Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.6.12-6.6.24)

[6.6.12] Ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἐμοὶ δὲ οὐδὲν φαῦλον δοκεῖ εἶναι τὸ πρᾶγμα, εἰ ἡμῖν οὕτως ἔχων τὴν γνώμην Κλέανδρος ἄπεισιν ὥσπερ λέγει. εἰσὶ μὲν γὰρ ἐγγὺς αἱ Ἑλληνίδες πόλεις· τῆς δὲ Ἑλλάδος Λακεδαιμόνιοι προεστήκασιν· ἱκανοὶ δέ εἰσι καὶ εἷς ἕκαστος Λακεδαιμονίων ἐν ταῖς πόλεσιν ὅ τι βούλονται διαπράττεσθαι. [6.6.13] εἰ οὖν οὗτος πρῶτον μὲν ἡμᾶς Βυζαντίου ἀποκλείσει, ἔπειτα δὲ τοῖς ἄλλοις ἁρμοσταῖς παραγγελεῖ εἰς τὰς πόλεις μὴ δέχεσθαι ὡς ἀπιστοῦντας Λακεδαιμονίοις καὶ ἀνόμους ὄντας, ἔτι δὲ πρὸς Ἀναξίβιον τὸν ναύαρχον οὗτος ὁ λόγος περὶ ἡμῶν ἥξει, χαλεπὸν ἔσται καὶ μένειν καὶ ἀποπλεῖν· καὶ γὰρ ἐν τῇ γῇ ἄρχουσι Λακεδαιμόνιοι καὶ ἐν τῇ θαλάττῃ τὸν νῦν χρόνον. [6.6.14] οὔκουν δεῖ οὔτε ἑνὸς ἀνδρὸς ἕνεκα οὔτε δυοῖν ἡμᾶς τοὺς ἄλλους τῆς Ἑλλάδος ἀπέχεσθαι, ἀλλὰ πειστέον ὅ τι ἂν κελεύωσι· καὶ γὰρ αἱ πόλεις ἡμῶν ὅθεν ἐσμὲν πείθονται αὐτοῖς. [6.6.15] ἐγὼ μὲν οὖν (καὶ γὰρ ἀκούω Δέξιππον λέγειν πρὸς Κλέανδρον ὡς οὐκ ἂν ἐποίησεν Ἀγασίας ταῦτα, εἰ μὴ ἐγὼ αὐτὸν ἐκέλευσα), ἐγὼ μὲν οὖν ἀπολύω καὶ ὑμᾶς τῆς αἰτίας καὶ Ἀγασίαν, ἂν αὐτὸς Ἀγασίας φήσῃ ἐμέ τι τούτων αἴτιον εἶναι, καὶ καταδικάζω ἐμαυτοῦ, εἰ ἐγὼ πετροβολίας ἢ ἄλλου τινὸς βιαίου ἐξάρχω, τῆς ἐσχάτης δίκης ἄξιος εἶναι, καὶ ὑφέξω τὴν δίκην. [6.6.16] φημὶ δὲ καὶ εἴ τινα ἄλλον αἰτιᾶται, χρῆναι ἑαυτὸν παρασχεῖν Κλεάνδρῳ κρῖναι· οὕτω γὰρ ἂν ὑμεῖς ἀπολελυμένοι τῆς αἰτίας εἴητε. ὡς δὲ νῦν ἔχει, χαλεπὸν εἰ οἰόμενοι ἐν τῇ Ἑλλάδι καὶ ἐπαίνου καὶ τιμῆς τεύξεσθαι ἀντὶ δὲ τούτων οὐδ᾽ ὅμοιοι τοῖς ἄλλοις ἐσόμεθα, ἀλλ᾽ εἰρξόμεθα ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων.
