Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.2.12-7.2.22)

[7.2.12] Μετὰ ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἔπραττε περὶ πλοίων, ὅπως ὅτι τάχιστα διαβαῖεν. ἐν δὲ τούτῳ ἀφικόμενος Ἀρίσταρχος ‹ὁ› ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστής, ἔχων δύο τριήρεις, πεπεισμένος ὑπὸ Φαρναβάζου τοῖς τε ναυκλήροις ἀπεῖπε μὴ διάγειν ἐλθών τε ἐπὶ τὸ στράτευμα τοῖς στρατιώταις εἶπε μὴ περαιοῦσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν. [7.2.13] ὁ δὲ Ξενοφῶν ἔλεγεν ὅτι Ἀναξίβιος ἐκέλευσε καὶ ἐμὲ πρὸς τοῦτο ἔπεμψεν ἐνθάδε. πάλιν δ᾽ Ἀρίσταρχος ἔλεξεν· Ἀναξίβιος μὲν τοίνυν οὐκέτι ναύαρχος, ἐγὼ δὲ τῇδε ἁρμοστής· εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω. ταῦτ᾽ εἰπὼν ᾤχετο εἰς τὸ τεῖχος. τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ μεταπέμπεται τοὺς στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς τοῦ στρατεύματος. [7.2.14] ἤδη δὲ ὄντων πρὸς τῷ τείχει ἐξαγγέλλει τις τῷ Ξενοφῶντι ὅτι εἰ εἴσεισι, συλληφθήσεται καὶ ἢ αὐτοῦ τι πείσεται ἢ καὶ Φαρναβάζῳ παραδοθήσεται. ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα τοὺς μὲν προπέμπεται, αὐτὸς δὲ εἶπεν ὅτι θῦσαί τι βούλοιτο. [7.2.15] καὶ ἀπελθὼν ἐθύετο εἰ παρεῖεν αὐτῷ οἱ θεοὶ πειρᾶσθαι πρὸς Σεύθην ἄγειν τὸ στράτευμα. ἑώρα γὰρ οὔτε διαβαίνειν ἀσφαλὲς ὂν τριήρεις ἔχοντος τοῦ κωλύσοντος, οὔτ᾽ ἐπὶ Χερρόνησον ἐλθὼν κατακλεισθῆναι ἐβούλετο καὶ τὸ στράτευμα ἐν πολλῇ σπάνει πάντων γενέσθαι ἔνθα πείθεσθαι μὲν ἀνάγκη τῷ ἐκεῖ ἁρμοστῇ, τῶν δὲ ἐπιτηδείων οὐδὲν ἔμελλεν ἕξειν τὸ στράτευμα. [7.2.16] καὶ ὁ μὲν ἀμφὶ ταῦτ᾽ εἶχεν· οἱ δὲ στρατηγοὶ καὶ οἱ λοχαγοὶ ἥκοντες παρὰ τοῦ Ἀριστάρχου ἀπήγγελλον ὅτι νῦν μὲν ἀπιέναι σφᾶς κελεύει, τῆς δείλης δὲ ἥκειν· ἔνθα καὶ δήλη μᾶλλον ἐδόκει ἡ ἐπιβουλή.
