Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (344d-346a)

[344d] Ταῦτα εἰπὼν ὁ Θρασύμαχος ἐν νῷ εἶχεν ἀπιέναι, ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἁθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον· οὐ μὴν εἴασάν γε αὐτὸν οἱ παρόντες, ἀλλ᾽ ἠνάγκασαν ὑπομεῖναί τε καὶ παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λόγον. καὶ δὴ ἔγωγε καὶ αὐτὸς πάνυ ἐδεόμην τε καὶ εἶπον· Ὦ δαιμόνιε Θρασύμαχε, οἷον ἐμβαλὼν λόγον ἐν νῷ ἔχεις ἀπιέναι πρὶν διδάξαι ἱκανῶς ἢ μαθεῖν εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως [344e] ἔχει; ἢ σμικρὸν οἴει ἐπιχειρεῖν πρᾶγμα διορίζεσθαι ὅλου βίου διαγωγήν, ᾗ ἂν διαγόμενος ἕκαστος ἡμῶν λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῴη;
Ἐγὼ γὰρ οἶμαι, ἔφη ὁ Θρασύμαχος, τουτὶ ἄλλως ἔχειν;
Ἔοικας, ἦν δ᾽ ἐγώ — ἤτοι ἡμῶν γε οὐδὲν κήδεσθαι, οὐδέ τι φροντίζειν εἴτε χεῖρον εἴτε βέλτιον βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι. ἀλλ᾽, ὠγαθέ, προθυμοῦ καὶ ἡμῖν [345a] ἐνδείξασθαι —οὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι ἂν ἡμᾶς τοσούσδε ὄντας εὐεργετήσῃς— ἐγὼ γὰρ δή σοι λέγω τό γ᾽ ἐμόν, ὅτι οὐ πείθομαι οὐδ᾽ οἶμαι ἀδικίαν δικαιοσύνης κερδαλεώτερον εἶναι, οὐδ᾽ ἐὰν ἐᾷ τις αὐτὴν καὶ μὴ διακωλύῃ πράττειν ἃ βούλεται. ἀλλ᾽, ὠγαθέ, ἔστω μὲν ἄδικος, δυνάσθω δὲ ἀδικεῖν ἢ τῷ λανθάνειν ἢ τῷ διαμάχεσθαι, ὅμως ἐμέ γε οὐ πείθει ὡς ἔστι τῆς δικαιοσύνης κερδαλεώτερον. ταῦτ᾽ οὖν [345b] καὶ ἕτερος ἴσως τις ἡμῶν πέπονθεν, οὐ μόνος ἐγώ· πεῖσον οὖν, ὦ μακάριε, ἱκανῶς ἡμᾶς ὅτι οὐκ ὀρθῶς βουλευόμεθα δικαιοσύνην ἀδικίας περὶ πλείονος ποιούμενοι.
Καὶ πῶς, ἔφη, σὲ πείσω; εἰ γὰρ οἷς νυνδὴ ἔλεγον μὴ πέπεισαι, τί σοι ἔτι ποιήσω; ἢ εἰς τὴν ψυχὴν φέρων ἐνθῶ τὸν λόγον;
Μὰ Δί᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὴ σύ γε· ἀλλὰ πρῶτον μέν, ἃ ἂν εἴπῃς, ἔμμενε τούτοις, ἢ ἐὰν μετατιθῇ, φανερῶς μετατίθεσο καὶ ἡμᾶς μὴ ἐξαπάτα. νῦν δὲ ὁρᾷς, ὦ Θρασύμαχε —ἔτι [345c] γὰρ τὰ ἔμπροσθεν ἐπισκεψώμεθα— ὅτι τὸν ὡς ἀληθῶς ἰατρὸν τὸ πρῶτον ὁριζόμενος τὸν ὡς ἀληθῶς ποιμένα οὐκέτι ᾤου δεῖν ὕστερον ἀκριβῶς φυλάξαι, ἀλλὰ πιαίνειν οἴει αὐτὸν τὰ πρόβατα, καθ᾽ ὅσον ποιμήν ἐστιν, οὐ πρὸς τὸ τῶν προβάτων βέλτιστον βλέποντα ἀλλ᾽, ὥσπερ δαιτυμόνα τινὰ καὶ μέλλοντα ἑστιάσεσθαι, πρὸς τὴν εὐωχίαν, ἢ αὖ πρὸς τὸ [345d] ἀποδόσθαι, ὥσπερ χρηματιστὴν ἀλλ᾽ οὐ ποιμένα. τῇ δὲ ποιμενικῇ οὐ δήπου ἄλλου του μέλει ἢ ἐφ᾽ ᾧ τέτακται, ὅπως τούτῳ τὸ βέλτιστον ἐκποριεῖ —ἐπεὶ τά γε αὑτῆς ὥστ᾽ εἶναι βελτίστη ἱκανῶς δήπου ἐκπεπόρισται, ἕως γ᾽ ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ ποιμενικὴ εἶναι— οὕτω δὲ ᾤμην ἔγωγε νυνδὴ ἀναγκαῖον εἶναι ἡμῖν ὁμολογεῖν πᾶσαν ἀρχήν, καθ᾽ ὅσον ἀρχή, μηδενὶ ἄλλῳ τὸ βέλτιστον σκοπεῖσθαι ἢ ἐκείνῳ, τῷ [345e] ἀρχομένῳ τε καὶ θεραπευομένῳ, ἔν τε πολιτικῇ καὶ ἰδιωτικῇ ἀρχῇ. σὺ δὲ τοὺς ἄρχοντας ἐν ταῖς πόλεσιν, τοὺς ὡς ἀληθῶς ἄρχοντας, ἑκόντας οἴει ἄρχειν;
Μὰ Δί᾽ οὔκ, ἔφη, ἀλλ᾽ εὖ οἶδα.
