Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (8.1-21.12)


[8.1] Ἦ καὶ ἐπέγνως τι, ὦ Ἰσχόμαχε, ἔφην ἐγώ, ἐκ τούτων αὐτὴν κεκινημένην μᾶλλον πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν;
Ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ δηχθεῖσάν γε οἶδα αὐτὴν καὶ ἐρυθριάσασαν σφόδρα ὅτι τῶν εἰσενεχθέντων τι αἰτήσαντος ἐμοῦ οὐκ εἶχέ μοι δοῦναι. καὶ ἐγὼ μέντοι ἰδὼν ἀχθεσθεῖσαν αὐτὴν εἶπον·
[8.2] Μηδέν τι, ἔφην, ἀθυμήσῃς, ὦ γύναι, ὅτι οὐκ ἔχεις δοῦναι ὅ σε αἰτῶν τυγχάνω. ἔστι μὲν γὰρ πενία αὕτη σαφής, τὸ δεόμενόν τινος μὴ ἔχειν χρῆσθαι· ἀλυποτέρα δὲ αὕτη ἡ ἔνδεια, τὸ ζητοῦντά τι μὴ δύνασθαι λαβεῖν, ἢ τὴν ἀρχὴν μηδὲ ζητεῖν εἰδότα ὅτι οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ γάρ, ἔφην ἐγώ, τούτων οὐ σὺ αἰτία, ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ τάξας σοι παρέδωκα ὅπου χρὴ ἕκαστα κεῖσθαι, ὅπως εἰδῇς ὅπου τε δεῖ τιθέναι καὶ ὁπόθεν λαμβάνειν. [8.3] ἔστι δ᾽ οὐδὲν οὕτως, ὦ γύναι, οὔτ᾽ εὔχρηστον οὔτε καλὸν ἀνθρώποις ὡς τάξις. καὶ γὰρ χορὸς ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν· ἀλλ᾽ ὅταν μὲν ποιῶσιν ὅ τι ἂν τύχῃ ἕκαστος, ταραχή τις φαίνεται καὶ θεᾶσθαι ἀτερπές, ὅταν δὲ τεταγμένως ποιῶσι καὶ φθέγγωνται, ἅμα οἱ αὐτοὶ οὗτοι καὶ ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι καὶ ἀξιάκουστοι. [8.4] καὶ στρατιά γε, ἔφην ἐγώ, ὦ γύναι, ἄτακτος μὲν οὖσα ταραχωδέστατον, καὶ τοῖς μὲν πολεμίοις εὐχειρωτότατον, τοῖς δὲ φίλοις ἀκλεέστατον ὁρᾶν καὶ ἀχρηστότατον, ὄνος ὁμοῦ, ὁπλίτης, σκευοφόρος, ψιλός, ἱππεύς, ἅμαξα· —πῶς γὰρ ἂν πορευθείησαν, ‹ἐὰν› ἔχοντες οὕτως ἐπικωλύσωσιν ἀλλήλους, ὁ μὲν βαδίζων τὸν τρέχοντα, ὁ δὲ τρέχων τὸν ἑστηκότα, ἡ δὲ ἅμαξα τὸν ἱππέα, ὁ δὲ ὄνος τὴν ἅμαξαν, ὁ δὲ σκευοφόρος τὸν ὁπλίτην; [8.5] εἰ δὲ καὶ μάχεσθαι δέοι, πῶς ἂν οὕτως ἔχοντες μαχέσαιντο; οἷς γὰρ ἀνάγκη αὐτῶν τοὺς ἐπιόντας φεύγειν, οὗτοι ἱκανοί εἰσι φεύγοντες καταπατῆσαι τοὺς ὅπλα ἔχοντας·— [8.6] τεταγμένη δὲ στρατιὰ κάλλιστον μὲν ἰδεῖν τοῖς φίλοις, δυσχερέστατον δὲ τοῖς πολεμίοις. τίς μὲν γὰρ οὐκ ἂν φίλος ἡδέως θεάσαιτο ὁπλίτας πολλοὺς ἐν τάξει πορευομένους, τίς δ᾽ οὐκ ἂν θαυμάσειεν ἱππέας κατὰ τάξεις ἐλαύνοντας, τίς δὲ οὐκ ἂν πολέμιος φοβηθείη ἰδὼν διηυκρινημένους ὁπλίτας, ἱππέας, πελταστάς, τοξότας, σφενδονήτας, καὶ τοῖς ἄρχουσι τεταγμένως ἑπομένους; [8.7] ἀλλὰ καὶ πορευομένων ἐν τάξει, κἂν πολλαὶ μυριάδες ὦσιν, ὁμοίως ὥσπερ εἷς ἕκαστος καθ᾽ ἡσυχίαν πάντες πορεύονται· εἰς γὰρ τὸ κενούμενον ἀεὶ ‹οἱ› ὄπισθεν ἐπέρχονται. [8.8] καὶ τριήρης δέ τοι ἡ σεσαγμένη ἀνθρώπων διὰ τί ἄλλο φοβερόν ἐστι πολεμίοις ἢ φίλοις ἀξιοθέατον ἢ ὅτι ταχὺ πλεῖ; διὰ τί δὲ ἄλλο ἄλυποι ἀλλήλοις εἰσὶν οἱ ἐμπλέοντες ἢ διότι ἐν τάξει μὲν κάθηνται, ἐν τάξει δὲ προνεύουσιν, ἐν τάξει δ᾽ ἀναπίπτουσιν, ἐν τάξει δ᾽ ἐμβαίνουσι καὶ ἐκβαίνουσιν; [8.9] ἡ δ᾽ ἀταξία ὅμοιόν τί μοι δοκεῖ εἶναι οἷόνπερ εἰ γεωργὸς ὁμοῦ ἐμβάλοι κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ ὄσπρια, κἄπειτα, ὁπότε δέοι ἢ μάζης ἢ ἄρτου ἢ ὄψου, διαλέγειν δέοι αὐτῷ ἀντὶ τοῦ λαβόντα διηυκρινημένοις χρῆσθαι. [8.10] καὶ σὺ οὖν, ὦ γύναι, ‹εἰ› τοῦ μὲν ταράχου τούτου μὴ δέοιο, βούλοιο δ᾽ ἀκριβῶς διοικεῖν τὰ ὄντα εἰδέναι καὶ τῶν ὄντων εὐπόρως λαμβάνουσα ὅτῳ ἂν δέῃ χρῆσθαι, καὶ ἐμοί, ἐάν τι αἰτῷ ἐν χάριτι διδόναι, χώραν τε δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν καὶ ἐν ταύτῃ θέντες διδάξωμεν τὴν διάκονον λαμβάνειν τε ἐντεῦθεν καὶ κατατιθέναι πάλιν εἰς ταύτην· καὶ οὕτως εἰσόμεθα τά τε σῶα ὄντα καὶ τὰ μή· ἡ γὰρ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει, καὶ ‹τὸ› δεόμενον θεραπείας ἐξετάσει ἡ ὄψις, καὶ τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ, ὥστε μὴ ἀπορεῖν χρῆσθαι.


[8.1] «Παρατήρησες τότε, Ισχόμαχε», είπα εγώ, «να έχει παρακινηθεί αυτή από την κουβέντα σας και να έγινε επιμελέστερη;»
«Ναι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «ξέρω ακόμη πως αυτή δαγκώθηκε και κατακοκκίνησε, επειδή της ζήτησα κάτι από αυτά που είχα φέρει στο σπίτι και δεν μπορούσε να μου το δώσει. Τότε, βλέποντας τη στενοχώρια της, της είπα:
[8.2] “Μην στεναχωριέσαι, γυναίκα μου, που δεν μπορείς να μου δώσεις αυτό που τυχαίνει να σου ζητώ. Είναι βέβαια αυτή πραγματική φτώχεια να μην μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάτι που χρειάζεσαι· αλλά είναι λιγότερο ενοχλητική αυτή η στέρηση, να μην μπορείς να πάρεις κάτι ενώ το ψάχνεις, παρά από την αρχή να μην το ψάχνεις καθόλου, επειδή ξέρεις ότι δεν το έχεις. Άλλωστε”, της είπα, “γι᾽ αυτά δεν φταις εσύ, αλλά εγώ που σου παρέδωσα αυτά τα πράγματα, ενώ δεν όρισα πού πρέπει να τοποθετείς το καθετί, για να ξέρεις πού πρέπει να το τοποθετείς και από πού να το παίρνεις. [8.3] Δεν υπάρχει, γυναίκα μου, στον κόσμο τίποτε τόσο ωφέλιμο όσο η τάξη ούτε τόσο όμορφο. Πράγματι —για παράδειγμα— ο χορός αποτελείται από ανθρώπους, αλλά, αν κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, είναι φανερή η αναταραχή, και το θέαμα είναι δυσάρεστο, όταν όμως εκτελούν οι χορευτές τις κινήσεις τους και το τραγούδι τους με τάξη, αυτοί οι ίδιοι δίνουν την εντύπωση ότι αξίζει συγχρόνως να τους βλέπει κανείς και να τους ακούει. [8.4] Και ο στρατός, είπα εγώ, γυναίκα μου, αν δεν βρίσκεται σε τάξη, έχει μια φρικτή οχλοβοή και πολύ εύκολα υποδουλώνεται από τον εχθρό, ενώ για τους φίλους είναι θέαμα πάρα πολύ οδυνηρό και άχρηστο: όλα μαζί, μουλάρια, οπλίτες, αχθοφόροι, οι ελαφρά οπλισμένοι, οι ιππείς. Πώς θα μπορούσαν οι άμαξες να προχωρήσουν, αν όντας σε τέτοια κατάσταση, εμποδίζουν ο ένας τον άλλο, αυτός που βαδίζει αυτόν που