Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.2.33-3.3.5)

[3.2.33] Μετὰ ταῦτα Χειρίσοφος εἶπεν· Ἀλλ᾽ εἰ μέν τινος ἄλλου δεῖ πρὸς τούτοις οἷς λέγει Ξενοφῶν, καὶ αὐτίκα ἐξέσται ποιεῖν· ἃ δὲ νῦν εἴρηκε δοκεῖ μοι ὡς τάχιστα ψηφίσασθαι ἄριστον εἶναι· καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα. ἀνέτειναν πάντες. [3.2.34] ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν· Ὦ ἄνδρες, ἀκούσατε ὧν προσδοκεῖ μοι. δῆλον ὅτι πορεύεσθαι ἡμᾶς δεῖ ὅπου ἕξομεν τὰ ἐπιτήδεια· ἀκούω δὲ κώμας εἶναι καλὰς οὐ πλέον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας· [3.2.35] οὐκ ἂν οὖν θαυμάζοιμεν εἰ οἱ πολέμιοι, ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκουσί τε καὶ δάκνουσιν, ἢν δύνωνται, τοὺς δὲ διώκοντας φεύγουσιν, εἰ καὶ αὐτοὶ ἡμῖν ἀπιοῦσιν ἐπακολουθοῖεν. [3.2.36] ἴσως οὖν ἀσφαλέστερον ἡμῖν πορεύεσθαι πλαίσιον ποιησαμένους τῶν ὅπλων, ἵνα τὰ σκευοφόρα καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἐν ἀσφαλεστέρῳ εἴη. εἰ οὖν νῦν ἀποδειχθείη τίνας χρὴ ἡγεῖσθαι τοῦ πλαισίου καὶ τὰ πρόσθεν κοσμεῖν καὶ τίνας ἐπὶ τῶν πλευρῶν ἑκατέρων εἶναι, τίνας δ᾽ ὀπισθοφυλακεῖν, οὐκ ἂν ὁπότε οἱ πολέμιοι ἔλθοιεν βουλεύεσθαι ἡμᾶς δέοι, ἀλλὰ χρῴμεθα ἂν εὐθὺς τοῖς τεταγμένοις. [3.2.37] εἰ μὲν οὖν ἄλλο τις βέλτιον ὁρᾷ, ἄλλως ἐχέτω· εἰ δὲ μή, Χειρίσοφος μὲν ἡγοῖτο, ἐπειδὴ καὶ Λακεδαιμόνιός ἐστι· τῶν δὲ πλευρῶν ἑκατέρων δύο τὼ πρεσβυτάτω στρατηγὼ ἐπιμελοίσθην· ὀπισθοφυλακοῖμεν δ᾽ ἡμεῖς οἱ νεώτατοι ἐγὼ καὶ Τιμασίων τὸ νῦν εἶναι. [3.2.38] τὸ δὲ λοιπὸν πειρώμενοι ταύτης τῆς τάξεως βουλευσόμεθα ὅ τι ἂν ἀεὶ κράτιστον δοκῇ εἶναι. εἰ δέ τις ἄλλο ὁρᾷ βέλτιον, λεξάτω. ἐπεὶ δ᾽ οὐδεὶς ἀντέλεγεν, εἶπεν· Ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα. ἔδοξε ταῦτα. [3.2.39] Νῦν τοίνυν, ἔφη, ἀπιόντας ποιεῖν δεῖ τὰ δεδογμένα. καὶ ὅστις τε ὑμῶν τοὺς οἰκείους ἐπιθυμεῖ ἰδεῖν, μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι· οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως τούτου τυχεῖν· ὅστις τε ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικᾶν· τῶν μὲν γὰρ νικώντων τὸ καίνειν, τῶν δὲ ἡττωμένων τὸ ἀποθνῄσκειν ἐστί· καὶ εἴ τις δὲ χρημάτων ἐπιθυμεῖ, κρατεῖν πειράσθω· τῶν γὰρ νικώντων ἐστὶ καὶ τὰ ἑαυτῶν σῴζειν καὶ τὰ τῶν ἡττωμένων λαμβάνειν.
