἐλαύνοντας, οἱ μὲν τῶν κελευστῶν δύνανται τοιαῦτα λέγειν καὶ ποιεῖν ὥστε ἀκονᾶν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τὸ ἐθελοντὰς πονεῖν, οἱ δὲ οὕτως ἀγνώμονές εἰσιν ὥστε πλέον ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ τὸν αὐτὸν ἁνύτουσι πλοῦν. καὶ οἱ μὲν ἱδροῦντες καὶ ἐπαινοῦντες ἀλλήλους, ὅ τε κελεύων καὶ οἱ πειθόμενοι, ἐκβαίνουσιν, οἱ δὲ ἀνιδρωτὶ ἥκουσι, μισοῦντες τὸν ἐπιστάτην καὶ μισούμενοι. [21.4] καὶ τῶν στρατηγῶν ταύτῃ διαφέρουσιν, ἔφη, οἱ ἕτεροι τῶν ἑτέρων· οἱ μὲν γὰρ οὔτε πονεῖν ἐθέλοντας οὔτε κινδυνεύειν παρέχονται, πείθεσθαί τε οὐκ ἀξιοῦντας οὐδ᾽ ἐθέλοντας ὅσον ἂν μὴ ἀνάγκη ᾖ, ἀλλὰ καὶ μεγαλυνομένους ἐπὶ τῷ ἐναντιοῦσθαι τῷ ἄρχοντι· οἱ δὲ αὐτοὶ οὗτοι οὐδ᾽ αἰσχύνεσθαι ἐπισταμένους παρέχουσιν, ἄν τι τῶν αἰσχρῶν συμβαίνῃ. [21.5] οἱ δ᾽ αὖ θεῖοι καὶ ἀγαθοὶ καὶ ἐπιστήμονες ἄρχοντες τοὺς αὐτοὺς τούτους, πολλάκις δὲ καὶ ἄλλους παραλαμβάνοντες, αἰσχυνομένους τε ἔχουσιν αἰσχρόν τι ποιεῖν καὶ πείθεσθαι οἰομένους βέλτιον εἶναι, καὶ ἀγαλλομένους τῷ πείθεσθαι ἕνα ἕκαστον καὶ σύμπαντας, πονεῖν ὅταν δεήσῃ, οὐκ ἀθύμως πονοῦντας. [21.6] ἀλλ᾽ ὥσπερ ἰδιώταις ἔστιν οἷς ἐγγίγνεται φιλοπονία τις, οὕτω καὶ ὅλῳ τῷ στρατεύματι ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν ἀρχόντων ἐγγίγνεται καὶ τὸ φιλοπονεῖν καὶ τὸ φιλοτιμεῖσθαι ὀφθῆναι καλόν τι ποιοῦντας ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος. [21.7] πρὸς ὅντινα δ᾽ ἂν ἄρχοντα διατεθῶσιν οὕτως οἱ ἑπόμενοι, οὗτοι δὴ ἐρρωμένοι γε ἄρχοντες γίγνονται, οὐ μὰ Δί᾽ οὐχ οἳ ἂν αὐτῶν ἄριστα τὸ σῶμα τῶν στρατιωτῶν ἔχωσι καὶ ἀκοντίζωσι καὶ τοξεύωσιν ἄριστα καὶ ἵππον ἄριστον ἔχοντες ὡς ἱππικώτατα ἢ πελταστικώτατα προκινδυνεύωσιν, ἀλλ᾽ οἳ ἂν δύνωνται ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι καὶ διὰ πυρὸς καὶ διὰ παντὸς κινδύνου. [21.8] τούτους δὴ δικαίως ἄν τις καλοίη μεγαλογνώμονας, ᾧ ἂν ταῦτα γιγνώσκοντες πολλοὶ ἕπωνται, καὶ μεγάλῃ χειρὶ εἰκότως οὗτος λέγοιτο πορεύεσθαι οὗ ἂν τῇ γνώμῃ πολλαὶ χεῖρες ὑπηρετεῖν ἐθέλωσι, καὶ μέγας τῷ ὄντι οὗτος ἁνὴρ ὃς ἂν μεγάλα δύνηται γνώμῃ διαπράξασθαι μᾶλλον ἢ ῥώμῃ. [21.9] οὕτω δὲ καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις ἔργοις, ἄν τε ἐπίτροπος ᾖ ὁ ἐφεστηκὼς ἄν τε καὶ ἐπιστάτης, ὃς ἂν δύνηται προθύμους καὶ ἐντεταμένους παρέχεσθαι εἰς τὸ ἔργον καὶ συνεχεῖς, οὗτοι δὴ οἱ ἁνύτοντές εἰσιν ἐπὶ τἀγαθὰ καὶ πολλὴν τὴν περιουσίαν ποιοῦντες. [21.10] τοῦ δὲ δεσπότου ἐπιφανέντος, ὦ Σώκρατες, ἔφη, ἐπὶ τὸ ἔργον, ὅστις δύναται καὶ μέγιστα βλάψαι τὸν κακὸν τῶν ἐργατῶν καὶ μέγιστα τιμῆσαι τὸν πρόθυμον, εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται, ἐγὼ μὲν αὐτὸν οὐκ ἂν ἀγαίμην, ἀλλ᾽ ὃν ἂν ἰδόντες κινηθῶσι καὶ μένος ἑκάστῳ ἐμπέσῃ τῶν ἐργατῶν καὶ φιλονικία πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία κρατιστεῦσαι ἑκάστῳ, τοῦτον ἐγὼ φαίην ἂν ἔχειν τι ἤθους βασιλικοῦ. [21.11] καὶ ἔστι τοῦτο μέγιστον, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἐν παντὶ ἔργῳ ὅπου τι δι᾽ ἀνθρώπων πράττεται, καὶ ἐν γεωργίᾳ δέ. οὐ μέντοι μὰ Δία τοῦτό γε ἔτι ἐγὼ λέγω ἰδόντα μαθεῖν εἶναι, οὐδ᾽ ἅπαξ ἀκούσαντα, ἀλλὰ καὶ παιδείας δεῖν φημι τῷ ταῦτα μέλλοντι δυνήσεσθαι καὶ φύσεως ἀγαθῆς ὑπάρξαι, καὶ τὸ μέγιστον δὴ θεῖον γενέσθαι. [21.12] οὐ γὰρ πάνυ μοι δοκεῖ ὅλον τουτὶ τὸ ἀγαθὸν ἀνθρώπινον εἶναι ἀλλὰ θεῖον, τὸ ἐθελόντων ἄρχειν· ‹ὃ› σαφῶς δίδοται τοῖς ἀληθινῶς σωφροσύνῃ τετελεσμένοις· τὸ δὲ ἀκόντων τυραννεῖν διδόασιν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὓς ἂν ἡγῶνται ἀξίους εἶναι βιοτεύειν ὥσπερ ὁ Τάνταλος ἐν Ἅιδου λέγεται τὸν ἀεὶ χρόνον διατρίβειν φοβούμενος μὴ δὶς ἀποθάνῃ.


[21.1] «Σκέφτομαι, λοιπόν, Ισχόμαχε», είπα, «με πόση ικανότητα παρουσίασες όλο τον λόγο σου σχετικά με το θέμα μας· γιατί δέχτηκες ως αρχή πως η γεωργική τέχνη μαθαίνεται ευκολότερα απ᾽ όλες τις τέχνες και τώρα εγώ έχω απολύτως πειστεί από σένα, με όλα όσα μου ανέφερες, πως έτσι έχουν τα πράγματα».
[21.2] «Ναι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «αλλά ως προς αυτό βέβαια, Σωκράτη, που είναι κοινό σ᾽ όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες —και στη γεωργία και στην πολιτική και στη διοίκηση του “οίκου” και στη διεξαγωγή του πολέμου— το να είναι κανείς ικανός να διοικεί, ως προς αυτό λοιπόν, συμφωνώ μαζί σου πως κάποιοι άνθρωποι διαφέρουν πολύ στις αντιλήψεις και στο μυαλό από κάποιους άλλους· [21.3] παραδείγματος χάριν, είπε, όταν διασχίζουν το ανοιχτό πέλαγος με μιαν τριήρη και είναι ανάγκη να πραγματοποιήσουν το ταξίδι σε μια μέρα τραβώντας κουπί, άλλοι ναύκληροι, που δίνουν το πρόσταγμα στους κωπηλάτες, μπορούν να μιλούν και να ενεργούν με τέτοιο τρόπο που να φέρνουν στο φιλότιμο τους ναύτες και να τους κάνουν να κοπιάζουν με τη θέλησή τους, ενώ άλλοι είναι τόσο άμυαλοι, ώστε τελειώνουν το ίδιο ταξίδι σε περισσότερο από τον διπλάσιο χρόνο. Έτσι, οι πρώτοι βγαίνουν από το καράβι ιδρωμένοι, αλλά δίνοντας συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον, ο ναύκληρος και το πλήρωμα, ενώ οι δεύτεροι φτάνουν χωρίς να έχουν χύσει στάλα ιδρώτα, μισώντας τον επικεφαλής που κι αυτός τους μισεί. [21.4] Κατά τον ίδιο τρόπο διαφέρουν μεταξύ τους, είπε, και οι στρατηγοί· μερικοί κάνουν τους στρατιώτες τους τέτοιους που να μη θέλουν να κοπιάζουν ούτε να ριψοκινδυνεύουν, δεν θεωρούν πως αξίζει τον κόπο να υπακούουν ούτε θέλουν να υπακούουν, εφόσον δεν υπάρχει ανάγκη, αλλά και καυχιούνται, επειδή εναντιώνονται στον αρχηγό τους· και αυτοί οι ίδιοι τούς καλλιεργούν την ιδέα να μη νιώθουν ντροπή, αν συμβαίνει κάτι το ταπεινωτικό. [21.5] Άλλοι πάλι στρατηγοί, εμπνευσμένοι από τους θεούς, και γενναιόψυχοι και έμπειροι στρατηγοί, όταν αναλαμβάνουν υπό την ηγεσία τους αυτούς τους ίδιους, πολλές φορές και άλλους χειρότερους, τους καλλιεργούν την ιδέα να ντρέπονται να πράξουν κάτι ατιμωτικό και να θεωρούν πως είναι καλύτερο να υπακούουν και να χαίρονται που υπακούουν όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά και, όταν χρειαστεί να κοπιάζουν, να κοπιάζουν με όλη τους την ψυχή. [21.6] Αλλά, όπως