Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (1.16-1.23)


[1.16] Ἀλλὰ γὰρ τὰ μὲν καλῶς ἔμοιγε δοκεῖ λέγεσθαι, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Κριτόβουλος· ἐκεῖνο δ᾽ ἡμῖν τί φαίνεται, ὁπόταν ὁρῶμέν τινας ἐπιστήμας μὲν ἔχοντας καὶ ἀφορμὰς ἀφ᾽ ὧν δύνανται ἐργαζόμενοι αὔξειν τοὺς οἴκους, αἰσθανώμεθα δὲ αὐτοὺς ταῦτα μὴ θέλοντας ποιεῖν, καὶ διὰ τοῦτο ὁρῶμεν ἀνωφελεῖς οὔσας αὐτοῖς τὰς ἐπιστήμας; ἄλλο τι ἢ τούτοις αὖ οὔτε αἱ ἐπιστῆμαι χρήματά εἰσιν οὔτε τὰ κτήματα;
[1.17] Περὶ δούλων μοι, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἐπιχειρεῖς, ὦ Κριτόβουλε, διαλέγεσθαι;
Οὐ μὰ Δί᾽, ἔφη, οὐκ ἔγωγε, ἀλλὰ καὶ πάνυ εὐπατριδῶν ἐνίων γε δοκούντων εἶναι, οὓς ἐγὼ ὁρῶ τοὺς μὲν πολεμικάς, τοὺς δὲ καὶ εἰρηνικὰς ἐπιστήμας ἔχοντας, ταύτας δὲ οὐκ ἐθέλοντας ἐργάζεσθαι, ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι, δι᾽ αὐτὸ τοῦτο ὅτι δεσπότας οὐκ ἔχουσιν.
[1.18] Καὶ πῶς ἄν, ἔφη ὁ Σωκράτης, δεσπότας οὐκ ἔχοιεν, εἰ εὐχόμενοι εὐδαιμονεῖν καὶ ποιεῖν βουλόμενοι ἀφ᾽ ὧν ‹ἂν› ἔχοιεν ἀγαθὰ ἔπειτα κωλύονται ποιεῖν ταῦτα ὑπὸ τῶν ἀρχόντων;
Καὶ τίνες δὴ οὗτοί εἰσιν, ἔφη ὁ Κριτόβουλος, οἳ ἀφανεῖς ὄντες ἄρχουσιν αὐτῶν;
[1.19] Ἀλλὰ μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὐκ ἀφανεῖς εἰσιν, ἀλλὰ καὶ πάνυ φανεροί. καὶ ὅτι πονηρότατοί γέ εἰσιν οὐδὲ σὲ λανθάνουσιν, εἴπερ πονηρίαν γε νομίζεις ἀργίαν τ᾽ εἶναι καὶ μαλακίαν ψυχῆς καὶ ἀμέλειαν. [1.20] καὶ ἄλλαι δ᾽ εἰσὶν ἀπατηλαί τινες δέσποιναι προσποιούμεναι ἡδοναὶ εἶναι, κυβεῖαί τε καὶ ἀνωφελεῖς ἀνθρώπων ὁμιλίαι, αἳ προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ αὐτοῖς τοῖς ἐξαπατηθεῖσι καταφανεῖς γίγνονται ὅτι λῦπαι ἄρα ἦσαν ἡδοναῖς περιπεπεμμέναι, αἳ διακωλύουσιν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ὠφελίμων ἔργων κρατοῦσαι.
[1.21] Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐργάζεσθαι μὲν οὐ κωλύονται ὑπὸ τούτων, ἀλλὰ καὶ πάνυ σφοδρῶς πρὸς τὸ ἐργάζεσθαι ἔχουσι καὶ μηχανᾶσθαι προσόδους· ὅμως δὲ καὶ τοὺς οἴκους κατατρίβουσι καὶ ἀμηχανίαις συνέχονται.
[1.22] Δοῦλοι γάρ εἰσι καὶ οὗτοι, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ πάνυ γε χαλεπῶν δεσποτῶν, οἱ μὲν λιχνειῶν, οἱ δὲ λαγνειῶν, οἱ δὲ οἰνοφλυγιῶν, οἱ δὲ φιλοτιμιῶν τινων μώρων καὶ δαπανηρῶν, ἃ οὕτω χαλεπῶς ἄρχει τῶν ἀνθρώπων ὧν ἂν ἐπικρατήσωσιν, ὥσθ᾽ ἕως μὲν ἂν ὁρῶσιν ἡβῶντας αὐτοὺς καὶ δυναμένους ἐργάζεσθαι, ἀναγκάζουσι φέρειν ἃ ἂν αὐτοὶ ἐργάσωνται καὶ τελεῖν εἰς τὰς αὑτῶν ἐπιθυμίας, ἐπειδὰν δὲ αὐτοὺς ἀδυνάτους αἴσθωνται ὄντας ἐργάζεσθαι διὰ τὸ γῆρας, ἀπολείπουσι τούτους κακῶς γηράσκειν, ἄλλοις δ᾽ αὖ πειρῶνται δούλοις χρῆσθαι. [1.23] ἀλλὰ δεῖ, ὦ Κριτόβουλε, πρὸς ταῦτα οὐχ ἧττον διαμάχεσθαι περὶ τῆς ἐλευθερίας ἢ πρὸς τοὺς σὺν ὅπλοις πειρωμένους καταδουλοῦσθαι. πολέμιοι μὲν οὖν ἤδη ὅταν καλοὶ κἀγαθοὶ ὄντες καταδουλώσωνταί τινας, πολλοὺς δὴ βελτίους ἠνάγκασαν εἶναι σωφρονίσαντες, καὶ ῥᾷον βιοτεύειν τὸν λοιπὸν χρόνον ἐποίησαν· αἱ δὲ τοιαῦται δέσποιναι αἰκιζόμεναι τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τοὺς οἴκους οὔποτε λήγουσιν, ἔστ᾽ ἂν ἄρχωσιν αὐτῶν.


