Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.4.1-3.4.12)

[3.4.1] Μείναντες δὲ ταύτην τὴν ἡμέραν τῇ ἄλλῃ ἐπορεύοντο πρῳαίτερον ἀναστάντες· χαράδραν γὰρ ἔδει αὐτοὺς διαβῆναι ἐφ᾽ ᾗ ἐφοβοῦντο μὴ ἐπιθοῖντο αὐτοῖς διαβαίνουσιν οἱ πολέμιοι. [3.4.2] διαβεβηκόσι δὲ αὐτοῖς πάλιν φαίνεται Μιθραδάτης, ἔχων ἱππέας χιλίους, τοξότας δὲ καὶ σφενδονήτας εἰς τετρακισχιλίους· τοσούτους γὰρ ᾔτησε Τισσαφέρνην, καὶ ἔλαβεν ὑποσχόμενος, ἂν τούτους λάβῃ, παραδώσειν αὐτῷ τοὺς Ἕλληνας, καταφρονήσας, ὅτι ἐν τῇ πρόσθεν προσβολῇ ὀλίγους ἔχων ἔπαθε μὲν οὐδέν, πολλὰ δὲ κακὰ ἐνόμιζε ποιῆσαι. [3.4.3] ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες διαβεβηκότες ἀπεῖχον τῆς χαράδρας ὅσον ὀκτὼ σταδίους, διέβαινε καὶ ὁ Μιθραδάτης ἔχων τὴν δύναμιν. παρήγγελτο δὲ τῶν τε πελταστῶν οὓς ἔδει διώκειν καὶ τῶν ὁπλιτῶν, καὶ τοῖς ἱππεῦσιν εἴρητο θαρροῦσι διώκειν ὡς ἐφεψομένης ἱκανῆς δυνάμεως. [3.4.4] ἐπεὶ δὲ ὁ Μιθραδάτης κατειλήφει, καὶ ἤδη σφενδόναι καὶ τοξεύματα ἐξικνοῦντο, ἐσήμηνε τοῖς Ἕλλησι τῇ σάλπιγγι, καὶ εὐθὺς ἔθεον ὁμόσε οἷς εἴρητο καὶ οἱ ἱππεῖς ἤλαυνον· οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλ᾽ ἔφευγον ἐπὶ τὴν χαράδραν. [3.4.5] ἐν ταύτῃ τῇ διώξει τοῖς βαρβάροις τῶν τε πεζῶν ἀπέθανον πολλοὶ καὶ τῶν ἱππέων ἐν τῇ χαράδρᾳ ζωοὶ ἐλήφθησαν εἰς ὀκτωκαίδεκα. τοὺς δὲ ἀποθανόντας αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο, ὡς ὅτι φοβερώτατον τοῖς πολεμίοις εἴη ὁρᾶν.
