Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.7.1-4.7.14)

[4.7.1] Ἐκ δὲ τούτων ἐπορεύθησαν εἰς Ταόχους σταθμοὺς πέντε παρασάγγας τριάκοντα· καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε· χωρία γὰρ ᾤκουν ἰσχυρὰ οἱ Τάοχοι, ἐν οἷς καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἅπαντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι. [4.7.2] ἐπεὶ δ᾽ ἀφίκοντο πρὸς χωρίον ὃ πόλιν μὲν οὐκ εἶχεν οὐδ᾽ οἰκίας, συνεληλυθότες δ᾽ ἦσαν αὐτόσε καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ κτήνη πολλά, Χειρίσοφος μὲν οὖν πρὸς τοῦτο προσέβαλλεν εὐθὺς ἥκων· ἐπειδὴ δὲ ἡ πρώτη τάξις ἀπέκαμνεν, ἄλλη προσῄει καὶ αὖθις ἄλλη· οὐ γὰρ ἦν ἁθρόοις περιστῆναι, ἀλλ᾽ ἀπότομον ἦν κύκλῳ. [4.7.3] ἐπειδὴ δὲ Ξενοφῶν ἦλθε σὺν τοῖς ὀπισθοφύλαξι καὶ πελτασταῖς καὶ ὁπλίταις, ἐνταῦθα δὴ λέγει Χειρίσοφος· Εἰς καλὸν ἥκετε· τὸ γὰρ χωρίον αἱρετέον· τῇ γὰρ στρατιᾷ οὐκ ἔστι τὰ ἐπιτήδεια, εἰ μὴ ληψόμεθα τὸ χωρίον. [4.7.4] ἐνταῦθα δὴ κοινῇ ἐβουλεύοντο· καὶ τοῦ Ξενοφῶντος ἐρωτῶντος τί τὸ κωλῦον εἴη εἰσελθεῖν, εἶπεν ὁ Χειρίσοφος· Μία αὕτη πάροδός ἐστιν ἣν ὁρᾷς· ὅταν δέ τις ταύτῃ πειρᾶται παριέναι, κυλίνδουσι λίθους ὑπὲρ ταύτης τῆς ὑπερεχούσης πέτρας· ὃς δ᾽ ἂν καταληφθῇ, οὕτω διατίθεται. ἅμα δ᾽ ἔδειξε συντετριμμένους ἀνθρώπους καὶ σκέλη καὶ πλευράς. [4.7.5] Ἢν δὲ τοὺς λίθους ἀναλώσωσιν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, ἄλλο τι ἢ οὐδὲν κωλύει παριέναι; οὐ γὰρ δὴ ἐκ τοῦ ἐναντίου ὁρῶμεν εἰ μὴ ὀλίγους τούτους ἀνθρώπους, καὶ τούτων δύο ἢ τρεῖς ὡπλισμένους. [4.7.6] τὸ δὲ χωρίον, ὡς καὶ σὺ ὁρᾷς, σχεδὸν τρία ἡμίπλεθρά ἐστιν ὃ δεῖ βαλλομένους διελθεῖν· τούτου δὲ ὅσον πλέθρον δασὺ πίτυσι διαλειπούσαις μεγάλαις, ἀνθ᾽ ὧν ἑστηκότες ἄνδρες τί ἂν πάσχοιεν ἢ ὑπὸ τῶν φερομένων λίθων ἢ ὑπὸ τῶν κυλινδομένων; τὸ λοιπὸν οὖν γίγνεται ὡς ἡμίπλεθρον, ὃ δεῖ ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι παραδραμεῖν. [4.7.7] Ἀλλὰ εὐθύς, ἔφη ὁ Χειρίσοφος, ἐπειδὰν ἀρξώμεθα εἰς τὸ δασὺ προσιέναι, φέρονται οἱ λίθοι πολλοί. Αὐτὸ ἄν, ἔφη, τὸ δέον εἴη· θᾶττον γὰρ ἀναλώσουσι τοὺς λίθους. ἀλλὰ πορευώμεθα ἔνθεν ἡμῖν μικρόν τι παραδραμεῖν ἔσται, ἢν δυνώμεθα, καὶ ἀπελθεῖν ῥᾴδιον, ἢν βουλώμεθα.