[6.6.17] Μετὰ ταῦτα ἀναστὰς εἶπεν Ἀγασίας· Ἐγώ, ὦ ἄνδρες, ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεὰς ἦ μὴν μήτε με Ξενοφῶντα κελεῦσαι ἀφελέσθαι τὸν ἄνδρα μήτε ἄλλον ὑμῶν μηδένα· ἰδόντι δέ μοι ἄνδρα ἀγαθὸν ἀγόμενον τῶν ἐμῶν λοχιτῶν ὑπὸ Δεξίππου, ὃν ὑμεῖς ἐπίστασθε ὑμᾶς προδόντα, δεινὸν ἔδοξεν εἶναι· καὶ ἀφειλόμην, ὁμολογῶ. [6.6.18] καὶ ὑμεῖς μὲν μὴ ἐκδῶτέ με· ἐγὼ δὲ ἐμαυτόν, ὥσπερ Ξενοφῶν λέγει, παρασχήσω κρίναντι Κλεάνδρῳ ὅ τι ἂν βούληται ποιῆσαι· τούτου ἕνεκα μήτε πολεμεῖτε Λακεδαιμονίοις σῴζεσθέ τε ἀσφαλῶς ὅποι θέλει ἕκαστος. συμπέμψατε μέντοι μοι ὑμῶν αὐτῶν ἑλόμενοι πρὸς Κλέανδρον οἵτινες, ἄν τι ἐγὼ παραλίπω, καὶ λέξουσιν ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ πράξουσιν.
[6.6.19] Ἐκ τούτου ἔδωκεν ἡ στρατιὰ οὕστινας βούλοιτο προελόμενον ἰέναι. ὁ δὲ προείλετο τοὺς στρατηγούς. μετὰ ταῦτα ἐπορεύετο πρὸς Κλέανδρον Ἀγασίας καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ ὁ ἀφαιρεθεὶς ἀνὴρ ὑπὸ Ἀγασίου. [6.6.20] καὶ ἔλεγον οἱ στρατηγοί· Ἔπεμψεν ἡμᾶς ἡ στρατιὰ πρὸς σέ, ὦ Κλέανδρε, καὶ κελεύουσί σε, εἴτε πάντας αἰτιᾷ, κρίναντα σὲ αὐτὸν χρῆσθαι ὅ τι ἂν βούλῃ, εἴτε ἕνα τινὰ ἢ δύο καὶ πλείους αἰτιᾷ, τούτους ἀξιοῦσι παρασχεῖν σοι ἑαυτοὺς εἰς κρίσιν. εἴ τι οὖν ἡμῶν τινα αἰτιᾷ, πάρεσμέν σοι ἡμεῖς· εἴ τι δὲ ἄλλον τινά, φράσον· οὐδεὶς γὰρ ἀπέσται ὅστις ἂν ἡμῖν ἐθέλῃ πείθεσθαι. [6.6.21] μετὰ ταῦτα παρελθὼν ὁ Ἀγασίας εἶπεν· Ἐγώ εἰμι, ὦ Κλέανδρε, ὁ ἀφελόμενος Δεξίππου ἄγοντος τοῦτον τὸν ἄνδρα καὶ παίειν κελεύσας Δέξιππον. [6.6.22] τοῦτον μὲν γὰρ οἶδα ἄνδρα ἀγαθὸν ὄντα, Δέξιππον δὲ οἶδα αἱρεθέντα ὑπὸ τῆς στρατιᾶς ἄρχειν τῆς πεντηκοντόρου ἧς ᾐτησάμεθα παρὰ Τραπεζουντίων ἐφ᾽ ᾧτε πλοῖα συλλέγειν ὡς σῳζοίμεθα, καὶ ἀποδράντα Δέξιππον καὶ προδόντα τοὺς στρατιώτας μεθ᾽ ὧν ἐσώθη. [6.6.23] καὶ τούς τε Τραπεζουντίους ἀπεστερήκαμεν τὴν πεντηκόντορον καὶ κακοὶ δοκοῦμεν εἶναι διὰ τοῦτον, αὐτοί τε τὸ ἐπὶ τούτῳ ἀπολώλαμεν. ἤκουε γάρ, ὥσπερ ἡμεῖς, ὡς ἄπορον εἴη πεζῇ ἀπιόντας τοὺς ποταμούς τε διαβῆναι καὶ σωθῆναι εἰς τὴν Ἑλλάδα. [6.6.24] τοῦτον οὖν τοιοῦτον ὄντα ἀφειλόμην. εἰ δὲ σὺ ἦγες ἢ ἄλλος τις τῶν παρὰ σοῦ, καὶ μὴ τῶν παρ᾽ ἡμῶν ἀποδράντων, εὖ ἴσθι ὅτι οὐδὲν ἂν τούτων ἐποίησα. νόμιζε δέ, ἂν ἐμὲ νῦν ἀποκτείνῃς, δι᾽ ἄνδρα δειλόν τε καὶ πονηρὸν ἄνδρα ἀγαθὸν ἀποκτείνων.