[1.16] ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Ναι, ωραία μου φαίνεται ότι τα θέτεις, Σωκράτη Εκείνο όμως πώς μας φαίνεται; Όταν βλέπουμε ανθρώπους να διαθέτουν ικανότητες και κεφάλαια που τους επιτρέπουν να αυξήσουν τους «οίκους» τους με τη δουλειά τους, ωστόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν θέλουν να κάνουν κάτι για την περιουσία τους. Τότε βγάζουμε το συμπέρασμα ότι γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο καθιστούν τις ικανότητές τους άχρηστες. Μπορούμε να πούμε κάτι άλλο γι᾽ αυτούς, ή ότι ούτε οι ικανότητες ούτε τα κτήματα είναι αγαθά, αν δεν θέλει κάποιος να τα αξιοποιήσει;
[1.17] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Προσπαθείς να συζητήσεις με μένα για τους δούλους;
ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Όχι, μά τον Δία, καθόλου, αλλά θέλω να σου μιλήσω για κάποιους ανθρώπους που δίνουν την εντύπωση ότι είναι πολύ ευγενικής καταγωγής, αλλά εγώ βλέπω ότι άλλοι από αυτούς είναι ικανοί στις πολεμικές τέχνες, ενώ άλλοι στις ειρηνικές, και παρά τις ικανότητές τους δεν θέλουν να εργάζονται, πιστεύω, γι᾽ αυτό: Επειδή δεν έχουν δεσποτικούς «κυρίους».
[1.18] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Και πώς δεν θα έχουν δεσποτικούς «κυρίους», εάν, παρόλο που εύχονται να είναι ευτυχισμένοι και θέλουν να κάνουν εκείνα με τα οποία θα μπορούν να έχουν αγαθά, ωστόσο οι «κύριοί» τους τούς εμποδίζουν να κάνουν όσα επιθυμούν;
ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Και ποιοί είναι αυτοί που είναι αθέατοι και τους διοικούν;
[1.19] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Όχι, μά τον Δία, δεν είναι αθέατοι, αλλά πολύ φανεροί· και συ το ξέρεις πολύ καλά ότι είναι πολύ πονηροί, αν βέβαια παραδέχεσαι ότι η αργία, η μαλθακότητα της ψυχής και η αμέλεια είναι ελαττώματα. [1.20] Και υπάρχουν και κάποιες άλλες «κυρίες» που εξαπατούν με το πρόσχημα ότι είναι ηδονές, τα παιχνίδια των κύβων και ανώφελες ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες, καθώς κυλά ο καιρός, αποκαλύπτονται και στους ίδιους που εξαπατήθηκαν ότι ήταν βέβαια λύπες περικαλυμμένες με ηδονές, οι οποίες, κυριεύοντάς τους, τους εμποδίζουν από τα ωφέλιμα έργα.
[1.21] ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Μα υπάρχουν και άλλοι, Σωκράτη, που δεν εμποδίζονται από αυτές τις ηδονές ώστε να εργάζονται· απεναντίας, στρέφονται με πολύ σφοδρότητα στην εργασία για την εξασφάλιση προσοδοφόρων πόρων· κι όμως, αφανίζουν τα σπιτικά τους και βασανίζονται από την έλλειψη πόρων.
[1.22] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αυτό συμβαίνει διότι είναι σκλάβοι και αυτοί οι ίδιοι δεσποτικών αφεντικών πολύ σκληρών βέβαια: άλλοι της λαιμαργίας, άλλοι της σαρκικής λαγνείας, άλλοι της οινοποσίας και άλλοι κάποιων μωροφιλοδοξιών δαπανηρών· αυτοί εξουσιάζουν τόσο σκληρά τους ανθρώπους που κυριεύουν, ώστε, όσο, ίσως, τους βλέπουν να είναι νέοι και να μπορούν να εργάζονται, τους αναγκάζουν να κουβαλάνε αυτά που κέρδισαν από τη δουλειά τους και να τα προσφέρουν ως πληρωμή στις επιθυμίες τους· από την άλλη, όταν καταλαβαίνουν ότι αυτοί είναι ανίκανοι να εργαστούν εξαιτίας των γηρατειών, τους αφήνουν να κακογεράσουν και προσπαθούν ξανά να έχουν άλλους για δούλους τους. [1.23] Επομένως, πρέπει να πολεμά κάποιος εναντίον αυτών των παθών για την ελευθερία του όχι λιγότερο από όσο πολεμάει εναντίον αυτών που προσπαθούν να τον υποδουλώσουν με όπλα. Όταν στον πόλεμο οι εχθροί, όντας τίμιοι και καλοί, υποδουλώσουν κάποιους, αναγκάζουν συνήθως πολλούς να γίνουν καλύτεροι με τον σωφρονισμό και συντελούν στο να ζουν πιο εύκολα τον υπόλοιπο καιρό· ενώ αυτές οι «κυρίες» δεν σταματούν ποτέ να βασανίζουν τα σώματα, τις ψυχές και τους «οίκους» των ανθρώπων, όσο τουλάχιστον χρόνο τούς εξουσιάζουν.