Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (350c-352a)

[350c] Ὁ δέ γε δίκαιος τοῦ μὲν ὁμοίου οὐ πλεονεκτήσει, τοῦ δὲ ἀνομοίου;
Ναί.
Ἔοικεν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ μὲν δίκαιος τῷ σοφῷ καὶ ἀγαθῷ, ὁ δὲ ἄδικος τῷ κακῷ καὶ ἀμαθεῖ.
Κινδυνεύει.
Ἀλλὰ μὴν ὡμολογοῦμεν, ᾧ γε ὅμοιος ἑκάτερος εἴη, τοιοῦτον καὶ ἑκάτερον εἶναι.
Ὡμολογοῦμεν γάρ.
Ὁ μὲν ἄρα δίκαιος ἡμῖν ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός τε καὶ σοφός, ὁ δὲ ἄδικος ἀμαθής τε καὶ κακός.
Ὁ δὴ Θρασύμαχος ὡμολόγησε μὲν πάντα ταῦτα, οὐχ [350d] ὡς ἐγὼ νῦν ῥᾳδίως λέγω, ἀλλ᾽ ἑλκόμενος καὶ μόγις, μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου, ἅτε καὶ θέρους ὄντος —τότε καὶ εἶδον ἐγώ, πρότερον δὲ οὔπω, Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα— ἐπειδὴ δὲ οὖν διωμολογησάμεθα τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναι καὶ σοφίαν, τὴν δὲ ἀδικίαν κακίαν τε καὶ ἀμαθίαν, Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦτο μὲν ἡμῖν οὕτω κείσθω, ἔφαμεν δὲ δὴ καὶ ἰσχυρὸν εἶναι τὴν ἀδικίαν. ἢ οὐ μέμνησαι, ὦ Θρασύμαχε;
Μέμνημαι, ἔφη· ἀλλ᾽ ἔμοιγε οὐδὲ ἃ νῦν λέγεις ἀρέσκει, καὶ ἔχω περὶ αὐτῶν λέγειν. εἰ οὖν λέγοιμι, εὖ οἶδ᾽ ὅτι [350e] δημηγορεῖν ἄν με φαίης. ἢ οὖν ἔα με εἰπεῖν ὅσα βούλομαι, ἤ, εἰ βούλει ἐρωτᾶν, ἐρώτα· ἐγὼ δέ σοι, ὥσπερ ταῖς γραυσὶν ταῖς τοὺς μύθους λεγούσαις, «εἶεν» ἐρῶ καὶ κατανεύσομαι καὶ ἀνανεύσομαι.
Μηδαμῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, παρά γε τὴν σαυτοῦ δόξαν.
Ὥστε σοί, ἔφη, ἀρέσκειν, ἐπειδήπερ οὐκ ἐᾷς λέγειν. καίτοι τί ἄλλο βούλει;
Οὐδὲν μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλ᾽ εἴπερ τοῦτο ποιήσεις, ποίει· ἐγὼ δὲ ἐρωτήσω.
Ἐρώτα δή.
Τοῦτο τοίνυν ἐρωτῶ, ὅπερ ἄρτι, ἵνα καὶ ἑξῆς [351a] διασκεψώμεθα τὸν λόγον, ὁποῖόν τι τυγχάνει ὂν δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν. ἐλέχθη γάρ που ὅτι καὶ δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον εἴη ἀδικία δικαιοσύνης· νῦν δέ γ᾽, ἔφην, εἴπερ σοφία τε καὶ ἀρετή ἐστιν δικαιοσύνη, ῥᾳδίως οἶμαι φανήσεται καὶ ἰσχυρότερον ἀδικίας, ἐπειδήπερ ἐστὶν ἀμαθία ἡ ἀδικία —οὐδεὶς ἂν ἔτι τοῦτο ἀγνοήσειεν— ἀλλ᾽ οὔ τι οὕτως ἁπλῶς, ὦ Θρασύμαχε, ἔγωγε ἐπιθυμῶ, ἀλλὰ τῇδέ πῃ σκέψασθαι· [351b] πόλιν φαίης ἂν ἄδικον εἶναι καὶ ἄλλας πόλεις ἐπιχειρεῖν δουλοῦσθαι ἀδίκως καὶ καταδεδουλῶσθαι, πολλὰς δὲ καὶ ὑφ᾽ ἑαυτῇ ἔχειν δουλωσαμένην;
Πῶς γὰρ οὔκ; ἔφη. καὶ τοῦτό γε ἡ ἀρίστη μάλιστα ποιήσει καὶ τελεώτατα οὖσα ἄδικος.
