Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.5.7-6.5.21)

[6.5.7] Ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας προάγοντες τὸ στράτευμα ἔξω τῶν κωμῶν ἐλάμβανον τὰ ἐπιτήδεια ὅ τι τις ὁρῴη ἐντὸς τῆς φάλαγγος, καὶ ἐξαίφνης ὁρῶσι τοὺς πολεμίους ὑπερβάλλοντας κατὰ λόφους τινὰς ἐκ τοῦ ἐναντίου, τεταγμένους ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς· καὶ γὰρ Σπιθριδάτης καὶ Ῥαθίνης ἧκον παρὰ Φαρναβάζου ἔχοντες τὴν δύναμιν. [6.5.8] ἐπεὶ δὲ κατεῖδον τοὺς Ἕλληνας οἱ πολέμιοι, ἔστησαν ἀπέχοντες αὐτῶν ὅσον πεντεκαίδεκα σταδίους. ἐκ τούτου εὐθὺς ὁ Ἀρηξίων ὁ μάντις τῶν Ἑλλήνων σφαγιάζεταικαὶ ἐγένετο ἐπὶ τοῦ πρώτου καλὰ τὰ σφάγια. , [6.5.9] ἔνθα δὴ Ξενοφῶν λέγει· Δοκεῖ μοι, ὦ ἄνδρες στρατηγοί, ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους φύλακας ἵν᾽ ἄν που δέῃ ὦσιν οἱ ἐπιβοηθήσοντες τῇ φάλαγγι καὶ οἱ πολέμιοι τεταραγμένοι ἐμπίπτωσιν εἰς τεταγμένους καὶ ἀκεραίους. συνεδόκει ταῦτα πᾶσιν. [6.5.10] Ὑμεῖς μὲν τοίνυν, ἔφη, προηγεῖσθε τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους, ὡς μὴ ἑστήκωμεν, ἐπεὶ ὤφθημεν καὶ εἴδομεν τοὺς πολεμίους· ἐγὼ δὲ ἥξω τοὺς τελευταίους λόχους καταχωρίσας ᾗπερ ὑμῖν δοκεῖ. [6.5.11] ἐκ τούτου οἱ μὲν ἥσυχοι προῆγον, ὁ δὲ τρεῖς ἀφελὼν τὰς τελευταίας τάξεις ἀνὰ διακοσίους ἄνδρας τὴν μὲν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντας ὡς πλέθρον· Σαμόλας Ἀχαιὸς ταύτης ἦρχε τῆς τάξεως· τὴν δ᾽ ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι· Πυρρίας Ἀρκὰς ταύτης ἦρχε· τὴν δὲ μίαν ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ· Φρασίας Ἀθηναῖος ταύτῃ ἐφειστήκει. [6.5.12] προϊόντες δέ, ἐπεὶ ἐγένοντο οἱ ἡγούμενοι ἐπὶ νάπει μεγάλῳ καὶ δυσπόρῳ, ἔστησαν ἀγνοοῦντες εἰ διαβατέον εἴη τὸ νάπος. καὶ παρεγγυῶσι στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς παριέναι ἐπὶ τὸ ἡγούμενον. [6.5.13] καὶ ὁ Ξενοφῶν θαυμάσας ὅ τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν καὶ ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει ᾗ τάχιστα. ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, λέγει Σοφαίνετος πρεσβύτατος ὢν τῶν στρατηγῶν ὅτι βουλῆς οὐκ ἄξιον εἴη εἰ διαβατέον ἐστὶ τοιοῦτον νάπος.
[6.5.14] Καὶ ὁ Ξενοφῶν σπουδῇ ὑπολαβὼν ἔλεξεν· ἀλλ᾽ ἴστε μέν με, ὦ ἄνδρες, οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐθελούσιον· οὐ γὰρ δόξης ὁρῶ δεομένους ὑμᾶς εἰς ἀνδρειότητα, ἀλλὰ σωτηρίας. [6.5.15] νῦν δὲ οὕτως ἔχει· ἀμαχεὶ μὲν ἐνθένδε οὐκ ἔστιν ἀπελθεῖν· ἢν γὰρ μὴ ἡμεῖς ἴωμεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, οὗτοι ἡμῖν ὁπόταν ἀπίωμεν ἕψονται καὶ ἐπιπεσοῦνται. [6.5.16] ὁρᾶτε δὴ πότερον κρεῖττον ἰέναι ἐπὶ τοὺς ἄνδρας προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους ὄπισθεν ἡμῶν ἐπιόντας τοὺς πολεμίους θεᾶσθαι. [6.5.17] ἴστε μέντοι ὅτι τὸ μὲν ἀπιέναι ἀπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε, τὸ δὲ ἐφέπεσθαι καὶ τοῖς κακίοσι θάρρος ἐμποιεῖ. ἐγὼ γοῦν ἥδιον ἂν σὺν ἡμίσεσιν ἐπιοίην ἢ σὺν διπλασίοις ἀποχωροίην. καὶ τούτους οἶδ᾽ ὅτι ἐπιόντων μὲν ἡμῶν οὐδ᾽ ὑμεῖς ἐλπίζετε δέξεσθαι ἡμᾶς, ἀπιόντων δὲ πάντες ἐπιστάμεθα ὅτι τολμήσουσιν ἐφέπεσθαι. [6.5.18] τὸ δὲ διαβάντας ὄπισθεν νάπος χαλεπὸν ποιήσασθαι μέλλοντας μάχεσθαι ἆρ᾽ οὐχὶ καὶ ἁρπάσαι ἄξιον; τοῖς μὲν γὰρ πολεμίοις