τρέχει, αυτός που τρέχει εκείνον που στέκεται, η άμαξα τον ιππέα, το μουλάρι την άμαξα, και ο αχθοφόρος τον οπλίτη; Και, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη να πολεμήσουν, πώς θα μπορούσαν, αφού θα βρίσκονται σε τέτοια αταξία; [8.5] Γιατί αυτοί που θα βρίσκονται στην ανάγκη να υποχωρήσουν μπροστά σε μια επίθεση, αυτοί πάλι, καθώς το βάζουν στα πόδια, είναι ικανοί να ποδοπατήσουν τους οπλίτες. [8.6] Αντίθετα, ο στρατός που βρίσκεται σε τάξη είναι το πιο όμορφο θέαμα για τους φίλους και το πιο δυσάρεστο για τους εχθρούς. Γιατί ποιός φίλος δεν θα έβλεπε με ευχαρίστηση πλήθος οπλίτες να προχωρούν στοιχημένοι, ποιός δεν θα θαύμαζε τους ιππείς, βλέποντάς τους να προελαύνουν σε ίλες και ποιός εχθρός δεν θα φοβόταν, αντικρίζοντας παραταγμένους με ξεχωριστή τάξη οπλίτες, ιππείς, πελταστές, τοξότες, σφενδονήτες, που ακολουθούν με απόλυτη πειθαρχία τους αξιωματικούς τους; [8.7] Αλλά, όταν βαδίζουν με τάξη, έστω κι αν είναι χιλιάδες, ήρεμα σαν ένας άνθρωπος προχωρούν όλοι μαζί. Γιατί πάντα το κενό διάστημα συμπληρώνεται απ᾽ αυτούς που ακολουθούν από πίσω.
[8.8] Και μια τριήρης που είναι πλήρως επανδρωμένη για ποιόν άλλο λόγο είναι θέαμα φοβερό για τους εχθρούς και αξιαγάπητο για τους φίλους, παρά για το ότι πλέει γρήγορα; και για ποιόν άλλο λόγο τα μέλη του πληρώματος δεν ενοχλούν ο ένας τον άλλο, παρά μόνο επειδή κάθονται στις θέσεις τους με τάξη, κλίνουν μπροστά με τάξη, γέρνουν πίσω με τάξη και επιβιβάζονται και αποβιβάζονται με τάξη; [8.9] Αλήθεια, η αταξία μού φαίνεται ότι είναι κάτι παρόμοιο όπως ακριβώς αν ένας γεωργός έριχνε μέσα στο χώμα ανακατεμένα κριθάρι, σιτάρι και όσπρια και στη συνέχεια, κάθε φορά που χρειαζόταν ψωμί κριθαρένιο ή σιταρένιο ή όσπρια, έπρεπε να βρίσκεται στην ανάγκη να τα διαλέγει αντί να τα παίρνει εύκολα για να τα χρησιμοποιήσει, έχοντάς τα τακτοποιημένα ήδη με τάξη.
[8.10] Έτσι λοιπόν και εσύ, γυναίκα, αν επιθυμείς να αποφύγεις αυτήν τη σύγχυση, όμως θέλεις να κουμαντάρεις σωστά τα υπάρχοντά μας και από αυτά να βρίσκεις εύκολα και να χρησιμοποιείς ό,τι χρειάζεσαι και, ακόμη, σε μένα να δίνεις κάτι πρόθυμα, αν σου το ζητώ, τότε ας διαλέξουμε την κατάλληλη θέση για το κάθε πράγμα και, αφού το τοποθετήσουμε σ᾽ αυτήν, ας μάθουμε στην υπηρέτρια να το παίρνει από αυτήν τη θέση και να το τοποθετεί πάλι σ᾽ αυτήν. Και μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα ξέρουμε ποιά πράγματι είναι σε καλή κατάσταση και ποιά δεν είναι· γιατί η ίδια η ορισμένη θέση θα ζητά αυτό που δεν είναι τοποθετημένο εκεί· επιπλέον, μια ματιά θα επισημάνει αυτό που έχει ανάγκη από φροντίδα, και η γνώση της θέσης κάθε πράγματος γρήγορα θα μας το δίνει στα χέρια, ώστε να μη δυσκολευόμαστε να το χρησιμοποιήσουμε”.