Μανθάνω, ἔφην, ὅτι σὸς οὗτος ἦν ὁ λόγος. ἀλλὰ τόδε περὶ αὐτοῦ σκοπῶ· πότερον ἡ κρείττων γιγνομένη πόλις πόλεως ἄνευ δικαιοσύνης τὴν δύναμιν ταύτην ἕξει, ἢ ἀνάγκη αὐτῇ μετὰ δικαιοσύνης;
[351c] Εἰ μέν, ἔφη, ὡς σὺ ἄρτι ἔλεγες ἔχει —ἡ δικαιοσύνη σοφία— μετὰ δικαιοσύνης· εἰ δ᾽ ὡς ἐγὼ ἔλεγον, μετὰ ἀδικίας.
Πάνυ ἄγαμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε, ὅτι οὐκ ἐπινεύεις μόνον καὶ ἀνανεύεις, ἀλλὰ καὶ ἀποκρίνῃ πάνυ καλῶς.
Σοὶ γάρ, ἔφη, χαρίζομαι.
Εὖ γε σὺ ποιῶν· ἀλλὰ δὴ καὶ τόδε μοι χάρισαι καὶ λέγε· δοκεῖς ἂν ἢ πόλιν ἢ στρατόπεδον ἢ λῃστὰς ἢ κλέπτας ἢ ἄλλο τι ἔθνος, ὅσα κοινῇ ἐπί τι ἔρχεται ἀδίκως, πρᾶξαι ἄν τι δύνασθαι, εἰ ἀδικοῖεν ἀλλήλους;
[351d] Οὐ δῆτα, ἦ δ᾽ ὅς.
Τί δ᾽ εἰ μὴ ἀδικοῖεν; οὐ μᾶλλον;
Πάνυ γε.
Στάσεις γάρ που, ὦ Θρασύμαχε, ἥ γε ἀδικία καὶ μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, ἡ δὲ δικαιοσύνη ὁμόνοιαν καὶ φιλίαν· ἦ γάρ;
Ἔστω, ἦ δ᾽ ὅς, ἵνα σοι μὴ διαφέρωμαι.
Ἀλλ᾽ εὖ γε σὺ ποιῶν, ὦ ἄριστε. τόδε δέ μοι λέγε· ἆρα εἰ τοῦτο ἔργον ἀδικίας, μῖσος ἐμποιεῖν ὅπου ἂν ἐνῇ, οὐ καὶ ἐν ἐλευθέροις τε καὶ δούλοις ἐγγιγνομένη μισεῖν ποιήσει ἀλλήλους καὶ στασιάζειν καὶ ἀδυνάτους εἶναι κοινῇ μετ᾽ [351e] ἀλλήλων πράττειν;
Πάνυ γε.
Τί δὲ ἂν ἐν δυοῖν ἐγγένηται; οὐ διοίσονται καὶ μισήσουσιν καὶ ἐχθροὶ ἔσονται ἀλλήλοις τε καὶ τοῖς δικαίοις;
Ἔσονται, ἔφη.
Ἐὰν δὲ δή, ὦ θαυμάσιε, ἐν ἑνὶ ἐγγένηται ἀδικία, μῶν μὴ ἀπολεῖ τὴν αὑτῆς δύναμιν, ἢ οὐδὲν ἧττον ἕξει;
Μηδὲν ἧττον ἐχέτω, ἔφη.
Οὐκοῦν τοιάνδε τινὰ φαίνεται ἔχουσα τὴν δύναμιν, οἵαν, ᾧ ἂν ἐγγένηται, εἴτε πόλει τινὶ εἴτε γένει εἴτε στρατοπέδῳ εἴτε [352a] ἄλλῳ ὁτῳοῦν, πρῶτον μὲν ἀδύνατον αὐτὸ ποιεῖν πράττειν μεθ᾽ αὑτοῦ διὰ τὸ στασιάζειν καὶ διαφέρεσθαι, ἔτι δ᾽ ἐχθρὸν εἶναι ἑαυτῷ τε καὶ τῷ ἐναντίῳ παντὶ καὶ τῷ δικαίῳ; οὐχ οὕτως;
Πάνυ γε.
Καὶ ἐν ἑνὶ δὴ οἶμαι ἐνοῦσα ταὐτὰ ταῦτα ποιήσει ἅπερ πέφυκεν ἐργάζεσθαι· πρῶτον μὲν ἀδύνατον αὐτὸν πράττειν ποιήσει στασιάζοντα καὶ οὐχ ὁμονοοῦντα αὐτὸν ἑαυτῷ, ἔπειτα ἐχθρὸν καὶ ἑαυτῷ καὶ τοῖς δικαίοις· ἦ γάρ;
Ναί. Δίκαιοι δέ γ᾽ εἰσίν, ὦ φίλε, καὶ οἱ θεοί;
Ἔστω, ἔφη.

