Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (10.1-10.6)


[10.1] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἀποκρίνασθαι τὴν γυναῖκα αὐτῷ ταῦτα, εἶπον· Νὴ τὴν Ἥραν, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀνδρικήν γε ἐπιδεικνύεις τὴν διάνοιαν τῆς γυναικός.
Καὶ ἄλλα τοίνυν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, θέλω σοι πάνυ μεγαλόφρονα αὐτῆς διηγήσασθαι, ἅ μου ἅπαξ ἀκούσασα ταχὺ ἐπείθετο.
Τὰ ποῖα; ἔφην ἐγώ· λέγε· ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν.
[10.2] Ἐντεῦθεν δὴ λέγει ὁ Ἰσχόμαχος· Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, ἰδών ποτε αὐτήν, ὦ Σώκρατες, ἐντετριμμένην πολλῷ μὲν ψιμυθίῳ, ὅπως λευκοτέρα ἔτι δοκοίη εἶναι ἢ ἦν, πολλῇ δ᾽ ἐγχούσῃ, ὅπως ἐρυθροτέρα φαίνοιτο τῆς ἀληθείας, ὑποδήματα δ᾽ ἔχουσαν ὑψηλά, ὅπως μείζων δοκοίη εἶναι ἢ ἐπεφύκει, [10.3] Εἰπέ μοι, ἔφην, ὦ γύναι, ποτέρως ἄν με κρίναις ἀξιοφίλητον μᾶλλον εἶναι χρημάτων κοινωνόν, εἴ σοι αὐτὰ τὰ ὄντα ἀποδεικνύοιμι, καὶ μήτε κομπάζοιμι ὡς πλείω τῶν ὄντων ἔστι μοι, μήτε ἀποκρυπτοίμην τι τῶν ὄντων μηδέν, ἢ εἰ πειρῴμην σε ἐξαπατᾶν λέγων τε ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων, ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [δηλοίην σε] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας ἐξιτήλους φαίην ἀληθινὰς εἶναι;
[10.4] Καὶ ὑπολαβοῦσα εὐθύς, Εὐφήμει, ἔφη· μὴ γένοιο σὺ τοιοῦτος· οὐ γὰρ ἂν ἔγωγέ σε δυναίμην, εἰ τοιοῦτος εἴης, ἀσπάσασθαι ἐκ τῆς ψυχῆς.
Οὐκοῦν, ἔφην ἐγώ, συνεληλύθαμεν, ὦ γύναι, ὡς καὶ τῶν σωμάτων κοινωνήσοντες ἀλλήλοις;
Φασὶ γοῦν, ἔφη, οἱ ἄνθρωποι.
[10.5] Ποτέρως ἂν οὖν, ἔφην ἐγώ, τοῦ σώματος αὖ δοκοίην εἶναι ἀξιοφίλητος μᾶλλον κοινωνός, εἴ σοι τὸ σῶμα πειρῴμην παρέχειν τὸ ἐμαυτοῦ ἐπιμελόμενος ὅπως ὑγιαῖνόν τε καὶ ἐρρωμένον ἔσται, καὶ διὰ ταῦτα τῷ ὄντι εὔχρως σοι ἔσομαι, ἢ εἴ σοι μίλτῳ ἀλειφόμενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ ἐπιδεικνύοιμί τε ἐμαυτὸν καὶ συνείην ἐξαπατῶν σε καὶ παρέχων ὁρᾶν καὶ ἅπτεσθαι μίλτου ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ χρωτός;
[10.6] Ἐγὼ μέν, ἔφη ἐκείνη, οὔτ᾽ ἂν μίλτου ἁπτοίμην ἥδιον ἢ σοῦ οὔτ᾽ ἂν ἀνδρεικέλου χρῶμα ὁρῴην ἥδιον ἢ τὸ σὸν οὔτ᾽ ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαληλιμμένους ἥδιον ὁρῴην τοὺς σοὺς ἢ ὑγιαίνοντας.


[10.1] Εγώ, είπε ο Σωκράτης, μόλις άκουσα ότι του έδωσε τέτοια απάντηση η γυναίκα του, του είπα: «Μά την Ήρα, Ισχόμαχε, παρουσιάζεις αντρικό το μυαλό της γυναίκας σου».
