Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.1.12-4.1.22)

[4.1.12] Ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ συνελθοῦσι τοῖς στρατηγοῖς καὶ λοχαγοῖς τῶν Ἑλλήνων ἔδοξε τῶν τε ὑποζυγίων τὰ ἀναγκαῖα καὶ δυνατώτατα ἔχοντας πορεύεσθαι, καταλιπόντας τἆλλα, καὶ ὅσα ἦν νεωστὶ αἰχμάλωτα ἀνδράποδα ἐν τῇ στρατιᾷ πάντα ἀφεῖναι. [4.1.13] σχολαίαν γὰρ ἐποίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια καὶ τὰ αἰχμάλωτα, πολλοὶ δὲ οἱ ἐπὶ τούτοις ὄντες ἀπόμαχοι ἦσαν, διπλάσιά τε ἐπιτήδεια ἔδει πορίζεσθαι καὶ φέρεσθαι πολλῶν τῶν ἀνθρώπων ὄντων. δόξαν δὲ ταῦτα ἐκήρυξαν οὕτω ποιεῖν. [4.1.14] ἐπεὶ δὲ ἀριστήσαντες ἐπορεύοντο, ὑποστήσαντες ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί, εἴ τι εὑρίσκοιεν τῶν εἰρημένων μὴ ἀφειμένον, ἀφῃροῦντο, οἱ δ᾽ ἐπείθοντο, πλὴν εἴ τις ἔκλεψεν, οἷον ἢ παιδὸς ἐπιθυμήσας ἢ γυναικὸς τῶν εὐπρεπῶν. καὶ ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν οὕτως ἐπορεύθησαν, τὰ μέν τι μαχόμενοι τὰ δὲ καὶ ἀναπαυόμενοι.
[4.1.15] Εἰς δὲ τὴν ὑστεραίαν γίγνεται χειμὼν πολύς, ἀναγκαῖον δ᾽ ἦν πορεύεσθαι· οὐ γὰρ ἦν ἱκανὰ τἀπιτήδεια. καὶ ἡγεῖτο μὲν Χειρίσοφος, ὠπισθοφυλάκει δὲ Ξενοφῶν. [4.1.16] καὶ οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπετίθεντο, καὶ στενῶν ὄντων τῶν χωρίων ἐγγὺς προσιόντες ἐτόξευον καὶ ἐσφενδόνων· ὥστε ἠναγκάζοντο οἱ Ἕλληνες ἐπιδιώκοντες καὶ πάλιν ἀναχάζοντες σχολῇ πορεύεσθαι· καὶ θαμινὰ παρήγγελλεν ὁ Ξενοφῶν ὑπομένειν, ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο. [4.1.17] ἐνταῦθα ὁ Χειρίσοφος ἄλλοτε μὲν ὅτε παρεγγυῷτο ὑπέμενε, τότε δὲ οὐχ ὑπέμενεν, ἀλλ᾽ ἦγε ταχέως καὶ παρηγγύα ἕπεσθαι, ὥστε δῆλον ἦν ὅτι πρᾶγμά τι εἴη· σχολὴ δ᾽ οὐκ ἦν ἰδεῖν παρελθόντι τὸ αἴτιον τῆς σπουδῆς· ὥστε ἡ πορεία ὁμοία φυγῇ ἐγίγνετο τοῖς ὀπισθοφύλαξι. [4.1.18] καὶ ἐνταῦθα ἀποθνῄσκει ἀνὴρ ἀγαθὸς Λακωνικὸς Λεώνυμος τοξευθεὶς διὰ τῆς ἀσπίδος καὶ τῆς σπολάδος εἰς τὰς πλευράς, καὶ Βασίας Ἀρκὰς διαμπερὲς τὴν κεφαλήν. [4.1.19] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο ἐπὶ σταθμόν, εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν ὁ Ξενοφῶν ἐλθὼν πρὸς τὸν Χειρίσοφον ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὅτι οὐχ ὑπέμενεν, ἀλλ᾽ ἠναγκάζοντο φεύγοντες ἅμα μάχεσθαι. καὶ νῦν δύο καλώ τε καὶ ἀγαθὼ ἄνδρε τέθνατον καὶ οὔτε ἀνελέσθαι οὔτε θάψαι ἐδυνάμεθα. [4.1.20] ἀποκρίνεται ὁ Χειρίσοφος· Βλέψον, ἔφη, πρὸς τὰ ὄρη καὶ ἰδὲ ὡς ἄβατα πάντα ἐστί· μία δ᾽ αὕτη ὁδὸς ἣν ὁρᾷς ὀρθία, καὶ ἐπὶ ταύτῃ ἀνθρώπων ὁρᾶν ἔξεστί σοι ὄχλον τοσοῦτον, οἳ κατειληφότες φυλάττουσι τὴν ἔκβασιν. [4.1.21] ταῦτ᾽ ἐγὼ ἔσπευδον καὶ διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον, εἴ πως δυναίμην φθάσαι πρὶν κατειλῆφθαι τὴν ὑπερβολήν· οἱ δ᾽ ἡγεμόνες οὓς ἔχομεν οὔ φασιν εἶναι ἄλλην ὁδόν. [4.1.22] ὁ δὲ Ξενοφῶν λέγει· Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἔχω δύο ἄνδρας. ἐπεὶ γὰρ ἡμῖν πράγματα παρεῖχον, ἐνηδρεύσαμεν, ὅπερ ἡμᾶς καὶ ἀναπνεῦσαι ἐποίησε, καὶ ἀπεκτείναμέν τινας αὐτῶν, καὶ ζῶντας προυθυμήθημεν λαβεῖν αὐτοῦ τούτου ἕνεκα ὅπως ἡγεμόσιν εἰδόσι τὴν χώραν χρησαίμεθα.