ἐγὼ βουλοίμην ἂν εὔπορα πάντα φαίνεσθαι ὥστε ἀποχωρεῖν· ἡμᾶς δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ χωρίου δεῖ διδάσκεσθαι ὅτι οὐκ ἔστι μὴ νικῶσι σωτηρία. [6.5.19] πῶς γὰρ διαβατὸν τὸ πεδίον, εἰ μὴ νικήσομεν τοὺς ἱππέας; πῶς δὲ ἃ διεληλύθαμεν ὄρη, ἢν πελτασταὶ τοσοίδε ἐφέπωνται; θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε καὶ τὸ νάπος τοῦτο εἴ τις μᾶλλον φοβερὸν νομίζει εἶναι τῶν ἄλλων ὧν διαπεπορεύμεθα χωρίων. [6.5.20] ἢν δὲ δὴ καὶ σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν, πόσον τι νάπος ὁ Πόντος; ἔνθα οὔτε πλοῖα ἔστι τὰ ἀπάξοντα οὔτε σῖτος ᾧ θρεψόμεθα μένοντες, δεήσει δέ, ἢν θᾶττον ἐκεῖ γενώμεθα, θᾶττον πάλιν ἐξιέναι ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια. [6.5.21] οὐκοῦν νῦν κρεῖττον ἠριστηκότας μάχεσθαι ἢ αὔριον ἀναρίστους. ἄνδρες, τά τε ἱερὰ ἡμῖν καλὰ οἵ τε οἰωνοὶ αἴσιοι τά τε σφάγια κάλλιστα· ἴωμεν ἐπὶ τοὺς ἄνδρας. οὐ δεῖ ἔτι τούτους, ἐπεὶ ἡμᾶς πάντως εἶδον, ἡδέως δειπνῆσαι οὐδ᾽ ὅπου ἂν θέλωσι σκηνῆσαι.

[6.5.7] Ήταν περασμένο πια το μεσημέρι, όταν έφεραν το στρατό έξω από τα χωριά κι έπαιρναν τα τρόφιμα, όσα βρίσκονταν μέσα στην έκταση που ήταν η φάλαγγα. Μα ξαφνικά βλέπουν τους εχθρούς που περνούσαν κάτι λόφους από την απέναντι μεριά, δηλαδή πολλούς ιππείς και πεζούς παραταγμένους για μάχη. Γιατί είχαν έρθει με δυνάμεις ο Σπιθριδάτης και ο Ραθίνης, σταλμένοι από το Φαρνάβαζο. [6.5.8] Όταν οι εχθροί είδαν τους Έλληνες, σταμάτησαν δεκαπέντε στάδια μακριά τους. Αμέσως τότε ο Αρηξίωνας, ο μάντης των Ελλήνων, κάνει θυσίες, που από το πρώτο ζώο κιόλας έδειξαν καλά σημάδια. [6.5.9] Τότε ο Ξενοφώντας λέει: «Μου φαίνεται, στρατηγοί, πως πρέπει να τοποθετήσουμε πίσω από τη φάλαγγα μερικούς λόχους εφεδρικούς, για να τρέξουν να βοηθήσουν σε κάποιο σημείο, αν χρειαστεί, και για να πάθουν οι εχθροί σύγχυση, όταν πέσουν επάνω σε στρατό παραταγμένο και ακέραιο». Όλοι έβρισκαν σωστή την πρότασή του. [6.5.10] «Εσείς λοιπόν», πρόσθεσε, «προχωρείτε το δρόμο που οδηγεί καταπάνω στους εχθρούς, για να μη σταματήσουμε, μια που τους είδαμε και μας είδαν κι εκείνοι. Κι εγώ θα έρθω όταν ξεχωρίσω τους λόχους που θα τοποθετήσουμε στο τέλος, σύμφωνα με την πρότασή μου που κι εσείς τη βρήκατε σωστή». [6.5.11] Τότε οι άλλοι προχωρούσαν ήσυχοι, ενώ αυτός πήρε τα τρία τελευταία τάγματα, που το καθένα είχε διακόσιους άντρες, κι έδωσε διαταγή στο πρώτο να ακολουθεί τη δεξιά πτέρυγα σε απόσταση ενός πλέθρου, με αρχηγό το Σαμόλα τον Αχαιό. Το δεύτερο το χώρισε από τ᾽ άλλα για ν᾽ ακολουθεί στη μέση, με αρχηγό τον Πυρρία τον Αρκάδα. Το τρίτο, τέλος, το τοποθέτησε πίσω από την αριστερή πτέρυγα, κι έβαλε αρχηγό το Φρασία τον Αθηναίο. [6.5.12] Προχωρώντας οι πρώτοι έφτασαν σ᾽ ένα φαράγγι μεγάλο και δυσκολοπέραστο, και σταμάτησαν, γιατί δεν ήξεραν αν έπρεπε να το περάσουν ή όχι. Τότε ειδοποιούν τους στρατηγούς και λοχαγούς να φτάσουν μπροστά. [6.5.13] Ο Ξενοφώντας παραξενεύτηκε, μη ξέροντας τί ήταν εκείνο που εμπόδιζε την πορεία και μονομιάς, μόλις άκουσε την ειδοποίηση, τρέχει όσο μπορούσε γρηγορότερα. Όταν μαζεύτηκαν όλοι, ο Σοφαίνετος, που ήταν ο πιο ηλικιωμένος από τους στρατηγούς, είπε πως δεν άξιζε τον κόπο να σκέπτονται αν έπρεπε να περάσουν ένα τέτοιο φαράγγι.
