Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.3.21-2.4.7)

[2.3.21] Πρὸς ταῦτα μεταστάντες οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο· καὶ ἀπεκρίναντο, Κλέαρχος δ᾽ ἔλεγεν· Ἡμεῖς οὔτε συνήλθομεν ὡς βασιλεῖ πολεμήσοντες οὔτε ἐπορευόμεθα ἐπὶ βασιλέα, ἀλλὰ πολλὰς προφάσεις Κῦρος ηὕρισκεν, ὡς καὶ σὺ εὖ οἶσθα, ἵνα ὑμᾶς τε ἀπαρασκεύους λάβοι καὶ ἡμᾶς ἐνθάδε ἀγάγοι. [2.3.22] ἐπεὶ μέντοι ἤδη αὐτὸν ἑωρῶμεν ἐν δεινῷ ὄντα, ᾐσχύνθημεν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους προδοῦναι αὐτόν, ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ παρέχοντες ἡμᾶς αὐτοὺς εὖ ποιεῖν. [2.3.23] ἐπεὶ δὲ Κῦρος τέθνηκεν, οὔτε βασιλεῖ ἀντιποιούμεθα τῆς ἀρχῆς οὔτ᾽ ἔστιν ὅτου ἕνεκα βουλοίμεθα ἂν τὴν βασιλέως χώραν κακῶς ποιεῖν, οὐδ᾽ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἂν ἐθέλοιμεν, πορευοίμεθα δ᾽ ἂν οἴκαδε, εἴ τις ἡμᾶς μὴ λυποίη· ἀδικοῦντα μέντοι πειρασόμεθα σὺν τοῖς θεοῖς ἀμύνασθαι· ἐὰν μέντοι τις ἡμᾶς καὶ εὖ ποιῶν ὑπάρχῃ, καὶ τούτου εἴς γε δύναμιν οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. [2.3.24] ὁ μὲν οὕτως εἶπεν· ἀκούσας δὲ ὁ Τισσαφέρνης, Ταῦτα, ἔφη, ἐγὼ ἀπαγγελῶ βασιλεῖ καὶ ὑμῖν πάλιν τὰ παρ᾽ ἐκείνου· μέχρι δ᾽ ἂν ἐγὼ ἥκω αἱ σπονδαὶ μενόντων· ἀγορὰν δὲ ἡμεῖς παρέξομεν.
[2.3.25] Καὶ εἰς μὲν τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκεν· ὥσθ᾽ οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζον· τῇ δὲ τρίτῃ ἥκων ἔλεγεν ὅτι διαπεπραγμένος ἥκοι παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας, καίπερ πάνυ πολλῶν ἀντιλεγόντων ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι τοὺς ἐφ᾽ ἑαυτὸν στρατευσαμένους. [2.3.26] τέλος δὲ εἶπε· Καὶ νῦν ἔξεστιν ὑμῖν πιστὰ λαβεῖν παρ᾽ ἡμῶν ἦ μὴν φιλίαν παρέξειν ὑμῖν τὴν χώραν καὶ ἀδόλως ἀπάξειν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀγορὰν παρέχοντας· ὅπου δ᾽ ἂν μὴ ᾖ πρίασθαι, λαμβάνειν ὑμᾶς ἐκ τῆς χώρας ἐάσομεν τὰ ἐπιτήδεια. [2.3.27] ὑμᾶς δὲ αὖ ἡμῖν δεήσει ὀμόσαι ἦ μὴν πορεύσεσθαι ὡς διὰ φιλίας ἀσινῶς σῖτα καὶ ποτὰ λαμβάνοντας ὁπόταν μὴ ἀγορὰν παρέχωμεν, ἐὰν δὲ παρέχωμεν ἀγοράν, ὠνουμένους ἕξειν τὰ ἐπιτήδεια. [2.3.28] ταῦτα ἔδοξε, καὶ ὤμοσαν καὶ δεξιὰς ἔδοσαν Τισσαφέρνης καὶ ὁ τῆς βασιλέως γυναικὸς ἀδελφὸς τοῖς τῶν Ἑλλήνων στρατηγοῖς καὶ λοχαγοῖς καὶ ἔλαβον παρὰ τῶν Ἑλλήνων. [2.3.29] μετὰ δὲ ταῦτα Τισσαφέρνης εἶπε· Νῦν μὲν δὴ ἄπειμι ὡς βασιλέα· ἐπειδὰν δὲ διαπράξωμαι ἃ δέομαι, ἥξω συσκευασάμενος ὡς ἀπάξων ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ αὐτὸς ἀπιὼν ἐπὶ τὴν ἐμαυτοῦ ἀρχήν.