[350c] Ενώ απεναντίας ο δίκαιος μόνο από τον ανόμοιό του, όχι όμως και από τον όμοιό του.
Μάλιστα.
Μοιάζει λοιπόν ο δίκαιος με τον καλό και τον σοφό, και ο άδικος με τον καλό και τον άσοφο.
Φαίνεται.
Μα εμείς συμφωνήσαμε πως και ο ένας και ο άλλος είναι τέτοιος, σαν και κείνος που του μοιάζει.
Πραγματικώς, συμφωνήσαμε.
Να λοιπόν που μας αποδείχτηκε φως φανερό πως ο δίκαιος είναι σοφός και καλός, ενώ ο άδικος αμαθής και κακός.
Ο Θρασύμαχος αναγκάστηκε να συμφωνήσει σ᾽ όλ᾽ αυτά, όχι όμως [350d] τόσο εύκολα όπως τα διηγούμαι εγώ τώρα, αλλά μόλις και μετά βίας με το τράβ᾽ απεδώ τράβ᾽ αποκεί, ενώ έτρεχε ποτάμι ο ιδρώς του, γιατί ήταν και καλοκαίρι. Τότε τον είδα εγώ για πρώτη φορά και να κοκκινίζει, πράγμα που δεν έπαθε ποτέ πριν.
Αφού λοιπόν μείναμε έτσι σύμφωνοι πως η δικαιοσύνη είναι αρετή και σοφία, και η αδικία κακία και αμάθεια — ας το θεωρήσομε τώρα αυτό ένα ζήτημα που έχει λυθεί, είπα· ελέγαμε όμως ακόμη πως η αδικία είναι πράγμα γερό και δυνατό· ή δεν το θυμάσαι, Θρασύμαχε;
Το θυμούμαι, αποκρίθηκε εκείνος, μα δεν μου αρέσουν ουδέ αυτά που λες τώρα· και μη νομίσεις πως δεν έχω τί να πω· αν θελήσω όμως να το κάμω, ξέρω καλά πως [350e] θα μου πεις ότι δημηγορώ· ή λοιπόν άφησέ με να πω όσα θέλω ή, αν επιμένεις να ρωτάς, ρώτα· κι εγώ θα περιοριστώ να λέω καλά, ας είναι, και να κουνώ το κεφάλι μου, όπως κάνουν στις γριές που διηγούνται παραμύθια.
Καθόλου δεν το θέλω αυτό να γίνεται, αν δεν είναι σύμφωνα με τις πεποιθήσεις σου.
Για να μη σε δυσαρεστώ τουλάχιστο, αφού δεν μ᾽ αφήνεις να μιλήσω· τί άλλο θέλεις να σου κάμω παραπάνω;
Τίποτα άλλο, μα την αλήθεια· μόνο, αν θέλεις να κάμεις αυτό που σου λέω, κάμε το· κι εγώ θα σε ρωτώ.
Ρώτα λοιπόν.
Αυτό λοιπόν σε ρωτώ πάλι, για να εξακολουθήσομε [351a] τη συζήτησή μας· τί πράγμα είναι η δικαιοσύνη εν σχέσει με την αδικία; γιατί έλεγες, μου φαίνεται, πως η αδικία είναι πιο γερή και πιο δυνατή από τη δικαιοσύνη· ενώ τώρα, αφού είπαμε πως η δικαιοσύνη είναι αρετή και σοφία, εύκολα θα αποδειχτεί πως είναι και πιο δυνατό πράγμα από την αδικία, αφού αυτή είναι αμάθεια· και κανείς δεν είναι που να μην το παραδεχτεί αυτό. Εγώ όμως δεν θ᾽ αρκεστώ έτσι απλώς σ᾽ αυτό, αλλ᾽ ας κάνομε κι έναν άλλο συλλογισμό: [351b] δεν παραδέχεσαι πως υπάρχουν πόλεις άδικες, που επιβουλεύονται άδικα την ελευθερία άλλων πόλεων και κατορθώνουν μάλιστα να τις υποδουλώνουν και να τις κάνουν υποχείριές των;
Πώς όχι, είπε· κι αυτό μάλιστα το κατορθώνει μόνο η καλύτερη και που είναι στον ανώτατο βαθμό άδικη.