«Ε, λοιπόν», είπε ο Ισχόμαχος, «θέλω να σου εξιστορήσω και άλλες πράξεις που δείχνουν την ανωτερότητα της ψυχής της, που με την πρώτη φορά που της μίλησα με άκουσε και με υπάκουε με μεγάλη προθυμία».
«Ποιές;», είπα εγώ, «εμπρός λέγε μου, γιατί είναι πολύ πιο ευχάριστο για μένα να μαθαίνω τις πράξεις της αρετής μιας με σάρκα και οστά γυναίκας, παρά αν θα έβλεπα το πορτρέτο μιας ωραίας γυναίκας ζωγραφισμένο από τον Ζεύξη».
[10.2] Τότε ο Ισχόμαχος του λέει: «Κάποτε, λοιπόν, Σωκράτη», είπε, «είδα πως είχε φκιασιδωθεί με αρκετή πούδρα για να φαίνεται πιο άσπρη, με αρκετό κοκκινάδι για να φαίνεται πιο ροδοκόκκινη από ό,τι στην πραγματικότητα, με ψηλοτάκουνα παπούτσια για να φαίνεται πιο ψηλή από το φυσικό της ανάστημα. [10.3] Τότε της είπα: “Πες μου, γυναίκα, πότε θα σου φαινόμουνα πιο αξιαγάπητος σύντροφος εγώ που μοιράζομαι την περιουσία μαζί σου, αν σου έδειχνα την περιουσία που έχω πραγματικά και δεν καυχιόμουν πως έχω περισσότερα από ότ,ι στην πραγματικότητα έχω, κι αν δεν σου έκρυβα τίποτε από τα υπάρχοντά μου ή αν προσπαθούσα να σε ξεγελάσω, λέγοντάς σου πως έχω περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα έχω και, παρουσιάζοντάς σου νομίσματα κάλπικα για αληθινά και περιδέραιο από έξω με χρυσό και από μέσα με ξύλο, και ρούχα πορφυρά που ξεθωριάζουν, έλεγα ότι είναι αληθινά;”
[10.4] Εκείνη με διέκοψε αμέσως. “Σιωπή”, είπε, “μακάρι να μην καταντήσεις τέτοιος. Γιατί, αν θα γινόσουν έτσι, δεν θα μπορούσα να σε αγαπήσω με την ψυχή μου”.
“Λοιπόν, γυναίκα μου”, είπα εγώ, “δεν είμαστε παντρεμένοι για να απολαμβάνουμε ο ένας το σώμα του άλλου;”
“Οι άνθρωποι τουλάχιστον έτσι λένε”, αποκρίθηκε.
[10.5] “Με ποιόν τρόπο, λοιπόν”, ξαναείπα, “θα σου φαινόμουν πιο αξιαγάπητος σύντροφος αν προσπαθούσα να σου δίνω το σώμα μου, φροντίζοντας να είναι γερό και δυνατό, και ακριβώς γι᾽ αυτό θα είμαι ροδοκόκκινος, ή αν αλειφόμουν και παρουσιαζόμουν σε σένα με ρόδινο χρώμα και φκιασίδωνα τα μάτια μου με ψεύτικο χρώμα όμοιο με το δέρμα μου και ζούσα κοντά σου εξαπατώντας σε συνειδητά, προσφέροντας στα μάτια και στα χάδια σου το ψεύτικο κοκκινάδι αντί για το φυσικό χρώμα του δέρματός μου;”
[10.6] “Εγώ”, είπε εκείνη, “ούτε θα άγγιζα το κοκκινάδι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από ό,τι εσένα, ούτε και θα έβλεπα με περισσότερη ευχαρίστηση το ψεύτικο χρώμα, το όμοιο με το δέρμα σου, από την ίδια την επιδερμίδα σου, ούτε θα έβλεπα πιο ευχάριστα βαμμένα τα μάτια σου από ό,τι τα αληθινά και φυσικά τους χρώματα με τη λάμψη της υγείας σ᾽ αυτά”.