[3.3.1] Τούτων λεχθέντων ἀνέστησαν καὶ ἀπελθόντες κατέκαιον τὰς ἁμάξας καὶ τὰς σκηνάς, τῶν δὲ περιττῶν ὅτου μὲν δέοιτό τις μετεδίδοσαν ἀλλήλοις, τὰ δὲ ἄλλα εἰς τὸ πῦρ ἐρρίπτουν. ταῦτα ποιήσαντες ἠριστοποιοῦντο. ἀριστοποιουμένων δὲ αὐτῶν ἔρχεται Μιθραδάτης σὺν ἱππεῦσιν ὡς τριάκοντα, καὶ καλεσάμενος τοὺς στρατηγοὺς εἰς ἐπήκοον λέγει ὧδε. [3.3.2] Ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, καὶ Κύρῳ πιστὸς ἦν, ὡς ὑμεῖς ἐπίστασθε, καὶ νῦν ὑμῖν εὔνους· καὶ ἐνθάδε δ᾽ εἰμὶ σὺν πολλῷ φόβῳ διάγων. εἰ οὖν ὁρῴην ὑμᾶς σωτήριόν τι βουλευομένους, ἔλθοιμι ἂν πρὸς ὑμᾶς καὶ τοὺς θεράποντας πάντας ἔχων. λέξατε οὖν πρός με τί ἐν νῷ ἔχετε ὡς φίλον τε καὶ εὔνουν καὶ βουλόμενον κοινῇ σὺν ὑμῖν τὸν στόλον ποιεῖσθαι. [3.3.3] βουλευομένοις τοῖς στρατηγοῖς ἔδοξεν ἀποκρίνασθαι τάδε· καὶ ἔλεγε Χειρίσοφος· Ἡμῖν δοκεῖ, εἰ μέν τις ἐᾷ ἡμᾶς ἀπιέναι οἴκαδε, διαπορεύεσθαι τὴν χώραν ὡς ἂν δυνώμεθα ἀσινέστατα· ἢν δέ τις ἡμᾶς τῆς ὁδοῦ ἀποκωλύῃ, διαπολεμεῖν τούτῳ ὡς ἂν δυνώμεθα κράτιστα. [3.3.4] ἐκ τούτου ἐπειρᾶτο Μιθραδάτης διδάσκειν ὡς ἄπορον εἴη βασιλέως ἄκοντος σωθῆναι. ἔνθα δὴ ἐγιγνώσκετο ὅτι ὑπόπεμπτος εἴη· καὶ γὰρ τῶν Τισσαφέρνους τις οἰκείων παρηκολουθήκει πίστεως ἕνεκα. [3.3.5] καὶ ἐκ τούτου ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι δόγμα ποιήσασθαι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι ἔστ᾽ ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν· διέφθειρον γὰρ προσιόντες τοὺς στρατιώτας, καὶ ἕνα γε λοχαγὸν διέφθειραν Νίκαρχον Ἀρκάδα, καὶ ᾤχετο ἀπιὼν νυκτὸς σὺν ἀνθρώποις ὡς εἴκοσι.

[3.2.33] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Χειρίσοφος είπε: «Αν χρειάζεται και κάτι άλλο, εκτός απ᾽ αυτά που είπε ο Ξενοφώντας, θα μπορέσουμε και λίγο αργότερα να το σκεφτούμε. Μου φαίνεται όμως ότι το καλύτερο είναι να εγκρίνουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, εκείνα που πρότεινε τώρα. Ας σηκώσει λοιπόν το χέρι του, όποιος νομίζει πως αυτά είναι καλά». Όλοι σήκωσαν τα χέρια. [3.2.34] Ο Ξενοφώντας τότε ξανασηκώθηκε και είπε: «Ακούστε, στρατιώτες, όσα ακόμα μου φαίνονται καλά. Είναι φανερό πως πρέπει να βαδίσουμε σε μέρη, όπου θα προμηθευτούμε τρόφιμα. Και μαθαίνω πως υπάρχουν όμορφα χωριά, που δεν απέχουν από δω παραπάνω από είκοσι στάδια. [3.2.35] Σίγουρα, δεν θα μας φαινόταν παράξενο, αν οι εχθροί μάς έπαιρναν κυνήγι, όταν φεύγουμε, όπως κάνουν ακριβώς τα φοβητσιάρικα σκυλιά που κυνηγούν και δαγκώνουν, αν μπορούν, τους περαστικούς, ενώ άμα δουν ανθρώπους που τρέχουν ξοπίσω τους, το βάζουν στα πόδια. [3.2.36] Ίσως λοιπόν θα μπορούσαμε να βαδίζουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια, αν βάζαμε τους στρατιώτες σε σχηματισμό πλαισίου, για να βρίσκονται πιο ασφαλισμένα τα φορτηγά ζώα και το άμαχο πλήθος. Γι᾽ αυτό, αν από τώρα ορίζονταν ποιοί πρέπει να πηγαίνουν μπροστά στο πλαίσιο και να διοικούν την εμπροσθοφυλακή, ποιοί να βρίσκονται στην κάθε μια πλευρά του, καθώς κι εκείνοι που θα είναι στην οπισθοφυλακή, δεν θα χρειαζόταν να παίρνουμε αποφάσεις όταν κάνουν την επίθεση οι εχθροί, παρά στη στιγμή θα χρησιμοποιούσαμε συνταγμένο το στρατό. [3.2.37] Αν λοιπόν κανένας έχει