[6.6.12] «Στρατιώτες, εγώ νομίζω πως το πράγμα είναι σοβαρό, αν δηλαδή θα σηκωθεί να φύγει ο Κλέανδρος, όπως φοβερίζει, με τέτοια απόφαση. Γιατί οι ελληνικές πόλεις βρίσκονται κοντά, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι είναι αρχηγοί σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και εκτός απ᾽ αυτό, έχουν την ικανότητα και καθένας τους χωριστά να κάνουν ό,τι θέλουν στις πόλεις. [6.6.13] Αν λοιπόν αυτός πρώτα μας εμποδίσει να φτάσουμε στο Βυζάντιο, έπειτα ειδοποιήσει τους άλλους αρμοστές να μη μας δέχονται στις πόλεις τους γιατί τάχα δεν πειθαρχούμε στους Λακεδαιμόνιους και δεν λογαριάζουμε τους νόμους, κι αν αυτή η φήμη για μας φτάσει στον Αναξίβιο το ναύαρχο, θα είναι δύσκολο και να μείνουμε εδώ και να ταξιδέψουμε. Γιατί στην τωρινή εποχή οι Λακεδαιμόνιοι κυβερνούν τα πάντα και στη στεριά και στη θάλασσα. [6.6.14] Δεν είναι λοιπόν σωστό, εξαιτίας ενός ανθρώπου ή δυο, εμείς οι άλλοι να στερηθούμε την Ελλάδα, παρά πρέπει να υπακούμε στις διαταγές τους, αφού και οι πόλεις απ᾽ όπου καταγόμαστε πειθαρχούν σ᾽ αυτούς. [6.6.15] Άκουσα πριν λίγο πως ο Δέξιππος είπε στον Κλέανδρο ότι ο Αγασίας δεν θα έκανε αυτή την πράξη, αν δεν έπαιρνε διαταγή από μένα. Αν λοιπόν ο ίδιος ο Αγασίας βεβαιώσει πως εγώ είμαι υπεύθυνος γι᾽ αυτά, τότε σας απαλλάσσω από την κατηγορία κι εσάς κι εκείνον. Και στην περίπτωση που εγώ άρχισα να ρίχνω πέτρες ή κάπως αλλιώτικα μεταχειρίστηκα βία, θα θεωρήσω τον εαυτό μου άξιο της σκληρότερης τιμωρίας και θα τη δεχτώ πρόθυμα. [6.6.16] Έχω όμως τη γνώμη πως, αν ο Δέξιππος κατηγορεί και κανέναν άλλο, πρέπει κι αυτός να παρουσιαστεί μπροστά στον Κλέανδρο για να τον κρίνει. Γιατί μονάχα έτσι θα γλιτώσετε σεις από την κατηγορία. Ενώ, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, είναι τρομερό να νομίζουμε πως θα βρούμε στην Ελλάδα έπαινο και δόξα, κι αντί γι᾽ αυτά να μην κριθούμε ούτε όμοιοι με τους άλλους, παρά να εμποδιζόμαστε να μείνουμε στις ελληνικές πόλεις».
