Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.6.11-7.6.28)

[7.6.11] Ἀλλὰ πάντα μὲν ἄρα ἄνθρωπον ὄντα προσδοκᾶν δεῖ, ὁπότε γε καὶ ἐγὼ νῦν ὑφ᾽ ὑμῶν αἰτίας ἔχω ἐν ᾧ πλείστην προθυμίαν ἐμαυτῷ γε δοκῶ συνειδέναι περὶ ὑμᾶς παρεσχημένος. ἀπετραπόμην μέν γε ἤδη οἴκαδε ὡρμημένος, οὐ μὰ τὸν Δία οὔτοι πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀκούων ἐν ἀπόροις εἶναι ὡς ὠφελήσων εἴ τι δυναίμην. [7.6.12] ἐπεὶ δὲ ἦλθον, Σεύθου τουτουὶ πολλοὺς ἀγγέλους πρὸς ἐμὲ πέμποντος καὶ πολλὰ ὑπισχνουμένου μοι, εἰ πείσαιμι ὑμᾶς πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν, τοῦτο μὲν οὐκ ἐπεχείρησα ποιεῖν, ὡς αὐτοὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε. ἦγον δὲ ὅθεν ᾠόμην τάχιστ᾽ ἂν ὑμᾶς εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι. ταῦτα γὰρ καὶ βέλτιστα ἐνόμιζον ὑμῖν εἶναι καὶ ὑμᾶς ᾔδειν βουλομένους. [7.6.13] ἐπεὶ δ᾽ Ἀρίσταρχος ἐλθὼν σὺν τριήρεσιν ἐκώλυε διαπλεῖν ἡμᾶς, ἐκ τούτου, ὅπερ εἰκὸς δήπου ἦν, συνέλεξα ὑμᾶς, ὅπως βουλευσαίμεθα ὅ τι χρὴ ποιεῖν. [7.6.14] οὐκοῦν ὑμεῖς ἀκούοντες μὲν Ἀριστάρχου ἐπιτάττοντος ὑμῖν εἰς Χερρόνησον πορεύεσθαι, ἀκούοντες δὲ Σεύθου πείθοντος ἑαυτῷ συστρατεύεσθαι, πάντες μὲν ἐλέγετε σὺν Σεύθῃ ἰέναι, πάντες δ᾽ ἐψηφίσασθε ταῦτα. τί οὖν ἐγὼ ἐνταῦθα ἠδίκησα ἀγαγὼν ὑμᾶς ἔνθα πᾶσιν ὑμῖν ἐδόκει; [7.6.15] ἐπεί γε μὴν ψεύδεσθαι ἤρξατο Σεύθης περὶ τοῦ μισθοῦ, εἰ μὲν ἐπαινῶ αὐτόν, δικαίως ἄν με καὶ αἰτιῷσθε καὶ μισοῖτε· εἰ δὲ πρόσθεν αὐτῷ πάντων μάλιστα φίλος ὢν νῦν πάντων διαφορώτατός εἰμι, πῶς ἂν ἔτι δικαίως ὑμᾶς αἱρούμενος ἀντὶ Σεύθου ὑφ᾽ ὑμῶν αἰτίαν ἔχοιμι περὶ ὧν πρὸς τοῦτον διαφέρομαι;
[7.6.16] Ἀλλ᾽ εἴποιτ᾽ ἂν ὅτι ἔξεστι καὶ τὰ ὑμέτερα ἔχοντα παρὰ Σεύθου τεχνάζειν. οὐκοῦν δῆλον τοῦτό γέ ἐστιν, εἴπερ ἐμοὶ ἐτέλει τι Σεύθης, οὐχ οὕτως ἐτέλει δήπου ὡς ὧν τε ἐμοὶ δοίη στέροιτο καὶ ἄλλα ὑμῖν ἀποτείσειεν, ἀλλ᾽ οἶμαι, εἰ ἐδίδου, ἐπὶ τούτῳ ἂν ἐδίδου ὅπως ἐμοὶ δοὺς μεῖον μὴ ἀποδοίη ὑμῖν τὸ πλέον. [7.6.17] εἰ τοίνυν οὕτως ἔχειν οἴεσθε, ἔξεστιν ὑμῖν αὐτίκα μάλα ματαίαν ταύτην τὴν πρᾶξιν ἀμφοτέροις ἡμῖν ποιῆσαι, ἐὰν πράττητε αὐτὸν τὰ χρήματα. δῆλον γὰρ ὅτι Σεύθης, εἰ ἔχω τι παρ᾽ αὐτοῦ, ἀπαιτήσει με, καὶ ἀπαιτήσει μέντοι δικαίως, ἐὰν μὴ βεβαιῶ τὴν πρᾶξιν αὐτῷ ἐφ᾽ ᾗ ἐδωροδόκουν. [7.6.18] ἀλλὰ πολλοῦ μοι δοκῶ δεῖν τὰ ὑμέτερα ἔχειν· ὀμνύω γὰρ ὑμῖν θεοὺς ἅπαντας καὶ πάσας μηδ᾽ ἃ ἐμοὶ ἰδίᾳ ὑπέσχετο Σεύθης ἔχειν· πάρεστι δὲ καὶ αὐτὸς καὶ ἀκούων σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ· [7.6.19] ἵνα δὲ μᾶλλον θαυμάσητε, συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι, μὴ τοίνυν μηδὲ ὅσα τῶν λοχαγῶν ἔνιοι. [7.6.20] καὶ τί δὴ ταῦτ᾽ ἐποίουν; ᾤμην, ἄνδρες, ὅσῳ, μᾶλλον συμφέροιμι τούτῳ τὴν τότε πενίαν, τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὸν φίλον ποιήσεσθαι, ὁπότε δυνασθείη. ἐγὼ δὲ ἅμα τε αὐτὸν ὁρῶ εὖ πράττοντα καὶ γιγνώσκω δὴ αὐτοῦ τὴν γνώμην. [7.6.21] εἴποι δή τις ἄν, οὔκουν αἰσχύνῃ οὕτω μώρως ἐξαπατώμενος; ναὶ μὰ Δία ᾐσχυνόμην μέντἄν, εἰ ὑπὸ πολεμίου γε ὄντος ἐξηπατήθην· φίλῳ δὲ ὄντι ἐξαπατᾶν αἴσχιόν μοι δοκεῖ εἶναι ἢ ἐξαπατᾶσθαι. [7.6.22] ἐπεὶ εἴ γε πρὸς φίλους ἐστὶ φυλακή, πᾶσαν οἶδα ἡμᾶς φυλαξαμένους ὡς μὴ παρασχεῖν τούτῳ πρόφασιν δικαίαν μὴ ἀποδιδόναι ἡμῖν ἃ ὑπέσχετο· οὔτε γὰρ ἠδικήσαμεν τοῦτον οὐδὲν οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου οὐδὲ μὴν κατεδειλιάσαμεν οὐδὲν ἐφ᾽ ὅ τι ἡμᾶς οὗτος παρεκάλεσεν. [7.6.23] ἀλλά, φαίητε ἄν, ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν, ὡς μηδ᾽ εἰ ἐβούλετο ἐδύνατο ἐξαπατᾶν. πρὸς ταῦτα δὴ ἀκούσατε ἃ ἐγὼ οὐκ ἄν ποτε εἶπον τούτου ἐναντίον, εἰ μή μοι παντάπασιν ἀγνώμονες ἐδοκεῖτε εἶναι ἢ λίαν εἰς ἐμὲ ἀχάριστοι. [7.6.24] ἀναμνήσθητε γὰρ ἐν ποίοις τισὶ πράγμασιν ὄντες ἐτυγχάνετε, ἐξ ὧν ὑμᾶς ἐγὼ ἀνήγαγον πρὸς Σεύθην. οὐκ εἰς μὲν Πέρινθον προσῇτε [πόλιν], Ἀρίσταρχος δ᾽ ὑμᾶς ὁ Λακεδαιμόνιος οὐκ εἴα εἰσιέναι ἀποκλείσας τὰς πύλας; ὑπαίθριοι δ᾽ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε, μέσος δὲ χειμὼν ἦν, ἀγορᾷ δὲ ἐχρῆσθε σπάνια μὲν ὁρῶντες τὰ ὤνια, σπάνια δ᾽ ἔχοντες ὅτων ὠνήσεσθε, ἀνάγκη δὲ ἦν μένειν ἐπὶ Θρᾴκης· [7.6.25] τριήρεις γὰρ ἐφορμοῦσαι ἐκώλυον διαπλεῖν· εἰ δὲ μένοι τις, ἐν πολεμίᾳ εἶναι, ἔνθα πολλοὶ μὲν ἱππεῖς ἦσαν ἐναντίοι, πολλοὶ δὲ πελτασταί, [7.6.26] ἡμῖν δὲ ὁπλιτικὸν μὲν ἦν ᾧ ἁθρόοι μὲν ἰόντες ἐπὶ τὰς κώμας ἴσως ἂν ἐδυνάμεθα σῖτον λαμβάνειν οὐδέν τι ἄφθονον, ὅτῳ δὲ διώκοντες ἂν ἢ ἀνδράποδα ἢ πρόβατα κατελαμβάνομεν οὐκ ἦν ἡμῖν· οὔτε γὰρ ἱππικὸν οὔτε πελταστικὸν ἔτι ἐγὼ συνεστηκὸς κατέλαβον παρ᾽ ὑμῖν. [7.6.27] εἰ οὖν ἐν τοιαύτῃ ἀνάγκῃ ὄντων ὑμῶν μηδ᾽ ὁντιναοῦν μισθὸν προσαιτήσας Σεύθην σύμμαχον ὑμῖν προσέλαβον, ἔχοντα καὶ ἱππέας καὶ πελταστὰς ὧν ὑμεῖς προσεδεῖσθε, ἦ κακῶς ἂν ἐδόκουν ὑμῖν βεβουλεῦσθαι πρὸ ὑμῶν; [7.6.28] τούτων γὰρ δήπου κοινωνήσαντες καὶ σῖτον ἀφθονώτερον ἐν ταῖς κώμαις ηὑρίσκετε διὰ τὸ ἀναγκάζεσθαι τοὺς Θρᾷκας κατὰ σπουδὴν μᾶλλον φεύγειν, καὶ προβάτων καὶ ἀνδραπόδων μᾶλλον μετέσχετε.

[7.6.11] «Όπως φαίνεται, όλα πρέπει να τα περιμένει ένας άνθρωπος, αφού ακόμα κι εγώ κατηγορούμαι από σας, που έχω τη γνώμη πως έδειξα πάρα πολύ μεγάλη προθυμία για τα ζητήματά σας. Πρώτα πρώτα είχα ξεκινήσει για την πατρίδα μου και γύρισα πίσω, όχι μά το Δία γιατί έμαθα πως είστε ευτυχισμένοι, παρά αντίθετα, επειδή άκουγα πως βρίσκεστε σε δύσκολη θέση κι ήθελα να σας βοηθήσω, αν μπορούσα. [7.6.12] Όταν σας συνάντησα, ενώ τούτος εδώ ο Σεύθης μού έστελνε πολλούς απεσταλμένους και μου υποσχόταν πολλά, αν σας κατάφερνα να πάτε μαζί του, εγώ δεν δοκίμασα να το κάμω, όπως εσείς οι ίδιοι ξέρετε, παρά σας οδήγησα σε μέρος απ᾽ όπου νόμιζα πως θα περάσετε στην Ασία παρά πολύ γρήγορα. Γιατί είχα τη γνώμη πως αυτό ήταν το καλύτερο για σας, κι ήξερα πως το θέλετε κιόλας. [7.6.13] Αφού όμως ήρθε ο Αρίσταρχος με τριήρεις και μας εμπόδισε να περάσουμε απέναντι, τότε, όπως ήταν φυσικό, σας συγκέντρωσα για να σκεφτούμε μαζί τί έπρεπε να κάμουμε. [7.6.14] Εσείς λοιπόν καθώς από τη μια μαθαίνατε πως ο Αρίσταρχος σας διατάζει να τραβήξετε για τη Χερσόνησο, κι από την άλλη πως ο Σεύθης προσπαθούσε να σας καταφέρει να κάνετε μαζί του εκστρατεία, όλοι δεν είπατε να πάτε με το Σεύθη, κι όλοι σας δεν πήρατε αυτή την απόφαση; Γιατί λοιπόν έφταιξα εγώ, αφού σας οδήγησα εκεί που αποφασίσατε όλοι; [7.6.15] Στο τέλος ο Σεύθης σάς ξεγέλασε στο ζήτημα του μισθού. Αν βλέπατε πως εγώ τον επαινώ γι᾽ αυτή