Το καταλαβαίνω πως αυτό είναι η δική σου η πεποίθηση· εγώ όμως εξετάζω το ζήτημα μ᾽ αυτό τον τρόπο: αν δηλαδή η πόλη που υποδουλώνει μιαν άλλη αποκτά χωρίς τη δικαιοσύνη αυτή τη δύναμη, ή θα είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει τη δικαιοσύνη;
[351c] Αν, όπως το παραδέχτηκες εσύ, η δικαιοσύνη είναι σοφία, τότε βέβαια θα είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει τη δικαιοσύνη· αν όμως το πράγμα είναι όπως το έλεγα εγώ, τότε της χρειάζεται η αδικία.
Είμαι πολύ ενθουσιασμένος, Θρασύμαχε, που δεν περιορίζεσαι μόνο να κουνείς το κεφάλι του, αλλά δίνεις και πολύ καλές απαντήσεις.
Γιατί δεν θέλω να σε δυσαρεστήσω.
Και κάνεις πολύ καλά, του αποκρίθηκα· αλλά κάμε μου ακόμη κι αυτή τη χάρη και λέγε μου: νομίζεις πως ένα κράτος ή ένα στράτευμα, ή μια συμμορία ληστές ή κλέφτες, ή και όποια άλλη ομάς από κείνες που αναλαβαίνουν από κοινού μιαν άδικη επιχείρηση, θα μπορούσαν ποτέ να κατορθώσουν τίποτε, αν τα μέλη που την αποτελούν φέρνονταν άδικα μεταξύ των;
[351d] Όχι βέβαια.
Ενώ απεναντίας αν φέρνονταν δίκαια, δεν θα πετύχαιναν περισσότερο;
Και πολύ μάλιστα.
Γιατί βέβαια, Θρασύμαχε, η αδικία γεννά μίση και διχόνοιες και πολέμους μεταξύ των, ενώ η δικαιοσύνη ομόνοια και αγάπη· δεν είναι έτσι;
Ας το παραδεχτώ, είπε, για να μη φιλονικώ μαζί σου.
Και καλά κάνεις, φίλε μου· λέγε μου τώρα: αφού αυτό είναι το φυσικό της αδικίας, να γεννά μίση και διχόνοιες παντού όπου μπει στη μέση, δε θα ᾽χει τα ίδια αποτελέσματα και όπου παρουσιάζεται εν γένει μέσα στους ανθρώπους, είτε δούλοι είναι είτε ελεύθεροι, και δε θα κάνει αδύνατη κάθε [351e] από κοινού επιχείρησή των;
Και πολύ μάλιστα.
Αλλά πώς; αν παρουσιαστεί μεταξύ δυο ανθρώπων, δε θα αναπτυχθούν ανάμεσά των προστριβές, μαλώματα και μίση, και δε θα γίνουν εχθροί ο ένας με τον άλλο, όπως είναι εχθροί και με τους δικαίους;
Θα γίνουν.
Κι αν τέλος τη δεχτούμε μέσα σ᾽ ένα μονάχα άνθρωπο, μήπως θα χάσει τάχα η αδικία αυτή την ιδιότητα που έχει, ή και πάλι θα τη διατηρήσει;
Ας πούμε πως θα τη διατηρήσει.
Αυτό λοιπόν επομένως είναι το φυσικό της αδικίας, όπου παρουσιάζεται, είτε σε πόλη, είτε σε στρατόπεδο, είτε και [352a] σ᾽ οποιοδήποτε άλλο άθροισμα ανθρώπων, πρώτα πρώτα να το κάνει ανίκανο ν᾽ αναλάβει καμιά επιχείρηση εξαιτίας τις διχόνοιες και τις έριδες που γεννά, και κατά δεύτερο λόγο αναπτύσσει μέσα στην ψυχή του αδίκου την έχθρα προς τον εαυτό του και προς καθετί που δεν του είναι όμοιο, δηλαδή προς το δίκαιο. Δεν είναι αλήθεια αυτό;
Μάλιστα.
Και μέσα σ᾽ έναν λοιπόν μόνο, νομίζω, όταν υπάρχει, τα ίδια θα έχει αποτελέσματα, σύμφωνα με τη φύση της: πρώτα, θα τον καταστήσει ανίκανο για κάθε επιχείρηση, γιατί θα βρίσκεται πάντα σε διχογνωμία και σε διάσταση με τον εαυτό του· έπειτα θα τον κάμει εχθρό και με τον εαυτό του και με όλους τους δικαίους· ναι ή όχι;
Ναι.
Οι θεοί όμως, φίλε μου, παραδέχεσαι βέβαια πως είναι δίκαιοι.
Ας το παραδεχτούμε.