[3.4.6] Καὶ οἱ μὲν πολέμιοι οὕτω πράξαντες ἀπῆλθον, οἱ δὲ Ἕλληνες ἀσφαλῶς πορευόμενοι τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ἀφίκοντο ἐπὶ τὸν Τίγρητα ποταμόν. [3.4.7] ἐνταῦθα πόλις ἦν ἐρήμη μεγάλη, ὄνομα δ᾽ αὐτῇ ἦν Λάρισα· ᾤκουν δ᾽ αὐτὴν τὸ παλαιὸν Μῆδοι. τοῦ δὲ τείχους αὐτῆς ἦν τὸ εὖρος πέντε καὶ εἴκοσι πόδες, ὕψος δ᾽ ἑκατόν· τοῦ δὲ κύκλου ἡ περίοδος δύο παρασάγγαι· ᾠκοδόμητο δὲ πλίνθοις κεραμεαῖς· κρηπὶς δ᾽ ὑπῆν λιθίνη τὸ ὕψος εἴκοσι ποδῶν. [3.4.8] ταύτην βασιλεὺς Περσῶν ὅτε παρὰ Μήδων τὴν ἀρχὴν ἐλάμβανον Πέρσαι πολιορκῶν οὐδενὶ τρόπῳ ἐδύνατο ἑλεῖν· ἥλιον δὲ νεφέλη προκαλύψασα ἠφάνισε μέχρι ἐξέλιπον οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὕτως ἑάλω. [3.4.9] παρὰ ταύτην τὴν πόλιν ἦν πυραμὶς λιθίνη, τὸ μὲν εὖρος ἑνὸς πλέθρου, τὸ δὲ ὕψος δύο πλέθρων. ἐπὶ ταύτης πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἦσαν ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν ἀποπεφευγότες. [3.4.10] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν σταθμὸν ἕνα παρασάγγας ἓξ πρὸς τεῖχος ἔρημον μέγα †πρὸς τῇ πόλει† κείμενον· ὄνομα δὲ ἦν τῇ πόλει Μέσπιλα· Μῆδοι δαὐτήν ποτε ᾤκουν. ἦν δὲ ἡ μὲν κρηπὶς λίθου ξεστοῦ κογχυλιάτου, τὸ εὖρος πεντήκοντα ποδῶν καὶ τὸ ὕψος πεντήκοντα. [3.4.11] ἐπὶ δὲ ταύτῃ ἐπῳκοδόμητο πλίνθινον τεῖχος, τὸ μὲν εὖρος πεντήκοντα ποδῶν, τὸ δὲ ὕψος ἑκατόν· τοῦ δὲ τείχους ἡ περίοδος ἓξ παρασάγγαι. ἐνταῦθα λέγεται Μήδεια γυνὴ βασιλέως καταφυγεῖν ὅτε ἀπώλλυσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν Μῆδοι. [3.4.12] ταύτην δὲ τὴν πόλιν πολιορκῶν ὁ Περσῶν βασιλεὺς οὐκ ἐδύνατο οὔτε χρόνῳ ἑλεῖν οὔτε βίᾳ· Ζεὺς δὲ βροντῇ κατέπληξε τοὺς ἐνοικοῦντας, καὶ οὕτως ἑάλω.

[3.4.1] Την ημέρα εκείνη έμειναν εκεί, την άλλη όμως σηκώθηκαν πρωί πρωί και συνέχισαν την πορεία. Γιατί έπρεπε να διαβούν από κάποια χαράδρα και φοβόνταν μήπως τους επιτεθούν οι εχθροί την ώρα που θα την περνούσαν. [3.4.2] Όταν την είχαν περάσει, ξαναπαρουσιάζεται ο Μιθραδάτης με χίλιους ιππείς και τέσσερις χιλιάδες, πάνω κάτω, τοξότες και σφεντονήτες. Γιατί τόσους ζήτησε από τον Τισσαφέρνη και τους πήρε με την υπόσχεση πως, παίρνοντάς τους, θα του παραδώσει τους Έλληνες. Δεν τους λογάριαζε, γιατί στην προηγούμενη επίθεσή του, παρόλο που είχε λίγους στρατιώτες, δεν έπαθε κανένα κακό, ενώ είχε τη γνώμη πως τους είχε προξενήσει μεγάλη βλάβη. [3.4.3] Όταν λοιπόν οι Έλληνες είχαν περάσει τη χαράδρα και βρίσκονταν μακριά της οχτώ περίπου στάδια, τη διάβηκε κι ο Μιθραδάτης με το στρατό του. Είχαν ορίσει όμως οι Έλληνες στρατηγοί μερικούς πελταστές και οπλίτες για να πάρουν κυνήγι τον εχθρό, και τους υποστήριζε σημαντική στρατιωτική δύναμη. [3.4.4] Όταν ο Μιθραδάτης είχε φτάσει κοντά τους και τους έβρισκαν πια οι πέτρες από τις σφεντόνες και τα βέλη από τα τόξα, τότε δόθηκε με τη σάλπιγγα το σημείο στους Έλληνες. Και στη στιγμή όρμησαν απάνω στους εχθρούς εκείνοι που είχαν πάρει διαταγή και οι ιππείς έτρεχαν κι αυτοί. Οι εχθροί δεν άντεξαν, παρά άρχισαν να φεύγουν κατά τη χαράδρα. [3.4.5] Σ᾽ αυτό το κυνηγητό σκοτώθηκαν πολλοί βάρβαροι πεζοί και πιάστηκαν μέσα στη χαράδρα ως δεκαοχτώ ιππείς ζωντανοί. Οι Έλληνες μάλιστα κακοποίησαν χωρίς διαταγή τους σκοτωμένους, για να τους βλέπουν οι εχθροί και να τους πιάνει τρομάρα.
[3.4.6] Οι βάρβαροι έφυγαν όταν έγιναν αυτά, ενώ οι Έλληνες προχώρησαν ήσυχοι την υπόλοιπη μέρα κι έφτασαν στον Τίγρητα ποταμό. [3.4.7] Εκεί βρισκόταν μια πολιτεία μεγάλη, χωρίς κατοίκους που την έλεγαν Λάρισα· την παλιά εποχή την κατοικούσαν Μήδοι. Το τείχος της ήταν είκοσι πέντε πόδια στο πάχος και εκατό στο ύψος, ενώ ο κύκλος που έκανε γύρω από την πόλη είχε μάκρος δυο παρασάγγες· ήταν χτισμένο από τούβλα πήλινα, αλλά είχε από κάτω βάση πέτρινη, είκοσι πόδια στο ύψος. [3.4.8] Την εποχή που οι Πέρσες προσπαθούσαν να πάρουν από τους Μήδους την εξουσία, ο βασιλιάς της Περσίας πολιορκούσε αυτή την πόλη και δεν τα κατάφερνε με κανέναν τρόπο να την κυριέψει. Στο τέλος όμως ένα σύννεφο σκέπασε τον ήλιο και τον έκαμε να χαθεί, ώσπου οι άνθρωποι άφησαν την πόλη κι έτσι κυριεύτηκε. [3.4.9] Κοντά σ᾽ αυτή την πολιτεία βρισκόταν μια πέτρινη πυραμίδα, που είχε πλάτος ένα πλέθρο και ύψος δυο. Σ᾽ αυτήν είχαν καταφύγει πολλοί βάρβαροι από τα κοντινά χωριά. [3.4.10] Από κει βαδίζοντας ένα σταθμό προχώρησαν έξι παρασάγγες κι έφτασαν σ᾽ ένα τείχος αφρούρητο, μεγάλο. Τούτο βρισκόταν γύρω από μια πόλη που την έλεγαν Μέσπιλα και που την κατοικούσαν κάποτε Μήδοι. Η βάση του τείχους ήταν από πελεκημένη πέτρα που είχε μέσα απολιθωμένα κοχύλια κι είχε πάχος πενήντα πόδια και ύψος άλλα τόσα. [3.4.11] Πάνω σ᾽ αυτήν ήταν χτισμένο τείχος από τούβλα, πενήντα πόδια στο πλάτος κι εκατό στο ύψος. Ο κύκλος που έκανε το τείχος γύρω από την πόλη είχε μάκρος έξι παρασάγγες. Εκεί λένε πως βρήκε καταφύγιο η Μήδεια, η γυναίκα του βασιλιά, όταν οι Πέρσες πήραν την εξουσία από τους Μήδους. [3.4.12] Την πόλη αυτή λοιπόν πολιορκούσε ο βασιλιάς των Περσών και δεν μπορούσε να την κυριέψει ούτε με το πέρασμα του χρόνου ούτε με τη βία. Ο Δίας όμως τρόμαξε τους κατοίκους με βροντή, κι έτσι η πόλη κυριεύτηκε.