[6.5.14] Και ο Ξενοφώντας πήρε βιαστικά το λόγο κι είπε: «Ξέρετε, φίλοι μου, πως ποτέ ως τώρα δεν σας έριξα σε κίνδυνο με τη θέλησή μου. Γιατί βλέπω πως με τη γενναιότητά σας δεν χρειάζεστε δόξα, αλλά σωτηρία. [6.5.15] Τώρα όμως η κατάσταση είναι τούτη: χωρίς μάχη δεν είναι δυνατό να φύγουμε από δω πέρα. Γιατί αν εμείς δεν επιτεθούμε ενάντια στους εχθρούς, όταν φεύγουμε θα μας ακολουθήσουν και θα μας επιτεθούν εκείνοι. [6.5.16] Σκεφτείτε λοιπόν ποιό από τα δυο είναι προτιμότερο, να στρέψουμε τα όπλα μας προς τους εχθρούς και να βαδίσουμε καταπάνω τους ή να τα κρεμάσουμε πίσω μας και να τους βλέπουμε να μας κάνουν επίθεση. [6.5.17] Γνωρίζετε, βέβαια, πως το να φεύγει κανείς μπροστά στους εχθρούς δεν δείχνει καθόλου γενναιότητα, ενώ το να τους κυνηγάει, αυτό δίνει θάρρος ακόμα και στους πιο δειλούς. Όσο για μένα, θα προτιμούσα με τους μισούς στρατιώτες να κυνηγήσω τον εχθρό, παρά με τους διπλάσιους να φύγω μπροστά του. Έχω μάλιστα τη γνώμη πως αν τους επιτεθούμε, ούτε σεις οι ίδιοι δεν πιστεύετε πως θα μας αντισταθούν· ενώ αν φύγουμε, όλοι ξέρουμε πως θα τολμήσουν να μας κυνηγήσουν. [6.5.18] Αφού όμως πρόκειται να πολεμήσουμε, δεν αξίζει ν᾽ αρπάξουμε αυτή την ευκαιρία, δηλαδή να περάσουμε το δύσκολο τούτο φαράγγι και να το αφήσουμε πίσω μας; Γιατί θα ήθελα να παρουσιαστούν όλα ευκολοπέραστα στους εχθρούς, ώστε να φύγουν· ενώ εμείς κι από τον τόπο τούτο πρέπει να μάθουμε πως δεν υπάρχει σωτηρία αν δεν νικήσουμε. [6.5.19] Πραγματικά πώς είναι δυνατό να διαβούμε τον κάμπο χωρίς να νικήσουμε τους ιππείς; Και πώς να περαστούν τα βουνά που έχουμε περάσει, αν μας κυνηγούν τόσοι πελταστές; Εγώ όμως παραξενεύομαι πώς μπορεί να βρεθεί κανείς να νομίσει ότι το φαράγγι τούτο είναι πιο επικίνδυνο από τα άλλα μέρη που περάσαμε ως τώρα. [6.5.20] Μα όταν φτάσουμε ζωντανοί στη θάλασσα, πόσο μεγάλο φαράγγι θα μας φανεί ο Πόντος; Εκεί ούτε πλοία θα υπάρχουν να μας πάρουν ούτε τρόφιμα για να συντηρηθούμε, αν μείνουμε, παρά θα χρειαστεί, μόλις φτάσουμε, μονομιάς κιόλας να φύγουμε, για να βρούμε τρόφιμα. [6.5.21] Γι᾽ αυτό είναι προτιμότερο να πολεμήσουμε τώρα που έχουμε φάει, παρά αύριο νηστικοί. Όλα τα σημάδια, φίλοι μου, είναι ευνοϊκά, και από τις θυσίες κι από τα πετούμενα πουλιά κι από τα ζώα που σφάζουμε. Ας βαδίσουμε καταπάνω στους εχθρούς. Μια που μας είδαν, δεν πρέπει να δειπνήσουν ευχάριστα ούτε να στρατοπεδέψουν όπου θέλουν».