[7.2.17] Ὁ οὖν Ξενοφῶν, ἐπεὶ ἐδόκει τὰ ἱερὰ καλὰ εἶναι αὐτῷ καὶ τῷ στρατεύματι ἀσφαλῶς πρὸς Σεύθην ἰέναι, παραλαβὼν Πολυκράτην τὸν Ἀθηναῖον λοχαγὸν καὶ παρὰ τῶν στρατηγῶν ἑκάστου ἄνδρα πλὴν παρὰ Νέωνος ᾧ ἕκαστος ἐπίστευεν ᾤχετο τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὸ Σεύθου στράτευμα ἑξήκοντα στάδια. [7.2.18] ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἦσαν αὐτοῦ, ἐπιτυγχάνει πυροῖς ἐρήμοις. καὶ τὸ μὲν πρῶτον ᾤετο μετακεχωρηκέναι ποι τὸν Σεύθην· ἐπεὶ δὲ θορύβου τε ᾔσθετο καὶ σημαινόντων ἀλλήλοις τῶν περὶ Σεύθην, κατέμαθεν ὅτι τούτου ἕνεκα τὰ πυρὰ κεκαυμένα εἴη τῷ Σεύθῃ πρὸ τῶν νυκτοφυλάκων, ὅπως οἱ μὲν φύλακες μὴ ὁρῷντο ἐν τῷ σκότει ὄντες μήτε ὁπόσοι μήτε ὅπου εἶεν, οἱ δὲ προσιόντες μὴ λανθάνοιεν, ἀλλὰ διὰ τὸ φῶς καταφανεῖς εἶεν· [7.2.19] ἐπεὶ δὲ ᾔσθετο, προπέμπει τὸν ἑρμηνέα ὃν ἐτύγχανεν ἔχων, καὶ εἰπεῖν κελεύει Σεύθῃ ὅτι Ξενοφῶν πάρεστι βουλόμενος συγγενέσθαι αὐτῷ. οἱ δὲ ἤροντο εἰ ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀπὸ τοῦ στρατεύματος. [7.2.20] ἐπειδὴ δὲ ἔφη οὗτος εἶναι, ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον· καὶ ὀλίγον ὕστερον παρῆσαν πελτασταὶ ὅσον διακόσιοι, καὶ παραλαβόντες Ξενοφῶντα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἦγον πρὸς Σεύθην. [7.2.21] ὁ δ᾽ ἦν ἐν τύρσει μάλα φυλαττόμενος, καὶ ἵπποι περὶ αὐτὴν κύκλῳ ἐγκεχαλινωμένοι· διὰ γὰρ τὸν φόβον τὰς μὲν ἡμέρας ἐχίλου τοὺς ἵππους, τὰς δὲ νύκτας ἐγκεχαλινωμένοις ἐφυλάττετο. [7.2.22] ἐλέγετο γὰρ καὶ πρόσθεν Τήρης ὁ τούτου πρόγονος ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ πολὺ ἔχων στράτευμα ὑπὸ τούτων τῶν ἀνδρῶν πολλοὺς ἀπολέσαι καὶ τὰ σκευοφόρα ἀφαιρεθῆναι· ἦσαν δ᾽ οὗτοι Θυνοί, πάντων λεγόμενοι εἶναι μάλιστα νυκτὸς πολεμικώτατοι.

[7.2.12] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Ξενοφώντας προσπαθούσε να βρει πλοία, για να περάσουν απέναντι όσο γινόταν πιο γρήγορα. Στο αναμεταξύ ήρθε από το Βυζάντιο ο Αρίσταρχος ο αρμοστής με δυο τριήρεις. Τούτος, μιλημένος από το Φαρνάβαζο, και στους καραβοκύρηδες απαγόρεψε να περάσουν το στρατό, και στους στρατιώτες πήγε κι είπε να μη διαβούν απέναντι, στην Ασία. [7.2.13] Ο Ξενοφώντας όμως του δήλωσε πως ο Αναξίβιος έδωσε αυτή την εντολή και τον έστειλε εκεί γι᾽ αυτόν το σκοπό. Τότε ο Αρίσταρχος ξαναμίλησε: «Ο Αναξίβιος δεν είναι πια ναύαρχος, ενώ εγώ είμαι αρμοστής εδώ. Κι αν πιάσω κανέναν από σας στη θάλασσα, θα τον βουλιάξω». Αυτά είπε και μπήκε μέσα στα τείχη. Την άλλη μέρα στέλνει και καλεί τους στρατηγούς και τους λοχαγούς του στρατού. [7.2.14] Την ώρα που βρίσκονταν πια κοντά στο τείχος, ανακοινώνει κάποιος στον Ξενοφώντα πως θα τον πιάσουν, αν μπει μέσα, και πως ή θα τον σκοτώσουν αμέσως ή θα τον παραδώσουν στο Φαρνάβαζο. Μόλις τ᾽ άκουσε ο Ξενοφώντας στέλνει τους άλλους, ενώ αυτός είπε πως ήθελε να κάνει κάποια θυσία. [7.2.15] Πραγματικά πήγε και θυσίασε, ζητώντας να μάθει αν του επιτρέπουν οι θεοί να προσπαθήσει να οδηγήσει το στρατό στο Σεύθη. Γιατί έβλεπε πως δεν ήταν σίγουρο το πέρασμα, αφού είχε τριήρεις εκείνος που σκόπευε να τους εμποδίσει, κι ούτε ήθελε να πάει στη Χερσόνησο και να κλειστεί εκεί, γιατί ο στρατός θα δοκίμαζε μεγάλες στερήσεις. Κι έτσι θα αναγκαζόταν να υπακούει στον αρμοστή του τόπου, ενώ οι στρατιώτες δεν επρόκειτο να προμηθευτούν καθόλου τρόφιμα. [7.2.16] Εκείνον αυτές οι σκέψεις τον απασχολούσαν. Στο μεταξύ γύρισαν από τον Αρίσταρχο οι στρατηγοί και οι λοχαγοί και του ανακοίνωσαν πως τους είπε να φύγουν τώρα, να πάνε όμως το βράδυ. Έτσι φάνηκαν περισσότερο καθαρά τα κακά του σχέδια.
