Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (11.10-11.18)


[11.10] Καὶ γὰρ καλά, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, ἐστὶν ἃ σὺ λέγεις, καὶ δυνατοῦ γε ἰσχυρῶς ἀνδρός· πῶς γὰρ οὔ; ὅτε πολλοὶ μὲν εἰσὶν ἄνθρωποι οἳ οὐ δύνανται ζῆν ἄνευ τοῦ ἄλλων δεῖσθαι, πολλοὶ δὲ ἀγαπῶσιν, ἂν δύνωνται τὰ ἑαυτοῖς ἀρκοῦντα πορίζεσθαι. οἱ δὲ δὴ δυνάμενοι μὴ μόνον τὸν ἑαυτῶν οἶκον διοικεῖν, ἀλλὰ καὶ περιποιεῖν ὥστε καὶ τὴν πόλιν κοσμεῖν καὶ τοὺς φίλους ἐπικουφίζειν, πῶς τούτους οὐχὶ βαθεῖς τε καὶ ἐρρωμένους ἄνδρας χρὴ νομίσαι; [11.11] ἀλλὰ γὰρ ἐπαινεῖν μέν, ἔφην ἐγώ, τοὺς τοιούτους πολλοὶ δυνάμεθα· σὺ δέ μοι λέξον, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀφ᾽ ὧνπερ ἤρξω, πῶς ὑγιείας ἐπιμελῇ; πῶς τῆς τοῦ σώματος ῥώμης; πῶς θέμις εἶναί σοι καὶ ἐκ πολέμου καλῶς σῴζεσθαι; τῆς δὲ χρηματίσεως πέρι καὶ μετὰ ταῦτα, ἔφην ἐγώ, ἀρκέσει ἀκούειν.
[11.12] Ἀλλ᾽ ἔστι μέν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ὥς γε ἐμοὶ δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, ἀκόλουθα ταῦτα πάντα ἀλλήλων. ἐπεὶ γὰρ ἐσθίειν τις τὰ ἱκανὰ ἔχει, ἐκπονοῦντι μὲν ὀρθῶς μᾶλλον δοκεῖ μοι ἡ ὑγίεια παραμένειν, ἐκπονοῦντι δὲ μᾶλλον ἡ ῥώμη προσγίγνεσθαι, ἀσκοῦντι δὲ τὰ τοῦ πολέμου κάλλιον σῴζεσθαι, ὀρθῶς δὲ ἐπιμελομένῳ καὶ μὴ καταμαλακιζομένῳ μᾶλλον εἰκὸς τὸν οἶκον αὔξεσθαι.
[11.13] Ἀλλὰ μέχρι μὲν τούτου ἕπομαι, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, ὅτι ἐκπονοῦντα φῂς καὶ ἐπιμελόμενον καὶ ἀσκοῦντα ἄνθρωπον μᾶλλον τυγχάνειν τῶν ἀγαθῶν, ὁποίῳ δὲ πόνῳ χρῇ πρὸς τὴν εὐεξίαν καὶ ῥώμην καὶ ὅπως ἀσκεῖς τὰ τοῦ πολέμου καὶ ὅπως ἐπιμελεῖ τοῦ περιουσίαν ποιεῖν ὡς καὶ φίλους ἐπωφελεῖν καὶ πόλιν ἐπισχύειν, ταῦτα ἂν ἡδέως, ἔφην ἐγώ, πυθοίμην.