[4.7.8] Ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο Χειρίσοφος καὶ Ξενοφῶν καὶ Καλλίμαχος Παρράσιος λοχαγός· τούτου γὰρ ἡ ἡγεμονία ἦν τῶν ὀπισθοφυλάκων λοχαγῶν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· οἱ δὲ ἄλλοι λοχαγοὶ ἔμενον ἐν τῷ ἀσφαλεῖ. μετὰ τοῦτο οὖν ἀπῆλθον ὑπὸ τὰ δένδρα ἄνθρωποι ὡς ἑβδομήκοντα, οὐχ ἁθρόοι ἀλλὰ καθ᾽ ἕνα, ἕκαστος φυλαττόμενος ὡς ἐδύνατο. [4.7.9] Ἀγασίας δὲ ὁ Στυμφάλιος καὶ Ἀριστώνυμος Μεθυδριεὺς καὶ οὗτοι τῶν ὀπισθοφυλάκων λοχαγοὶ ὄντες, καὶ ἄλλοι δέ, ἐφέστασαν ἔξω τῶν δένδρων· οὐ γὰρ ἦν ἀσφαλῶς ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι πλέον ἢ τὸν ἕνα λόχον. [4.7.10] ἔνθα δὴ Καλλίμαχος μηχανᾶταί τι· προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου ὑφ᾽ ᾧ ἦν αὐτὸς δύο ἢ τρία βήματα· ἐπειδὴ δὲ οἱ λίθοι φέροιντο, ἀνέχαζεν εὐπετῶς· ἐφ᾽ ἑκάστης δὲ τῆς προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο. [4.7.11] ὁ δὲ Ἀγασίας ὡς ὁρᾷ τὸν Καλλίμαχον ἃ ἐποίει τὸ στράτευμα πᾶν θεώμενον, δείσας μὴ οὐ πρῶτος παραδράμῃ εἰς τὸ χωρίον, οὐδὲ τὸν Ἀριστώνυμον πλησίον ὄντα παρακαλέσας οὐδὲ Εὐρύλοχον τὸν Λουσιέα, ἑταίρους ὄντας, οὐδὲ ἄλλον οὐδένα χωρεῖ αὐτός, καὶ παρέρχεται πάντας. [4.7.12] ὁ δὲ Καλλίμαχος ὡς ὁρᾷ αὐτὸν παριόντα, ἐπιλαμβάνεται αὐτοῦ τῆς ἴτυος· ἐν δὲ τούτῳ παραθεῖ αὐτοὺς Ἀριστώνυμος Μεθυδριεύς, καὶ μετὰ τοῦτον Εὐρύλοχος Λουσιεύς· πάντες γὰρ οὗτοι ἀντεποιοῦντο ἀρετῆς καὶ διηγωνίζοντο πρὸς ἀλλήλους· καὶ οὕτως ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον. ὡς γὰρ ἅπαξ εἰσέδραμον, οὐδεὶς πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη. [4.7.13] ἐνταῦθα δὴ δεινὸν ἦν θέαμα. αἱ γὰρ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν, καὶ οἱ ἄνδρες ὡσαύτως. ἐνταῦθα δὴ καὶ Αἰνείας Στυμφάλιος λοχαγὸς ἰδών τινα θέοντα ὡς ῥίψοντα ἑαυτὸν στολὴν ἔχοντα καλὴν ἐπιλαμβάνεται ὡς κωλύσων· [4.7.14] ὁ δὲ αὐτὸν ἐπισπᾶται, καὶ ἀμφότεροι ᾤχοντο κατὰ τῶν πετρῶν φερόμενοι καὶ ἀπέθανον. ἐντεῦθεν ἄνθρωποι μὲν πάνυ ὀλίγοι ἐλήφθησαν, βόες δὲ καὶ ὄνοι πολλοὶ καὶ πρόβατα.