[7.2.17] Τότε ο Ξενοφώντας είχε τη γνώμη πως οι θυσίες ήταν καλοσήμαδες και για τον εαυτό του και για το στρατό, και πως ήταν σίγουρος ο πηγεμός στο Σεύθη. Πήρε λοιπόν τον Αθηναίο λοχαγό Πολυκράτη και από κάθε στρατηγό —εκτός από το Νέωνα— τον πιο έμπιστό του στρατιώτη κι έφυγε τη νύχτα για το στρατόπεδο του Σεύθη, που ήταν εξήντα στάδια μακριά. [7.2.18] Όταν πλησίαζαν εκεί, συναντάει φωτιές χωρίς να υπάρχουν φρουροί. Στην αρχή νόμισε πως ο Σεύθης είχε μεταφέρει αλλού το στρατό του. Αλλά σε λίγο άκουσε θόρυβο και τους στρατιώτες που έδιναν πληροφορίες ο ένας στον άλλον, και κατάλαβε πως ο Σεύθης έδωσε διαταγή ν᾽ ανάψουν τις φωτιές πιο μπροστά από τη θέση των νυκτοφρουρών. Κι αυτό για να βρίσκονται οι φρουροί σε μέρος σκοτεινό και να μη διακρίνονται ούτε πόσοι ήταν ούτε πού, ενώ εκείνοι που πλησίαζαν να μη μένουν απαρατήρητοι, παρά να φαίνονται καθαρά από τη λάμψη της φωτιάς. [7.2.19] Όταν το κατάλαβε, στέλνει μπροστά το διερμηνέα που είχε, προστάζοντάς τον να πει στο Σεύθη πως ο Ξενοφώντας είναι κοντά και θέλει να τον συναντήσει. Οι φρουροί τον ρώτησαν αν πρόκειται για τον Ξενοφώντα τον Αθηναίο, εκείνον που ήταν στο στρατό του Κύρου. [7.2.20] Μόλις είπε πως είναι αυτός, πήδησαν απάνω στ᾽ άλογα κι έτρεχαν. Σε λίγο έφτασαν ως διακόσιοι πελταστές, που πήραν τον Ξενοφώντα κι όσους είχε μαζί του και τους οδήγησαν στο Σεύθη. [7.2.21] Τούτος ήταν οχυρωμένος μέσα σ᾽ έναν πύργο, που γύρω γύρω υπήρχαν άλογα που φορούσαν χαλινάρια. Γιατί τόσο πολύ φοβόταν τους εχθρούς, ώστε την ημέρα τάιζε με χορτάρι τα άλογα, ενώ τη νύχτα προφυλαγόταν έχοντάς τα με τα χαλινάρια στο στόμα. [7.2.22] Έλεγαν, μάλιστα, πως και παλιότερα ο πρόγονός του ο Τήρης, στην ίδια χώρα, έχασε πολλούς άντρες και φορτηγά ζώα από τους ντόπιους, παρόλο που είχε πολύ στρατό. Οι εχθροί αυτοί ήταν οι Θυνοί, που φημίζονταν πως είναι οι πιο φοβεροί πολεμιστές σε νυχτερινές μάχες.