του τη διαγωγή, τότε δίκαια θα με κατηγορούσατε και θα με μισούσατε. Μα τώρα εγώ έχω μια ψυχρότητα με το Σεύθη που δεν την έχει κανένας από σας, παρόλο που πρωτύτερα ήμουν πολύ φίλος του. Πώς λοιπόν, αφού προτιμώ εσάς κι όχι εκείνον, μπορείτε δίκαια να με κατηγορείτε για πράγματα που έχω αντίθετη γνώμη από τη δική του;
[7.6.16] »Θα μπορούσατε να πείτε βέβαια πως μου είναι δυνατό να παίρνω από το Σεύθη εκείνα που ανήκαν σε σας και να σας ξεγελώ με πανουργίες. Αλλά είναι φανερό πως αν ο Σεύθης μού έδινε κάτι, δεν θα μου το πρόσφερε με σκοπό να το χάσει κι εκείνο και να πληρώσει άλλα σε σας. Αντίθετα, νομίζω πως αυτό θα το έκανε με σκοπό να μην πληρώσει σε σας τα πολλά, δίνοντας σε μένα λίγα. [7.6.17] Στην περίπτωση λοιπόν που νομίζετε ότι τα πράγματα είναι έτσι, μπορείτε τούτη τη στιγμή να κάμετε για τους δυο μας μάταιη τη δοσοληψία, παίρνοντας απ᾽ αυτόν χρήματα. Γιατί αν πήρα κάτι από το Σεύθη, είναι φανερό πως θα απαιτήσει να του το δώσω πίσω και θα είναι δίκαιη η απαίτησή του, αν δεν του εξασφαλίσω την υπόθεση για την οποία δωροδοκήθηκα. [7.6.18] Νομίζω όμως πως χρειάζομαι πάρα πολλά για να έχω εκείνα που σας ανήκουν. Γιατί σας ορκίζομαι σ᾽ όλους τους θεούς και τις θεές πως δεν πήρα ούτε κείνα που μου υποσχέθηκε ο Σεύθης ατομικά. Είναι κι αυτός εδώ και μ᾽ ακούει, και ξέρει αν κάνω ψεύτικο όρκο. [7.6.19] Θα παραξενευτείτε όμως περισσότερο, όταν σας ορκιστώ πως εγώ δεν δέχτηκα ούτε όσα πήραν οι άλλοι στρατηγοί ούτε ακόμα εκείνα που πήραν μερικοί λοχαγοί. [7.6.20] Και γιατί τάχα φέρθηκα έτσι; Είχα τη γνώμη, στρατιώτες, πως όσο περισσότερο τον ωφελούσα στην περίοδο που είχε φτώχειες, τόσο στενότερος φίλος μου θα ήταν, όταν αποκτούσε δύναμη. Μα τώρα που τον βλέπω ευτυχισμένο, καταλαβαίνω και τις διαθέσεις του. [7.6.21] Μπορεί όμως να με ρωτήσει κανένας, “δεν ντρέπεσαι να ξεγελιέσαι τόσο ανόητα;” Ναι, μά το Δία, θα ένιωθα ντροπή, αν είχα ξεγελαστεί από κάποιον εχθρό. Αλλά όταν πρόκειται για φίλο, νομίζω πως είναι χειρότερο να τον ξεγελάς, παρά να την παθαίνεις εσύ απ᾽ αυτόν. [7.6.22] Έπειτα, αν είναι ανάγκη να