[2.4.1] Μετὰ ταῦτα περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῖος ἐγγὺς ἀλλήλων ἐστρατοπεδευμένοι ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσιν. ἐν δὲ ταύταις ἀφικνοῦνται πρὸς Ἀριαῖον καὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ οἱ ἄλλοι ἀναγκαῖοι καὶ πρὸς τοὺς σὺν ἐκείνῳ Περσῶν τινες, ‹οἳ› παρεθάρρυνόν τε καὶ δεξιὰς ἐνίοις παρὰ βασιλέως ἔφερον μὴ μνησικακήσειν βασιλέα αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας μηδὲ ἄλλου μηδενὸς τῶν παροιχομένων. [2.4.2] τούτων δὲ γιγνομένων ἔνδηλοι ἦσαν οἱ περὶ Ἀριαῖον ἧττον προσέχοντες τοῖς Ἕλλησι τὸν νοῦν· ὥστε καὶ διὰ τοῦτο τοῖς μὲν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἤρεσκον, ἀλλὰ προσιόντες τῷ Κλεάρχῳ ἔλεγον καὶ τοῖς ἄλλοις στρατηγοῖς· [2.4.3] Τί μένομεν; ἢ οὐκ ἐπιστάμεθα ὅτι βασιλεὺς ἡμᾶς ἀπολέσαι ἂν περὶ παντὸς ποιήσαιτο, ἵνα καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι φόβος εἴη ἐπὶ βασιλέα μέγαν στρατεύειν; καὶ νῦν μὲν ἡμᾶς ὑπάγεται μένειν διὰ τὸ διεσπάρθαι αὐτοῦ τὸ στράτευμα· ἐπὰν δὲ πάλιν ἁλισθῇ αὐτῷ ἡ στρατιά, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ ἐπιθήσεται ἡμῖν. [2.4.4] ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει, ὡς ἄπορος εἴη ἡ ὁδός. οὐ γάρ ποτε ἑκών γε βουλήσεται ἡμᾶς ἐλθόντας εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπαγγεῖλαι ὡς ἡμεῖς τοσοίδε ὄντες ἐνικῶμεν τὸν βασιλέα ἐπὶ ταῖς θύραις αὐτοῦ καὶ καταγελάσαντες ἀπήλθομεν. [2.4.5] Κλέαρχος δὲ ἀπεκρίνατο τοῖς ταῦτα λέγουσιν· Ἐγὼ ἐνθυμοῦμαι μὲν καὶ ταῦτα πάντα· ἐννοῶ δ᾽ ὅτι εἰ νῦν ἄπιμεν, δόξομεν ἐπὶ πολέμῳ ἀπιέναι καὶ παρὰ τὰς σπονδὰς ποιεῖν. ἔπειτα πρῶτον μὲν ἀγορὰν οὐδεὶς παρέξει ἡμῖν οὐδὲ ὅθεν ἐπισιτιούμεθα· αὖθις δὲ ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται· καὶ ἅμα ταῦτα ποιούντων ἡμῶν εὐθὺς Ἀριαῖος ἀφεστήξει· ὥστε φίλος ἡμῖν οὐδεὶς λελείψεται, ἀλλὰ καὶ οἱ πρόσθεν ὄντες πολέμιοι ἡμῖν ἔσονται. [2.4.6] ποταμὸς δ᾽ εἰ μέν τις καὶ ἄλλος ἄρα ἡμῖν ἐστι διαβατέος οὐκ οἶδα· τὸν δ᾽ οὖν Εὐφράτην ἴσμεν ὅτι ἀδύνατον διαβῆναι κωλυόντων πολεμίων. οὐ μὲν δὴ ἂν μάχεσθαί γε δέῃ, ἱππεῖς εἰσιν ἡμῖν ξύμμαχοι, τῶν δὲ πολεμίων ἱππεῖς εἰσιν οἱ πλεῖστοι καὶ πλείστου ἄξιοι· ὥστε νικῶντες μὲν τίνα ἂν ἀποκτείναιμεν; ἡττωμένων δὲ οὐδένα οἷόν τε σωθῆναι. [2.4.7] ἐγὼ μὲν οὖν βασιλέα, ᾧ οὕτω πολλά ἐστι τὰ σύμμαχα, εἴπερ προθυμεῖται ἡμᾶς ἀπολέσαι, οὐκ οἶδα ὅ τι δεῖ αὐτὸν ὀμόσαι καὶ δεξιὰν δοῦναι καὶ θεοὺς ἐπιορκῆσαι καὶ τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἄπιστα ποιῆσαι Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις. τοιαῦτα πολλὰ ἔλεγεν.