[6.6.17] Ύστερα σηκώθηκε ο Αγασίας κι είπε: «Σας ορκίζομαι, στρατιώτες, στους θεούς και στις θεές, πως ούτε ο Ξενοφώντας ούτε κανένας άλλος από σας μου είπε να πάρω τον άνθρωπο. Παρά όταν είδα να σέρνεται ένας γενναίος στρατιώτης του λόχου μου από το Δέξιππο, αυτόν που ξέρετε πως σας πρόδωσε, μου φάνηκε τρομερό. Γι᾽ αυτό, ομολογώ, τον τράβηξα και του τον πήρα. [6.6.18] Τώρα εσείς να μη με παραδώσετε. Όπως είπε ο Ξενοφώντας, θα παραδοθώ ο ίδιος στον Κλέανδρο, για να με κρίνει και να με κάμει ό,τι θέλει. Απ᾽ αφορμή το επεισόδιο αυτό δεν πρέπει ν᾽ ανοίξετε πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, παρά να κοιτάξετε να σωθείτε και να πάει ο καθένας σας με ασφάλεια εκεί που θέλει. Διαλέχτε μονάχα μερικούς από σας και στείλτε τους μαζί μου στον Κλέανδρο, ώστε αν εγώ ξεχάσω κάτι, να το πουν αυτοί και να το κάμουν για λογαριασμό μου».
[6.6.19] Τότε ο στρατός τού έδωσε την άδεια να διαλέξει ο ίδιος όποιους ήθελε και να τους πάρει να πάει, κι εκείνος προτίμησε τους στρατηγούς. Ύστερα απ᾽ αυτά πήγε στον Κλέανδρο ο Αγασίας με το στρατιώτη που είχε τραβήξει από το Δέξιππο και με τους στρατηγούς. [6.6.20] Οι στρατηγοί τού είπαν: «Μας έστειλε, Κλέανδρε, σε σένα ο στρατός και σε παρακαλεί, αν μας κατηγορείς όλους, να μας κρίνεις εσύ ο ίδιος και να μας μεταχειριστείς όπως θέλεις. Αν όμως κατηγορείς έναν ή δυο ή και περισσότερους, το βρίσκει σωστό να σου παραδοθούν οι ίδιοι για να τους δικάσεις. Ώστε αν η κατηγορία βαρύνει κάποιον από μας, εμείς βρισκόμαστε μπροστά σου. Αν βαρύνει κανέναν άλλο, να μας το πεις. Γιατί κανείς, απ᾽ όσους παίρνουν από μας διαταγές, δεν θ᾽ αρνηθεί να παρουσιαστεί μπροστά σου». [6.6.21] Ύστερα προχώρησε ο Αγασίας και είπε: «Εγώ είμαι, Κλέανδρε, που έδωσα διαταγή να χτυπούν το Δέξιππο και του πήρα τούτον τον στρατιώτη που οδηγούσε. [6.6.22] Γιατί ξέρω πως ο στρατιώτης είναι ένας άντρας γενναίος, ενώ ο Δέξιππος διαλέχτηκε από το στρατό να κυβερνά την πεντηκόντορο που ζητήσαμε από τους Τραπεζούντιους για να μαζέψουμε πλοία να μας μεταφέρουν, κι αυτός το ᾽σκασε και πρόδωσε τους στρατιώτες που μαζί τους είχε γλιτώσει. [6.6.23] Έτσι και τους Τραπεζούντιους στερήσαμε μια πεντηκόντορο και φανήκαμε από φταίξιμο του Δέξιππου πως δεν είμαστε τίμιοι άνθρωποι, και, όσο περνούσε από το χέρι του, καταστραφήκαμε. Γιατί ήξερε, όπως κι εμείς, ότι ήταν δύσκολο προχωρώντας με τα πόδια και τα ποτάμια να περάσουμε και να φτάσουμε ζωντανοί στην Ελλάδα. [6.6.24] Από έναν τέτοιον άνθρωπο λοιπόν τράβηξα το στρατιώτη και τον πήρα. Αν όμως τον οδηγούσες εσύ ή κανένας άλλος από τους δικούς σου, κι όχι εκείνος που μας το ᾽σκασε, να είσαι βέβαιος πως δεν επρόκειτο να κάμω τίποτε απ᾽ αυτά που έκαμα. Και πρέπει να ξέρεις ότι αν με σκοτώσεις τώρα, θα σκοτώσεις ένα γενναίον άντρα, εξαιτίας ενός δειλού και κακού».