προφυλάγεται κανείς από φίλους, ξέρω πως εσείς πήρατε όλες τις προφυλάξεις, ώστε να μην του δώσετε αφορμή που να δικαιολογεί την άρνησή του να σας πληρώσει όσα υποσχέθηκε. Γιατί ούτε τον βλάψαμε καθόλου, ούτε αδιαφορήσαμε για τις υποθέσεις του, ούτε φανήκαμε δειλοί, οπουδήποτε κι αν μας είπε να πάμε. [7.6.23] Είναι όμως δυνατό να πείτε, πως έπρεπε τότε να πάρω εγγυήσεις, για να μην μπορεί να μας ξεγελά, κι αν ακόμα το ήθελε. Όσο γι᾽ αυτά, ακούστε εκείνα που ποτέ δεν θα έλεγα μπροστά του, αν δεν μου φαινόσαστε ότι είστε πέρα για πέρα άδικοι κριτές ή πολύ αχάριστοι απέναντί μου. [7.6.24] Θυμηθείτε δηλαδή σε ποιά κατάσταση βρισκόσαστε, όταν εγώ σας πήρα και σας οδήγησα στο Σεύθη. Τότε που πλησιάζατε στην Πέρινθο, δεν έκλεισε τις πύλες ο Αρίσταρχος ο Λακεδαιμόνιος και σας εμπόδιζε να μπείτε μέσα; Έπειτα στρατοπεδέψατε στο ύπαιθρο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, κι αγοράζατε τα τρόφιμα που τα βλέπατε λιγοστά, όπως λιγοστά ήταν και τα χρήματα που είχατε για να ψωνίζετε. [7.6.25] Κι ήταν ανάγκη να μείνουμε στη Θράκη, γιατί είχαν αποκλείσει μερικές τριήρεις το λιμάνι και μας εμπόδιζαν να περάσουμε απέναντι στην Ασία. Αν όμως έμενε κανείς εκεί, θα ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται σε εχθρική χώρα, όπου θα είχε αντιμέτωπους πολλούς ιππείς και πελταστές. [7.6.26] Εμείς βέβαια είχαμε οπλίτες και ίσως θα μπορούσαμε μ᾽ αυτούς, βαδίζοντας όλοι μαζί, να φτάσουμε στα χωριά και να πάρουμε λίγο σιτάρι. Μα δεν είχαμε τα μέσα να κυνηγήσουμε και να πιάσουμε αιχμάλωτους και ζώα. Γιατί ούτε ιππικό ούτε πελταστικό βρήκα συγκροτημένο. [7.6.27] Ας υποθέσουμε λοιπόν πως έκανα σύμμαχο το Σεύθη, χωρίς να του ζητήσω καθόλου μισθό. Τάχα νομίζετε απ᾽ αυτό πως σκέφτηκα αντίθετα προς τα συμφέροντά σας, αφού εσείς τότε βρισκόσαστε σε μεγάλη ανάγκη, ενώ εκείνος είχε ιππείς και πελταστές που σας ήταν απαραίτητοι; [7.6.28] Γιατί χρησιμοποιώντας τους βρίσκατε άφθονο σιτάρι στα χωριά και πήρατε μεγάλο μερίδιο σε ζώα και αιχμάλωτους, επειδή από φόβο σε κείνους αναγκάζονταν οι Θράκες να φεύγουν με μεγάλη βιασύνη.