[2.3.21] Οι Έλληνες αποσύρθηκαν και τα συζητούσαν αυτά. Ύστερα έδωσαν απόκριση, που ο Κλέαρχος την είπε για λογαριασμό τους: «Εμείς ούτε συγκεντρωθήκαμε με σκοπό να πολεμήσουμε το βασιλιά, ούτε βαδίζαμε ενάντιά του. Ο Κύρος όμως έβρισκε πολλές αφορμές, όπως ξέρεις κι ο ίδιος καλά, ώστε κι εσάς να προλάβει απροετοίμαστους κι εμάς να οδηγήσει εδώ πέρα. [2.3.22] Όταν είδαμε να βρίσκεται πια σε δύσκολη θέση, ντραπήκαμε και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσουμε, ενώ πρωτύτερα δεχόμασταν τις ευεργεσίες του. [2.3.23] Από τότε όμως που σκοτώθηκε ο Κύρος ούτε προσπαθούμε να πάρουμε τη βασιλική εξουσία, ούτε υπάρχει αιτία να θέλουμε να κακοποιούμε τη χώρα του βασιλιά, ούτε θα θέλαμε να σκοτώσουμε τον ίδιο. Θα επιθυμούσαμε μονάχα να πάμε στην πατρίδα μας, αν κανένας δεν μας ενοχλούσε. Πάντως εκείνον που θα επιχειρήσει να μας βλάψει, θα προσπαθήσουμε με την βοήθεια των θεών να τον αποκρούσουμε. Αν πάλι κάποιος πρωτοκάμει αρχή να μας ευεργετεί, όσο μπορέσουμε δεν θα φανούμε κατώτεροί του στην ευεργεσία».
[2.3.24] Αυτά είπε ο Κλέαρχος. Όταν τ᾽ άκουσε ο Τισσαφέρνης, αποκρίθηκε: «Θα τα ανακοινώσω στο βασιλιά, και σε σας ύστερα θα πω την απάντησή του. Ώσπου να γυρίσω, όμως, ας εξακολουθήσουν οι συνθήκες να ισχύουν. Όσο για τρόφιμα, θα σας δίνουμε εμείς».
[2.3.25] Την άλλη μέρα δεν ήρθε, και γι᾽ αυτό οι Έλληνες ανησύχησαν. Την τρίτη μέρα όμως γύρισε και τους είπε πως τα είχε καταφέρει να του επιτρέψει ο βασιλιάς να σώσει τους Έλληνες. Και τούτο, παρ᾽ όλες τις αντιρρήσεις που είχαν πολλοί, που νόμιζαν ότι δεν ήταν σωστό ν᾽ αφήσει ελεύθερους ο βασιλιάς εκείνους που ήρθαν να τον πολεμήσουν. [2.3.26] Στο τέλος πρόσθεσε: «Και τώρα μπορείτε να πάρετε εγγυήσεις από μας, πως θα σας παραχωρήσουμε τη χώρα μας φιλική στο πέρασμά σας και πως θα σας οδηγήσουμε στην Ελλάδα χωρίς πανουργία, παρέχοντάς σας και τρόφιμα ν᾽ αγοράζετε. Αν σε κάποιο μέρος δεν υπάρχει αγορά, τότε θα σας επιτρέπουμε να παίρνετε τα τρόφιμα από τη χώρα. [2.3.27] Εσείς πάλι θα χρειαστεί να μας ορκιστείτε πως θα προχωρείτε ανάμεσα στη χώρα μας σαν να είναι φιλική, χωρίς να τη βλάφτετε, παίρνοντας φαγητά και πιοτά, στην περίπτωση που δεν σας δίνουμε ν᾽ αγοράσετε. Αν όμως σας παρουσιάζουμε αγορά, θα έχετε τα τρόφιμα, αγοράζοντάς τα».
[2.3.28] Αυτά τα δέχτηκαν, και ορκίστηκαν κι έδωσαν τα δεξιά τους χέρια ο Τισσαφέρνης και ο αδερφός της γυναίκας του βασιλιά στους στρατηγούς και στους λοχαγούς των Ελλήνων, κι έπιασαν τα δικά τους χέρια.
[2.3.29] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Τισσαφέρνης είπε: «Τώρα πια θα πάω στο βασιλιά. Και όταν κατορθώσω να πετύχω εκείνα που έχω ανάγκη, θα ετοιμαστώ και θα έρθω, για να σας οδηγήσω πίσω στην Ελλάδα και για να πάω κι εγώ στην περιφέρεια που διοικώ».