κάποια καλύτερη γνώμη, ας γίνουν αλλιώτικα τα πράγματα. Αν όχι, ας μπει επικεφαλής ο Χειρίσοφος, μια που είναι και Σπαρτιάτης. Τις δυο πλευρές ας τις διοικούν δυο στρατηγοί, οι πιο μεγάλοι στην ηλικία, και την οπισθοφυλακή να την αναλάβουμε για την ώρα εμείς οι πιο νέοι, δηλαδή εγώ και ο Τιμασίωνας. [3.2.38] Και από δω και πέρα δοκιμάζοντας αυτόν το σχηματισμό του στρατού, θα αποφασίζουμε εκείνο που θα μας φαίνεται κάθε φορά ότι είναι προτιμότερο. Αν όμως κάποιος άλλος βλέπει κάτι καλύτερο, ας το πει». Επειδή κανένας δεν είχε αντίρρηση, είπε: «Σε όποιον αυτά φαίνονται καλά, να σηκώσει το χέρι». Έτσι αποφασίστηκαν αυτά. [3.2.39] «Τώρα, λοιπόν, πρόσθεσε ο Ξενοφώντας, πρέπει να φύγουμε και να εκτελέσουμε τις αποφάσεις μας. Και όποιος από σας έχει λαχτάρα να δει τους δικούς του, ας μην ξεχνά πως πρέπει να είναι παλικάρι. Γιατί αλλιώτικα δεν είναι δυνατό να πετύχει τέτοιο πράγμα. Όποιος πάλι αγαπά τη ζωή, ας προσπαθεί να νικά. Γιατί οι νικητές σκοτώνουν ενώ οι νικημένοι σκοτώνονται. Αν τέλος κανένας λαχταρά ν᾽ αποχτήσει χρήματα, ας βάλει τα δυνατά του να βγει νικητής. Γιατί οι νικητές και τα δικά τους διατηρούν και των νικημένων τα πράγματα παίρνουν».
[3.3.1] Όταν ειπώθηκαν αυτά, σηκώθηκαν όλοι κι έφυγαν. Έκαψαν ολότελα τα αμάξια και τις σκηνές, κι από τα παραπανίσια πράγματα έδινε ο ένας στον άλλον αν χρειαζόταν κάτι, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν στη φωτιά. Σαν τα έκαμαν αυτά, άρχισαν να τρώνε. Και την ώρα του φαγητού έρχεται ο Μιθραδάτης με τριάντα πάνω κάτω ιππείς, κάλεσε τους στρατηγούς και, αφού στάθηκε σε απόσταση που να ακούεται, είπε αυτά εδώ: [3.3.2] «Εγώ, Έλληνες, και στον Κύρο ήμουν αφοσιωμένος, όπως ξέρετε, και απέναντί σας τώρα έχω καλές διαθέσεις. Και εδώ που βρίσκομαι ζω μέσα σε μεγάλο φόβο. Γι᾽ αυτό αν σας έβλεπα να παίρνετε κάποια απόφαση ικανή να σας σώσει, τότε θα ερχόμουν κοντά σας, μαζί με όλους τους ακόλουθούς μου. Πέστε μου λοιπόν τί σκέφτεστε, σαν να το λέτε σε φίλο σας, σε άνθρωπο που έχει καλές διαθέσεις απέναντί σας και που θέλει να κάνει μαζί σας την πορεία». [3.3.3] Ύστερ᾽ από σύσκεψη, οι στρατηγοί αποφάσισαν να του δώσουν αυτή την απάντηση, που την είπε ο Χειρίσοφος: «Είμαστε αποφασισμένοι, αν μας αφήσουν να φύγουμε για την πατρίδα μας, να βαδίσουμε ανάμεσα από τη χώρα, όσο γίνεται χωρίς να προξενήσουμε βλάβες. Αν όμως μας εμποδίσει κανένας στο δρόμο, θα τον πολεμήσουμε όσο μπορούμε γενναιότερα». [3.3.4] Ο Μιθραδάτης προσπαθούσε τότε να τους πείσει πως είναι αδύνατο να σωθούν χωρίς να το θέλει ο βασιλιάς. Απ᾽ αυτό άρχισαν οι Έλληνες να καταλαβαίνουν πως ήταν σταλμένος ως κατάσκοπος, αφού μάλιστα ένας από τους ανθρώπους του Τισσαφέρνη τον παρακολουθούσε, για να βεβαιώσει την αφοσίωσή του. [3.3.5] Από τότε νόμισαν οι στρατηγοί πως ήταν προτιμότερο να αποφασίσουν να κάνουν πόλεμο, χωρίς να δέχονται κήρυκες, όσο βρίσκονταν σε εχθρική χώρα. Γιατί οι απεσταλμένοι των Περσών, πλησιάζοντας, προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τους στρατιώτες. Εξαγόρασαν μάλιστα ένα λοχαγό, το Νίκαρχο από την Αρκαδία, που έφυγε κρυφά τη νύχτα με είκοσι, πάνω κάτω, στρατιώτες.