Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.6.29-7.6.38)

[7.6.29] Καὶ πολέμιον οὐκέτι οὐδένα ἑωρῶμεν ἐπειδὴ τὸ ἱππικὸν ἡμῖν προσεγένετο· τέως δὲ θαρραλέως ἡμῖν ἐφείποντο οἱ πολέμιοι καὶ ἱππικῷ καὶ πελταστικῷ κωλύοντες μηδαμῇ κατ᾽ ὀλίγους ἀποσκεδαννυμένους τὰ ἐπιτήδεια ἀφθονώτερα ἡμᾶς πορίζεσθαι. [7.6.30] εἰ δὲ δὴ ὁ συμπαρέχων ὑμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν μὴ πάνυ πολὺν νισθὸν προσετέλει τῆς ἀσφαλείας, τοῦτο δὴ τὸ σχέτλιον πάθημα καὶ διὰ τοῦτο οὐδαμῇ οἴεσθε χρῆναι ζῶντα ἐμὲ ἀνεῖναι; [7.6.31] νῦν δὲ δὴ πῶς ἀπέρχεσθε; οὐ διαχειμάσαντες μὲν ἐν ἀφθόνοις τοῖς ἐπιτηδείοις, περιττὸν δ᾽ ἔχοντες τοῦτο εἴ τι ἐλάβετε παρὰ Σεύθου; τὰ γὰρ τῶν πολεμίων ἐδαπανᾶτε. καὶ ταῦτα πράττοντες οὔτε ἄνδρας ἐπείδετε ὑμῶν αὐτῶν ἀποθανόντας οὔτε ζῶντας ἀπεβάλετε. [7.6.32] εἰ δέ τι καλὸν πρὸς τοὺς ἐν τῇ Ἀσίᾳ βαρβάρους ἐπέπρακτο ὑμῖν, οὐ καὶ ἐκεῖνο σῶν ἔχετε καὶ πρὸς ἐκείνοις νῦν ἄλλην εὔκλειαν προσειλήφατε καὶ τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Θρᾷκας ἐφ᾽ οὓς ἐστρατεύσασθε κρατήσαντες; ἐγὼ μὲν ὑμᾶς φημι δικαίως ἂν ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε τούτων τοῖς θεοῖς χάριν εἰδέναι ὡς ἀγαθῶν. [7.6.33] καὶ τὰ μὲν δὴ ὑμέτερα τοιαῦτα. ἄγετε δὴ πρὸς θεῶν καὶ τὰ ἐμὰ σκέψασθε ὡς ἔχει. ἐγὼ γὰρ ὅτε μὲν πρότερον ἀπῇα οἴκαδε, ἔχων μὲν ἔπαινον πολὺν πρὸς ὑμῶν ἀπεπορευόμην, ἔχων δὲ δι᾽ ὑμᾶς καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων εὔκλειαν. ἐπιστευόμην δὲ ὑπὸ Λακεδαιμονίων· οὐ γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς. [7.6.34] νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ᾽ ὑμῶν διαβεβλημένος, Σεύθῃ δὲ ἀπηχθημένος ὑπὲρ ὑμῶν, ὃν ἤλπιζον εὖ ποιήσας μεθ᾽ ὑμῶν ἀποστροφὴν καὶ ἐμοὶ καλὴν καὶ παισίν, εἰ γένοιντο, καταθήσεσθαι. [7.6.35] ὑμεῖς δ᾽, ὑπὲρ ὧν ἐγὼ ἀπήχθημαί τε πλεῖστα καὶ ταῦτα πολὺ κρείττοσιν ἐμαυτοῦ, πραγματευόμενός τε οὐδὲ νῦν πω πέπαυμαι ὅ τι δύναμαι ἀγαθὸν ὑμῖν, τοιαύτην ἔχετε γνώμην περὶ ἐμοῦ.