[2.4.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Έλληνες κι ο Αριαίος, στρατοπεδευμένοι πλάι πλάι, περίμεναν τον Τισσαφέρνη περισσότερο από είκοσι μέρες. Στο διάστημα τούτο έρχονται στον Αριαίο τ᾽ αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς του και σε κείνους που τον ακολουθούσαν πήγαν μερικοί Πέρσες. Αυτοί τους έδιναν θάρρος κι έφερναν σε μερικούς διαβεβαιώσεις από το βασιλιά, πως δεν θα τους κρατήσει κακία, για την εκστρατεία που έκαμαν ενάντιά του με τον Κύρο, ούτε για τίποτε άλλο απ᾽ όσα έγιναν πρωτύτερα. [2.4.2] Όσο γίνονταν αυτά, ήταν φανερό πως οι άνθρωποι του Αριαίου πολύ λίγο πρόσεχαν τους Έλληνες. Γι᾽ αυτό και πολλοί Έλληνες στρατιώτες δεν τους συμπαθούσαν, αλλά πήγαιναν στον Κλέαρχο και στους άλλους στρατηγούς και τους έλεγαν: [2.4.3] «Τί περιμένουμε εδώ; Δεν ξέρουμε πως ο βασιλιάς θα προτιμούσε, περισσότερο από κάθε άλλο, να μας καταστρέψει, για να φοβούνται και οι άλλοι Έλληνες να κάνουν εκστρατεία ενάντια στο μεγάλο βασιλιά; Και τώρα εξαπατώντας μας, μας καταφέρνει να μένουμε εδώ, επειδή ο δικός του στρατός είναι σκορπισμένος. Όταν όμως ξανασυγκεντρωθεί, τότε οπωσδήποτε θα μας επιτεθεί. [2.4.4] Ίσως τώρα σε κάποιο μέρος φτιάνει χαντάκι ή τείχος, για να είναι αδύνατη η πορεία μας. Γιατί ποτέ δεν θα μας αφήσει θεληματικά να πάμε στην Ελλάδα και εκεί να κάμουμε γνωστό πως εμείς, όντας τόσοι λίγοι, νικήσαμε το βασιλιά δίπλα στο παλάτι του κι ύστερα τον περιπαίξαμε και φύγαμε». [2.4.5] Ο Κλέαρχος αποκρίθηκε σε κείνους που τα έλεγαν: «Εγώ τα έχω υπόψη μου όλα αυτά. Σκέφτομαι όμως πως, αν φύγουμε τώρα, θα φανούμε ότι φεύγουμε με σκοπό να κάμουμε πόλεμο και ότι ενεργούμε αντίθετα προς τις συνθήκες. Έπειτα κανένας δεν πρόκειται να μας έχει έτοιμη αγορά να ψωνίζουμε, ούτε θα μας δείχνει μέρη απ᾽ όπου θα προμηθευόμαστε τα τρόφιμα. Ακόμα δεν θα υπάρχει κανένας οδηγός για το δρόμο. Κι αν εμείς ενεργήσουμε έτσι, αμέσως ο Αριαίος θα μας παρατήσει και δεν θα μας μείνει κανένας φίλος, παρά και όσους είχαμε πρωτύτερα, κι αυτοί θα γίνουν εχθροί μας. [2.4.6] Δεν ξέρω μήπως υπάρχει και άλλος ποταμός που πρέπει να τον περάσουμε· τούτο μονάχα ξέρουμε, πως είναι αδύνατο να περάσουμε τον Ευφράτη, αν μας εμποδίσουν οι εχθροί. Αν, τέλος, χρειαστεί να κάμουμε μάχη, δεν έχουμε συμμαχικό ιππικό· αντίθετα, οι περισσότεροι από τους εχθρούς είναι ιππείς και μάλιστα παρά πολύ αξιόλογοι. Έτσι κι αν νικήσουμε, ποιούς θα μπορούσαμε να σκοτώσουμε; Αν όμως νικηθούμε, κανένας μας δεν είναι δυνατό να σωθεί. [2.4.7] Αφού λοιπόν ο βασιλιάς έχει τόσο πολλά μέσα στη διάθεσή του, στην περίπτωση που θα είχε όρεξη να μας καταστρέψει, δεν ξέρω ποιά ανάγκη υπάρχει να ορκιστεί και να δώσει το χέρι του και να πατήσει τον όρκο του στους θεούς και, τις διαβεβαιώσεις που έδωσε, να τις κάμει αναξιόπιστες στους Έλληνες και στους βαρβάρους». Τέτοια πολλά έλεγε.