ακριβώς σε μερικούς πολίτες γεννιέται κάποια αγάπη για το μόχθο, έτσι και στο σύνολο των στρατιωτών δημιουργείται από τους καλούς στρατηγούς και η αγάπη προς τους κόπους και η φιλοδοξία να τους δει ο αρχηγός να κάνουν κάποια γενναία πράξη. [21.7] Και οι αρχηγοί που θα έχουν τέτοια αντιμετώπιση από τους στρατιώτες τους, αυτοί είναι βέβαια που γίνονται ισχυροί, όχι μά τον Δια όσοι απ᾽ αυτούς διατηρούν τους στρατιώτες τους σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και ρίχνουν συχνά το ακόντιο και τοξεύουν καλύτερα απ᾽ όλους και έχουν το καλύτερο άλογο, για να ριψοκινδυνεύουν στην πρώτη γραμμή όσο το δυνατόν πιο καλά ως ιππείς και ως πελταστές, αλλά όσοι μπορούν να εμπνεύσουν τους στρατιώτες ότι πρέπει να τους ακολουθούν και διά πυρός και σιδήρου και σε κάθε κίνδυνο. [21.8] Δίκαια, λοιπόν, θα αποκαλούσε κανείς γενναιόψυχους αυτούς τους οποίους πολλοί που τα γνωρίζουν αυτά τους ακολουθούν, και δίκαια θα έλεγε κανείς ότι προχωρεί με μεγάλη δύναμη εκείνος ο άνδρας που τις αποφάσεις του πολλοί έμπρακτα θέλουν να υπηρετούν, και είναι πραγματικά μεγάλος άνδρας αυτός που μπορεί να πετύχει σπουδαία πράγματα με τον χαρακτήρα του μάλλον παρά με τη σωματική του δύναμη. [21.9] Έτσι και στην ιδιωτική εργασία, είτε είναι επίτροπος αυτός που διευθύνει είτε επιστάτης, όποιος μπορεί να κάνει τους εργάτες πρόθυμους και γεμάτους όρεξη για τη δουλειά τους και προσηλωμένους σ᾽ αυτήν, αυτός είναι που συντελεί στην ολοκλήρωση ενός έργου και δημιουργεί μεγάλη περιουσία. [21.10] Και όταν εμφανιστεί, Σωκράτη, είπε, το αφεντικό στη δουλειά, που μπορεί και να βλάψει πάρα πολύ τον κακό εργάτη και να τιμήσει πάρα πολύ τον πρόθυμο, αν οι εργάτες δεν κάνουν τίποτε αξιόλογο, εγώ δε θα τον θαύμαζα· αλλά αν, μόλις τον δουν, δραστηριοποιηθούν και δείξει καθένας από τους εργάτες ζήλο, και αναπτυχθεί ανάμεσά τους ευγενική άμιλλα και στον καθένα φιλοδοξία να είναι ο καλύτερος, γι᾽ αυτόν θα έλεγα πως έχει κάτι από βασιλικό χαρακτήρα. [21.11] Κι αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το σπουδαιότερο σ᾽ οποιοδήποτε έργο, όπου κάτι εκτελείται από τους ανθρώπους, και μάλιστα στη γεωργία. Ωστόσο, δεν λέω, μά τον Δια, πως είναι δυνατό κάτι να το μάθει κανείς με το να το δει ούτε με το να το ακούσει μια φορά, αλλά λέω πως αυτός που πρόκειται να το πετύχει χρειάζεται και εκπαίδευση και καλό χαρακτήρα και κυριολεκτικά να εμπνέεται από κάτι το θεϊκό. [21.12] Γιατί μου φαίνεται πως όλο αυτό εδώ το αγαθό, το να κυβερνά δηλαδή κανείς τους ανθρώπους με τη θέλησή τους, δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεϊκό· αυτό έχει δοθεί καθαρά μόνο σ᾽ αυτούς που έχουν αληθινά μυηθεί στα μυστήρια της σωφροσύνης· αντίθετα, το να κυβερνούν τυραννικά τους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους, το δίνουν, καθώς μου φαίνεται, οι θεοί σ᾽ εκείνους που θεωρούν άξιους να ζουν όπως ο Τάνταλος στον Άδη, που λένε πως περνά διαρκώς τον καιρό του με τον φόβο μην πεθάνει για δεύτερη φορά.