[7.6.36] Ἀλλ᾽ ἔχετε μέν με οὔτε φεύγοντα λαβόντες οὔτε ἀποδιδράσκοντα· ἢν δὲ ποιήσητε ἃ λέγετε, ἴστε ὅτι ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε πολλὰ μὲν δὴ πρὸ ὑμῶν ἀγρυπνήσαντα, πολλὰ δὲ σὺν ὑμῖν πονήσαντα καὶ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, θεῶν δ᾽ ἵλεων ὄντων καὶ τρόπαια βαρβάρων πολλὰ δὴ σὺν ὑμῖν στησάμενον, ὅπως δέ γε μηδενὶ τῶν Ἑλλήνων πολέμιοι γένησθε, πᾶν ὅσον ἐγὼ ἐδυνάμην πρὸς ὑμᾶς διατεινάμενον. [7.6.37] καὶ γὰρ οὖν νῦν ὑμῖν ἔξεστιν ἀνεπιλήπτως πορεύεσθαι ὅπῃ ἂν ἕλησθε καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. ὑμεῖς δέ, ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται, καὶ πλεῖτε ἔνθα δὴ ἐπεθυμεῖτε πάλαι, δέονταί τε ὑμῶν οἱ μέγιστον δυνάμενοι, μισθὸς δὲ φαίνεται, ἡγεμόνες δὲ ἥκουσι Λακεδαιμόνιοι οἱ κράτιστοι νομιζόμενοι εἶναι, νῦν δὴ καιρὸς ὑμῖν δοκεῖ εἶναι ὡς τάχιστα ἐμὲ κατακαίνειν; [7.6.38] οὐ μὴν ὅτε γε ἐν τοῖς ἀπόροις ἦμεν, ὦ πάντων μνημονικώτατοι, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἐμὲ ἐκαλεῖτε καὶ αἰεὶ ὡς εὐεργέτου μεμνήσεσθαι ὑπισχνεῖσθε. οὐ μέντοι ἀγνώμονες οὐδὲ οὗτοί εἰσιν οἱ νῦν ἥκοντες ἐφ᾽ ὑμᾶς· ὥστε, ὡς ἐγὼ οἶμαι, οὐδὲ τούτοις δοκεῖτε βελτίονες εἶναι τοιοῦτοι ὄντες περὶ ἐμέ. ταῦτ᾽ εἰπὼν ἐπαύσατο.

[7.6.29] »Έτσι από τότε που ήρθε μαζί μας το ιππικό του Σεύθη, δεν είδαμε κανέναν εχθρό. Ενώ ως εκείνο τον καιρό οι εχθροί μάς ακολουθούσαν με θάρρος, και με το ιππικό και το πελταστικό τους μας εμπόδιζαν παντού να σκορπιζόμαστε λίγοι λίγοι και να παίρνουμε πιο πολλά τρόφιμα. [7.6.30] Αν λοιπόν εκείνος που σας έδωσε αυτή την ασφάλεια δεν σας πλήρωσε από πάνω και με μεγάλο μισθό, αυτό είναι το σκληρό πάθημά σας που εξαιτίας του νομίζετε πως δεν πρέπει να με αφήσετε με κανένα τρόπο ζωντανό; [7.6.31] Και τώρα πώς φεύγετε; Δεν περάσατε το χειμώνα με άφθονα τρόφιμα, κι έχετε περισσεύματα όσα πήρατε από το Σεύθη; Γιατί ξοδεύατε τις σοδειές των εχθρών. Δεν φτάνουν όμως αυτά, παρά ούτε ένα δικό σας δεν είδαμε σκοτωμένο, ούτε χάσατε κανέναν που να πιάστηκε αιχμάλωτος. [7.6.32] Και αν πρωτύτερα είχατε δείξει γενναιότητα πολεμώντας τους βαρβάρους της Ασίας, δεν σας έμεινε κι εκείνο κέρδος, κι ακόμα δεν κερδίσατε τώρα μιαν άλλη δόξα με το να κάμετε πόλεμο και να νικήσετε τους Θράκες της Ευρώπης; Εγώ νομίζω πως αυτά που σας κάνουν τώρα να οργίζεστε μαζί μου είναι ευεργεσίες που σας τις