[11.14] Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὁ Ἰσχόμαχος, ἀνίστασθαι μὲν ἐξ εὐνῆς εἴθισμαι ἡνίκ᾽ ‹ἂν› ἔτι ἔνδον καταλαμβάνοιμι, εἴ τινα δεόμενος ἰδεῖν τυγχάνοιμι. κἂν μέν τι κατὰ πόλιν δέῃ πράττειν, ταῦτα πραγματευόμενος περιπάτῳ τούτῳ χρῶμαι· [11.15] ἂν δὲ μηδὲν ἀναγκαῖον ᾖ κατὰ πόλιν, τὸν μὲν ἵππον ὁ παῖς προάγει εἰς ἀγρόν, ἐγὼ δὲ περιπάτῳ χρῶμαι τῇ εἰς ἀγρὸν ὁδῷ ἴσως ἄμεινον, ὦ Σώκρατες, ἢ εἰ ἐν τῷ ξυστῷ περιπατοίην. [11.16] ἐπειδὰν δὲ ἔλθω εἰς ἀγρόν, ἄν τέ μοι φυτεύοντες τυγχάνωσιν ἄν τε νειοποιοῦντες ἄν τε σπείροντες ἄν τε καρπὸν προσκομίζοντες, ταῦτα ἐπισκεψάμενος ὅπως ἕκαστα γίγνεται, μεταρρυθμίζω, ἐὰν ἔχω τι βέλτιον τοῦ παρόντος. [11.17] μετὰ δὲ ταῦτα ὡς τὰ πολλὰ ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον ἱππασάμην ἱππασίαν ὡς ἂν ἐγὼ δύνωμαι ὁμοιοτάτην ταῖς ἐν τῷ πολέμῳ ἀναγκαίαις ἱππασίαις, οὔτε πλαγίου οὔτε κατάντους οὔτε τάφρου οὔτε ὀχετοῦ ἀπεχόμενος, ὡς μέντοι δυνατὸν ταῦτα ποιοῦντα ἐπιμέλομαι μὴ ἀποχωλεῦσαι τὸν ἵππον. [11.18] ἐπειδὰν δὲ ταῦτα γένηται, ὁ παῖς ἐξαλίσας τὸν ἵππον οἴκαδε ἀπάγει, ἅμα φέρων ἀπὸ τοῦ χώρου ἄν τι δεώμεθα εἰς ἄστυ. ἐγὼ δὲ τὰ μὲν βάδην τὰ δὲ ἀποδραμὼν οἴκαδε ἀπεστλεγγισάμην. εἶτα δὲ ἀριστῶ, ὦ Σώκρατες, ὅσα μήτε κενὸς μήτε ἄγαν πλήρης διημερεύειν.


[11.10] «Πολύ καλές είναι αυτές οι αρχές, Ισχόμαχε, και μάλιστα ταιριάζουν σ᾽ έναν ιδιαίτερα πλούσιο άνδρα. Πώς όχι; Όταν, βέβαια, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τη βοήθεια των άλλων, ενώ πολλοί είναι ευχαριστημένοι αν μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τον εαυτό τους με τις δικές τους δυνάμεις. Αυτοί, λοιπόν, που μπορούν να διαχειρίζονται όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και να έχουν πλεόνασμα, ώστε και την πόλη να στολίζουν και τους φίλους να ανακουφίζουν, πώς δεν πρέπει αυτούς τους ανθρώπους να τους θεωρούμε καλοστεκούμενους και ισχυρούς»; [11.11] Πρόσθεσα εγώ, «πολλοί μπορούμε να επαινούμε τέτοιους συμπολίτες μας· εντούτοις, εσύ πες μου, Ισχόμαχε, πώς άρχισες; πώς φροντίζεις την υγεία σου; πώς τη σωματική σου δύναμη; πώς σε βοηθούν οι θεοί να σώζεσαι τίμια από τον πόλεμο; Σχετικά με τον πλουτισμό σου, πάλι, και ύστερα από αυτά, θα μου είναι αρκετό να σε ακούω».
