Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (18.1-18.5)


[18.1] Ἀτὰρ οὖν, ἔφην ἐγώ, ἐκ τούτου ἄρα θερίζειν εἰκός. δίδασκε οὖν εἴ τι ἔχεις με καὶ εἰς τοῦτο.
Ἂν μή γε φανῇς, ἔφη, καὶ εἰς τοῦτο ταὐτὰ ἐμοὶ ἐπιστάμενος. ὅτι μὲν οὖν τέμνειν τὸν σῖτον δεῖ οἶσθα.
Τί δ᾽ οὐ μέλλω; ἔφην ἐγώ.
Πότερ᾽ ‹ἂν› οὖν τέμνοις, ἔφη, στὰς ἔνθα πνεῖ ἄνεμος ἢ ἀντίος;
Οὐκ ἀντίος, ἔφην, ἔγωγε· χαλεπὸν γὰρ οἶμαι καὶ τοῖς ὄμμασι καὶ ταῖς χερσὶ γίγνεται ἀντίον ἀχύρων καὶ ἀθέρων θερίζειν.
[18.2] Καὶ ἀκροτομοίης δ᾽ ἄν, ἔφη, ἢ παρὰ γῆν τέμνοις;
Ἂν μὲν βραχὺς ᾖ ὁ κάλαμος τοῦ σίτου, ἔγωγ᾽, ἔφην, κάτωθεν ἂν τέμνοιμι, ἵνα ἱκανὰ τὰ ἄχυρα μᾶλλον γίγνηται· ἐὰν δὲ ὑψηλὸς ᾖ, νομίζω ὀρθῶς ἂν ποιεῖν μεσοτομῶν, ἵνα μήτε οἱ ἁλοῶντες μοχθῶσι περιττὸν πόνον μήτε οἱ λικμῶντες ὧν οὐδὲν προσδέονται. τὸ δὲ ἐν τῇ γῇ λειφθὲν ἡγοῦμαι καὶ κατακαυθὲν συνωφελεῖν ἂν τὴν γῆν καὶ εἰς κόπρον ἐμβληθὲν τὴν κόπρον συμπληθύνειν.
[18.3] Ὁρᾷς, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὡς ἁλίσκει ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ καὶ περὶ θερισμοῦ εἰδὼς ἅπερ ἐγώ;
Κινδυνεύω, ἔφην ἐγώ, καὶ βούλομαί γε σκέψασθαι εἰ καὶ ἁλοᾶν ἐπίσταμαι.
Οὐκοῦν, ἔφη, τοῦτο μὲν οἶσθα, ὅτι ὑποζυγίῳ ἁλοῶσι τὸν σῖτον.
[18.4] Τί δ᾽ οὐκ, ἔφην ἐγώ, οἶδα; καὶ ὑποζύγιά γε καλούμενα πάντα ὁμοίως, βοῦς, ἡμιόνους, ἵππους.
Οὐκοῦν, ἔφη, ταῦτα μὲν ἡγῇ τοσοῦτον μόνον εἰδέναι, πατεῖν τὸν σῖτον ἐλαυνόμενα;
Τί γὰρ ἂν ἄλλο, ἔφην ἐγώ, ὑποζύγια εἰδείη;
[18.5] Ὅπως δὲ τὸ δεόμενον κόψουσι καὶ ὁμαλιεῖται ὁ ἁλοατός, τίνι τοῦτο ..., ὦ Σώκρατες; ἔφη.
Δῆλον ὅτι, ἔφην ἐγώ, τοῖς ἐπαλωσταῖς. στρέφοντες γὰρ καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας ὑποβάλλοντες τὰ ἄτριπτα ἀεὶ δῆλον ὅτι μάλιστα ὁμαλίζοιεν ἂν τὸν δῖνον καὶ τάχιστα ἁνύτοιεν.
Ταῦτα μὲν τοίνυν, ἔφη, οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων.


[18.1] «Μετά από αυτά, λοιπόν», είπα, «φυσικά ακολουθεί ο θερισμός. Έτσι, δίδαξέ με λοιπόν αν κάτι ξέρεις και γι᾽ αυτό».
«Αν βέβαια», είπε, «δεν φανείς ότι και γι᾽ αυτό έχεις τις ίδιες γνώσεις μ᾽ εμένα. Γνωρίζεις, βέβαια, ότι πρέπει να κοπεί το στάχυ».
«Πώς θα μπορούσα να μην το ξέρω;», είπα.
«Πώς λοιπόν», είπε, «μπορείς να θερίσεις, αν σταθείς με την πλάτη προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος ή με το πρόσωπο αντίθετα σε αυτόν;»
«Όχι αντίθετα», είπα, «γιατί νομίζω ότι είναι δυσάρεστο για τα μάτια και τα χέρια να θερίζεις και να έρχονται επάνω σου άχυρα και αθέρες».
[18.2] «Και θα τα έκοβες τα στάχυα στις άκρες», είπε, «ή κοντά στο έδαφος;»
«Εάν ήταν κοντό το καλάμι του σταχυού», είπα εγώ, «θα το έκοβα από κάτω, για να είναι αρκετά τα άχυρα· εάν όμως είναι ψηλό, πιστεύω ότι θα έκανα καλά αν τα έκοβα από τη μέση, για να μην κοπιάζουν οι αλωνιστές με περιττό κόπο ούτε οι λιχνιστές για πράγματα που δεν χρειάζονται. Και αυτό που θα απομείνει στη γη νομίζω ότι εάν καεί εντελώς θα είναι ωφέλιμο για το χώμα, και αν ανακατευθεί με την κοπριά θα μεγαλώσει το απόθεμα της κοπριάς».
[18.3] «Βλέπεις», είπε, «Σωκράτη ότι πιάστηκες επ᾽ αυτοφώρω και για τον θερισμό να γνωρίζεις τα ίδια ακριβώς μ᾽ εμένα».
«Είναι δυνατό να ξέρω», είπα εγώ, «και θέλω να ελέγξω εάν ξέρω καλά και για το αλώνισμα».
«Το γνωρίζεις λοιπόν αυτό», είπε, «ότι με υποζύγια αλωνίζουν το σιτάρι».
[18.4] «Πώς να μη το γνωρίζω!», είπα εγώ, «και ξέρω ότι και τα βόδια και τα μουλάρια και τα άλογα ονομάζονται όλα μαζί υποζύγια».
«Και νομίζεις λοιπόν», είπε, «ότι αυτά γνωρίζουν τόσο μόνο όσο για να πατούν το σιτάρι, όταν καθοδηγούνται;»
«Τί άλλο», είπα εγώ, «θα μπορούσαν να γνωρίζουν τα υποζύγια;»
[18.5] «Ποιός αναλαμβάνει την ευθύνη για το πώς θα κόψουν όσο είναι αναγκαίο να κοπεί, ώστε να γίνει ομοιόμορφο το αλώνισμα, Σωκράτη;», είπε.
«Είναι φανερό», είπα, «θα φροντίσουν οι αλωνιστές· γιατί, γυρίζοντας και ρίχνοντας κάτω απ᾽ τα πόδια των υποζυγίων τα άτριφτα στάρια διαρκώς, είναι φανερό ότι θα κάνουν όσο το δυνατόν πιο εύκολο το αλώνισμα και πάρα πολύ γρήγορα θα τελειώσουν τη δουλειά».
«Σ᾽ αυτά», είπε, «δεν υστερείς από μένα σε τίποτα, στο να τα κατανοείς».