έστειλαν οι θεοί κι έπρεπε να τους χρωστάτε ευγνωμοσύνη. [7.6.33] Τα σχετικά με σας έτσι περίπου είναι. Ελάτε όμως, για τ᾽ όνομα των θεών, εξετάστε τη δική μου κατάσταση. Πριν από καιρό που ξεκινούσα για την πατρίδα, έφευγα ακούοντας να μου κάνετε πολλούς επαίνους, και εξαιτίας σας είχα μια καλή φήμη ανάμεσα στους άλλους Έλληνες. Ακόμα μου είχαν εμπιστοσύνη κι οι Λακεδαιμόνιοι, αλλιώτικα δεν θα με ξανάστελναν να σας συναντήσω. [7.6.34] Τώρα όμως φεύγω, και από τη μια με έχετε συκοφαντήσει στους Λακεδαιμόνιους, από την άλλη εξαιτίας σας έγινα μισητός στο Σεύθη. Ενώ εγώ περίμενα πως με τη βοήθειά σας θα τον ευεργετήσω κι έτσι θα έχω ένα καλό καταφύγιο και για τον εαυτό μου και για τα παιδιά μου, αν κάμω καμιά φορά. [7.6.35] »Μα εσείς, που εξαιτίας σας μισήθηκα πολύ και μάλιστα από ανθρώπους αρκετά δυνατότερούς μου, έχετε τέτοια γνώμη για μένα, παρόλο που δεν παύω ούτε σήμερα ακόμα τις προσπάθειες για να σας προσφέρω ό,τι καλό μπορώ.
[7.6.36] »Τώρα με κρατάτε στα χέρια σας και δεν με πιάσατε να φεύγω ή να δραπετεύω. Αν λοιπόν κάμετε εκείνα που λέτε, να ξέρετε πως θα σκοτώσετε έναν άνθρωπο που αγρύπνησε πολλές φορές για σας και πέρασε μαζί σας πολλούς κόπους και κινδύνους, κι όταν είχε σειρά κι όταν δεν είχε. Έναν άνθρωπο, που με τη βοήθεια των θεών νίκησε μαζί σας τους βαρβάρους κι έστησε πολλά τρόπαια, και που αγωνίστηκε, όσο μπορούσε, να σας πείσει να μη γίνετε εχθροί με κανέναν Έλληνα. [7.6.37] Έτσι τώρα ελεύθεροι μπορείτε να πηγαίνετε όπου θέλετε και στη στεριά και στη θάλασσα. Και τούτη τη στιγμή σάς παρουσιάζεται μια μεγάλη ευτυχία, αφού πρόκειται να ταξιδέψετε εκεί που επιθυμούσατε από καιρό, έπειτα σας έχουν ανάγκη άνθρωποι πάρα πολύ δυνατοί, σας προσφέρεται μισθός και, το σπουδαιότερο, έχουν έρθει για αρχηγοί σας οι Λακεδαιμόνιοι, που θεωρούνται οι ισχυρότεροι απ᾽ όλους. Τώρα, λοιπόν, νομίζετε πως ήρθε η κατάλληλη ευκαιρία να με σκοτώσετε βιαστικά βιαστικά; [7.6.38] Δεν το κάματε αυτό τότε που βρισκόμασταν σε δύσκολες στιγμές, εσείς που τα θυμάστε τόσο καλά όλα, παρά και πατέρα με ονομάζατε και μου υποσχόσαστε πως θα με φέρνετε πάντα στο μυαλό σας, σαν ευεργέτη. Δεν είναι όμως αχάριστοι ούτε αυτοί που ήρθαν τώρα να σας πάρουν. Γι᾽ αυτό έχω τη γνώμη πως ούτε σ᾽ αυτούς δεν θα κάμετε καλή εντύπωση, δείχνοντας τέτοια διαγωγή απέναντί μου». Αυτά είπε και σταμάτησε.