[11.12] «Κατά τη γνώμη μου, Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος, «όλα αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Όταν κανείς έχει τα απαραίτητα για τη διατροφή του, νομίζω πως η υγεία του παραμένει σε καλή κατάσταση, εάν γυμνάζεται σωστά· όταν γυμνάζεται περισσότερο, η σωματική του αντοχή δυναμώνει, όταν ασχολείται με πολεμικές ασκήσεις, διασώζεται πιο εύκολα στον πόλεμο, όταν πάλι φροντίζει για την περιουσία του χωρίς να την παραμελεί από μαλθακότητα, είναι φυσικό να την αυξάνει».
[11.13] «Σε παρακολουθώ ως αυτό το σημείο», είπα εγώ, «Ισχόμαχε, ότι ισχυρίζεσαι πως ο άνθρωπος που κοπιάζει και φροντίζει και εξασκείται πετυχαίνει περισσότερο τα αγαθά· ποιόν, όμως, κόπο χρησιμοποιείς για την καλή φυσική κατάσταση και τη σωματική δύναμη, και πώς εξασκείσαι στις πολεμικές ασκήσεις και πώς φροντίζεις να κάνεις περιουσία, έτσι ώστε και τους φίλους να ωφελείς και την πόλη σου να ενισχύεις, αυτά, είπα εγώ, πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω από σένα».
[11.14] «Εγώ λοιπόν, Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος, «έχω συνηθίσει να σηκώνομαι από το κρεβάτι την ώρα που, αν χρειάζομαι να συναντήσω και να δω κάποιον, να μπορώ να τον βρω ακόμα στο σπίτι του. Και αν βέβαια χρειάζεται να ασχοληθώ με κάποια υπόθεση στην πόλη, προσπαθώ να την τακτοποιήσω με αυτόν τον περίπατο. [11.15] Αν όμως δεν υπάρχει καμία ανάγκη στην πόλη, ο υπηρέτης οδηγεί το άλογό μου πριν από μένα στο χωράφι, εγώ όμως χρησιμοποιώ τον δρόμο για το χωράφι ως περίπατο καλύτερα ίσως, Σωκράτη, παρά αν περπατούσα στην υπόστεγη στοά του γυμναστηρίου των αθλητών. [11.16] Όταν λοιπόν φθάσω στο χωράφι μου, αν τύχει κάποιοι άνθρωποί μου να φυτεύουν για μένα ή να σπέρνουν στο χωράφι όσπρια για λίπανσή του ή αν τύχει να σπέρνουν σιτάρι ή αν τύχει να μαζεύουν τον καρπό, εξετάζω το καθένα από αυτά χωριστά, και διορθώνω τον τρόπο καλλιέργειας, αν έχω κάτι καλύτερο να προτείνω από αυτό που κάνουν εκείνη τη στιγμή οι εργάτες μου. [11.17] Ύστερα από αυτά, τις περισσότερες φορές ανεβαίνω στο άλογό μου και κάνω ιππασία όσο το δυνατόν μπορώ να την κάνω πιο όμοια με τις ασκήσεις ιππασίας που πρέπει να γίνονται στον πόλεμο, χωρίς να αποφεύγω ούτε ένα πλάγιο έδαφος, ούτε έναν απότομο απόκρημνο δρόμο, ούτε ένα χαντάκι ούτε ένα αρδευτικό κανάλι. Όσον είναι δυνατό φροντίζω να μη σακατέψω το άλογο καθώς εξασκούμαι. [11.18] Όταν τελειώσουν αυτές οι ασκήσεις, ο υπηρέτης μου βάζει το άλογο να κυλιστεί πάνω στην άμμο και το οδηγεί στο σπίτι, κουβαλώντας συνάμα αν χρειαζόμαστε κάτι από το κτήμα στην πόλη. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου, άλλοτε περπατώντας με ρυθμό, άλλοτε τρέχοντας· εκεί καθαρίζω το σώμα μου από τον ιδρώτα και τη σκόνη με την ξύστρα. Έπειτα, τρώω το πρωινό μου, Σωκράτη, ώστε να περάσω τη μέρα χωρίς να αισθάνομαι νηστικός ούτε πολύ χορτάτος».