[4.7.1] Ύστερα βαδίζοντας πέντε σταθμούς προχώρησαν τριάντα παρασάγγες κι έφτασαν στη χώρα των Ταόχων. Αλλά δεν είχαν τρόφιμα, γιατί οι Τάοχοι κατοικούσαν σε μέρη οχυρωμένα, όπου είχαν κουβαλήσει κι όλες τις τροφές. [4.7.2] Όταν όμως πήγαν σ᾽ έναν τόπο που δεν είχε ούτε πόλη ούτε σπίτια —μονάχα ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και άντρες και γυναίκες και πολλά ζώα— ο Χειρίσοφος έκανε επίθεση σ᾽ αυτό το μέρος, μόλις έφτασε. Και όταν κουράστηκε η πρώτη ομάδα των στρατιωτών, τότε πήγε άλλη και ύστερα άλλη. Γιατί η τοποθεσία ήταν απόκρημνη γύρω γύρω κι έτσι δεν μπορούσαν να την περικυκλώσουν όλοι μαζί. [4.7.3] Μόλις ήρθε και ο Ξενοφώντας με τους στρατιώτες της οπισθοφυλακής και τους πελταστές και τους οπλίτες, τότε ο Χειρίσοφος λέει: «Ήρθατε σε κατάλληλη στιγμή, γιατί η τοποθεσία τούτη πρέπει να κυριευτεί. Ο στρατός θα βρει τρόφιμα, μονάχα αν καταλάβουμε το μέρος αυτό». [4.7.4] Τότε έκαναν σύσκεψη οι δυο τους. Και όταν ο Ξενοφώντας ρώτησε τί τους εμποδίζει να περάσουν μέσα, ο Χειρίσοφος είπε: «Ένα μονάχα πέραμα υπάρχει, αυτό που βλέπεις. Κι όποτε προσπαθεί κανείς να το περάσει, άνθρωποι κυλάνε πέτρες πάνω από κείνο τον ψηλό βράχο. Και όποιον πετύχουν, νά ποιά είναι η κατάντια του». Λέγοντάς τα έδειξε μερικούς άντρες, που τους είχαν τσακίσει τα πόδια και τα πλευρά.
[4.7.5] «Κι αν τελειώσουν τις πέτρες, είπε ο Ξενοφώντας, υπάρχει τίποτε άλλο που μας εμποδίζει να περάσουμε; Γιατί απέναντί μας δεν βλέπουμε παρά αυτούς τους λίγους άντρες, κι ανάμεσά τους δυο ή τρεις οπλισμένους. [4.7.6] Ενώ ο τόπος που πρέπει να περάσουμε την ώρα που θα μας χτυπούν οι πέτρες είναι πάνω κάτω ενάμισι πλέθρο, όπως βλέπεις κι εσύ. Απ᾽ αυτή την έκταση σχεδόν ένα πλέθρο είναι δασωμένο με πεύκα μεγάλα, αραιά. Πίσω από τα δέντρα εκείνα αν σταθούν οι άντρες, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε από τις πέτρες που ρίχνουν ή που κυλάνε οι εχθροί. Υπολείπεται έτσι γύρω στο μισό πλέθρο, που πρέπει να το περάσουμε άμα σταματήσει το πετροβόλημα». [4.7.7] «Μα αμέσως», είπε ο Χειρίσοφος, «μόλις αρχίσουμε να πλησιάζουμε το πευκόδασος, αρχίζουν να ρίχνονται άφθονες οι πέτρες». «Αυτό», είπε ο Ξενοφώντας, «είναι ανάγκη να γίνει, γιατί έτσι θα τελειώσουν τις πέτρες γρηγορότερα. Ας προχωρήσουμε όμως, αν μπορούμε, σε κείνο το μέρος, απ᾽ όπου θα έχουμε να τρέξουμε μικρή απόσταση και θα είναι πάλι εύκολο να γυρίσουμε πίσω, όποτε θέλουμε».