[4.1.12] Μόλις ξημέρωσε, μαζεύτηκαν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων κι αποφάσισαν να κρατήσουν τα απαραίτητα και τα πιο δυνατά υποζύγια και με αυτά να συνεχίσουν την πορεία. Τα υπόλοιπα να τ᾽ αφήσουν, καθώς και όλους τους αιχμάλωτους που είχε πιάσει τελευταία ο στρατός. [4.1.13] Γιατί η πορεία γινόταν αργά, επειδή και τα υποζύγια ήταν πολλά και οι αιχμάλωτοι. Εξάλλου πολλοί στρατιώτες έπρεπε να είναι απασχολημένοι με αυτά και να μην παίρνουν μέρος στη μάχη, κι ακόμα ήταν ανάγκη να προμηθεύονται διπλάσια τρόφιμα και να τα κουβαλούν, εξαιτίας του πλήθους των ανθρώπων. Όταν τ᾽ αποφάσισαν αυτά, έβαλαν τον κήρυκα και διαλάλησε να ενεργεί ο στρατός με αυτόν τον τρόπο. [4.1.14] Ύστερα έφαγαν και ξεκίνησαν· οι στρατηγοί τότε τοποθέτησαν κρυφά σ᾽ ένα στενό μερικούς άντρες, που έψαχναν κι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν από κείνα που είχαν πει ν᾽ αφήσουν εκεί. {Κι οι στρατιώτες υπάκουαν, εκτός από τις περιπτώσεις που κάποιος κατάφερε να περάσει λαθραία κάποιο όμορφο αγόρι ή ωραία γυναίκα που είχε ερωτευτεί.} Έτσι βάδισαν τη μέρα εκείνη, είτε με το να κάνουν μικρομάχες είτε με το να ξεκουράζονται.
[4.1.15] Την άλλη μέρα έπιασε μεγάλη κακοκαιρία, ήταν όμως ανάγκη να προχωρούν, επειδή δεν είχαν αρκετά τρόφιμα. Ο Χειρίσοφος πήγαινε μπροστά, κι ο Ξενοφώντας ακολουθούσε με την οπισθοφυλακή. [4.1.16] Μα οι εχθροί έκαναν σφοδρές επιθέσεις και καθώς τα μέρη ήταν στενά, σίμωναν και χτυπούσαν με τα τόξα και με τις σφεντόνες. Έτσι αναγκάζονταν οι Έλληνες, κυνηγώντας τους και ξαναγυρίζοντας πίσω, να προχωρούν αργά. Κι ο Ξενοφώντας συχνά έδινε διαταγή να περιμένουν, κάθε φορά δηλαδή που οι εχθροί έκαναν σφοδρή επίθεση. [4.1.17] Σε μια στιγμή ο Χειρίσοφος, που άλλη φορά όταν του πήγαινε διαταγή περίμενε, δεν σταμάτησε, αλλά βάδιζε γρήγορα και πρόσταζε τους άλλους να τον ακολουθούν. Φαινόταν λοιπόν ότι κάτι συμβαίνει, αλλά ο Ξενοφώντας δεν είχε καιρό να προσπεράσει και να δει ποιά ήταν η αιτία της βιασύνης. Γι᾽ αυτό οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής προχωρώντας έμοιαζαν σαν να τους κυνηγούσαν. [4.1.18] Τότε σκοτώνεται ένας γενναίος άντρας από τη Λακωνία, ο Κλεώνυμος· χτυπήθηκε από βέλος που του πέρασε την ασπίδα και το δερμάτινο χιτώνιο κι έφτασε στα πλευρά, όπως έγινε και με το Βασιλία από την Αρκαδία, που του τρύπησε πέρα για πέρα το κεφάλι. [4.1.19] Όταν έφτασαν σ᾽ ένα κατάλυμα, ο Ξενοφώντας πήγε μονομιάς, όπως ήταν, στο Χειρίσοφο και τα έβαζε μαζί του που δεν περίμενε, κι έτσι αναγκάζονταν συγχρόνως να φεύγουν και να πολεμούν. «Και τώρα σκοτώθηκαν δυο έξοχοι άντρες, που δεν μπορέσαμε ούτε να τους σηκώσουμε ούτε να τους θάψουμε». [4.1.20] Ο Χειρίσοφος αποκρίθηκε: «Κοίταξε κατά τα βουνά και πρόσεξε πως δεν υπάρχει πέραμα από πουθενά. Πάνω σ᾽ αυτόν τον ανηφορικό δρόμο που βλέπεις, που είναι και μοναδικός, μπορείς να διακρίνεις πλήθος ανθρώπων, που έχουν πιάσει τη διάβαση και τη φυλάνε. [4.1.21] Γι᾽ αυτό βιαζόμουν και δεν σε περίμενα, μήπως μπορούσα να προλάβω προτού πιάσουν οι εχθροί το πέραμα. Και οι οδηγοί που έχουμε λένε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος». [4.1.22] Ο Ξενοφώντας τού απαντά: «Εγώ έχω δυο άντρες ντόπιους. Γιατί μας ενοχλούσαν οι Καρδούχοι κι εμείς στήσαμε καρτέρι, πράγμα που μας έκανε να πάρουμε ανάσα, και σκοτώσαμε μερικούς. Προσπαθήσαμε όμως να πιάσουμε και ζωντανούς γι᾽ αυτόν το λόγο, δηλαδή για να τους χρησιμοποιήσουμε σαν οδηγούς, αφού ξέρουν τον τόπο».