[4.7.8] Άρχισαν τότε να προχωρούν ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφώντας και ο λοχαγός Καλλίμαχος ο Παρράσιος. Γιατί από τους λοχαγούς της οπισθοφυλακής, αυτός είχε την αρχηγία εκείνη τη μέρα, ενώ οι άλλοι βρίσκονταν σε σίγουρη θέση. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τράβηξαν κάτω από τα δέντρα ως εβδομήντα άντρες, όχι μαζεμένοι αλλά καθένας χωριστά, με όσο μπορούσαν μεγαλύτερη προφύλαξη. [4.7.9] Ο Αγασίας πάλι ο Στυμφάλιος και ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριο, που ήταν κι αυτοί λοχαγοί της οπισθοφυλακής, και μερικοί άλλοι, στάθηκαν έξω από τα δέντρα. Γιατί δεν θα ήταν ασφαλισμένοι να βρίσκονται ανάμεσα στα δέντρα στρατιώτες περισσότεροι από όσους έχει ένας λόχος. [4.7.10] Τότε ο Καλλίμαχος μηχανεύεται κάποιο τέχνασμα. Έτρεχε δυο τρία βήματα μπροστά από το δέντρο όπου βρισκόταν ο ίδιος, κι όταν έριχναν καταπάνω του πέτρες, υποχωρούσε εύκολα. Σε κάθε τρέξιμό του προς τα εμπρός, ξοδεύονταν πέτρες περισσότερες απ᾽ όσες χωρούν δέκα αμάξια. [4.7.11] Κι ο Αγασίας μόλις βλέπει αυτά που έκανε ο Καλλίμαχος, και το στράτευμα ολόκληρο να τον κοιτάζει, φοβήθηκε μήπως δεν προλάβει να φτάσει πρώτος στην τοποθεσία. Έτσι, χωρίς να φωνάξει ούτε τον Αριστώνυμο που ήταν δίπλα του ούτε τον Ευρύλοχο από τους Λουσούς, που ήταν κι οι δυο φίλοι του, ούτε κανέναν άλλο, προχωρεί μόνος και ξεπερνά όλους τους άλλους. [4.7.12] Ο Καλλίμαχος όμως βλέποντάς τον να περνά, τον πιάνει από το γύρο της ασπίδας. Στο μεταξύ τούς προσπερνά ο Αριστώνυμος από το Μεθύδριο, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν ο Ευρύλοχος από τους Λουσούς. Γιατί όλοι προσπαθούσαν να φαίνονται γενναίοι και συναγωνίζονταν ο ένας με τον άλλο στην αντρειοσύνη. Έτσι παραβγαίνοντας κυριεύουν το μέρος εκείνο, μια και δεν ξαναρίχτηκε από ψηλά πέτρα, από τη στιγμή που άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί. [4.7.13] Αυτή την ώρα μπορούσε να δει κανείς κάτι το τρομερό που γινόταν. Οι γυναίκες δηλαδή πετούσαν τα παιδιά στους γκρεμούς κι ύστερα έπεφταν κι οι ίδιες κάτω· το ίδιο έκαναν και οι άντρες. Τότε και ο λοχαγός Αινείας ο Στυμφάλιος είδε κάποιον με όμορφη στολή που έτρεχε να πάει να πέσει από τους βράχους, και τον πιάνει για να τον εμποδίσει. [4.7.14] Εκείνος όμως τον παρασέρνει κι έτσι γκρεμίστηκαν κι οι δυο και σκοτώθηκαν. Εκεί οι Έλληνες έπιασαν πολύ λίγους ανθρώπους, βόδια όμως και γαϊδούρια και πρόβατα πολλά.