Τί δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε; τὰς ἄλλας ἀρχὰς οὐκ ἐννοεῖς ὅτι οὐδεὶς ἐθέλει ἄρχειν ἑκών, ἀλλὰ μισθὸν αἰτοῦσιν, ὡς οὐχὶ αὐτοῖσιν ὠφελίαν ἐσομένην ἐκ τοῦ ἄρχειν ἀλλὰ [346a] τοῖς ἀρχομένοις; ἐπεὶ τοσόνδε εἰπέ· οὐχὶ ἑκάστην μέντοι φαμὲν ἑκάστοτε τῶν τεχνῶν τούτῳ ἑτέραν εἶναι, τῷ ἑτέραν τὴν δύναμιν ἔχειν; καί, ὦ μακάριε, μὴ παρὰ δόξαν ἀποκρίνου, ἵνα τι καὶ περαίνωμεν.
Ἀλλὰ τούτῳ, ἔφη, ἑτέρα.
Οὐκοῦν καὶ ὠφελίαν ἑκάστη τούτων ἰδίαν τινὰ ἡμῖν παρέχεται ἀλλ᾽ οὐ κοινήν, οἷον ἰατρικὴ μὲν ὑγίειαν, κυβερνητικὴ δὲ σωτηρίαν ἐν τῷ πλεῖν, καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω;
Πάνυ γε.

[344d] Ο Θρασύμαχος, αφού σαν ένας λουτράρης μάς πλημμύρισε τ᾽ αυτιά μας μ᾽ αυτό το μακρό και μαζεμένο λόγο του, έδειξε σα να ᾽χε την πρόθεση ν᾽ αναχωρήσει· δεν τον άφησε όμως η συντροφιά, αλλά τον ανάγκασαν να μείνει και να δικαιολογήσει αυτά που είπε· κι εγώ ακόμα ο ίδιος τον παρακάλεσα πάρα πολύ και του είπα: Ω ευλογημένε Θρασύμαχε, αφού μας έριξες στη μέση ένα τέτοιο λόγο, σκέπτεσαι τώρα να μας φύγεις, χωρίς να μας διδάξεις όσο πρέπει ή και συ ο ίδιος να μάθεις αν είναι έτσι καθώς τα είπες ή και [344e] διαφορετικά; ή νομίζεις πως αυτό το πράγμα που πρόκειται να καθοριστεί, έχει τόσο μικρή σημασία και δεν είναι ο ίδιος ο κανόνας της ζωής, που όταν τον ακολουθεί ο καθένας μας, θα έχει τη μεγαλύτερη ωφέλεια στο βίο του;
Και ποιός σου λέγει, παρακαλώ πως εγώ έχω διαφορετική ιδέα γι᾽ αυτό;
Μου φαίνεται όμως σαν να μη σε μέλει καθόλου για μας κι ούτε φροντίζεις αν θα περάσομε καλύτερα ή χειρότερα τη ζωή μας, αφού δεν θα γνωρίζομε αυτό που λες πως γνωρίζεις εσύ· αλλά έλα, καλέ μας, λάβε την καλοσύνη [345a] να μας το υποδείξεις και μας· και δε θα έχεις να κάμεις με αχάριστους, αν κάμεις αυτό το καλό σε τόσους που είμαστε εμείς. Όσο για μέρος μου, εγώ σου το λέγω παστρικά πως ποτέ μου δεν πείθομαι ούτε το παραδέχομαι πως περισσότερο κέρδος έχει να βγάλει κανείς από την αδικία παρά από τη δικαιοσύνη, κι αν ακόμα την αφήσομε ελεύθερη και δεν την εμποδίζομε να κάνει ό,τι θέλει. Ναι, Θρασύμαχε, ας είναι κανείς άδικος, ας έχει τη δύναμη να κάνει το κακό είτε δια της βίας, είτε με την επιτηδειότητά του· λοιπόν, δεν μπορείς να με πείσεις πως αυτός θα είναι πιο κερδημένος παρά αν ήταν δίκαιος· κι ίσως [345b] να μην είμαι ο μόνος που έχω αυτή την ιδέα· απόδειξέ μας λοιπόν ορισμένως, καλέ μου, πως είμαστε γελασμένοι να προτιμούμε τη δικαιοσύνη από την αδικία.
Και πώς θέλεις να σε πείσω; μου αποκρίθηκε· αν δεν έχεις πειστεί μ᾽ αυτά που σου είπα, τί παραπάνω θέλεις να σου κάμω; θέλεις να τα φέρω και να σου τα βάλω δια της βίας τα λόγια μου μες στο μυαλό σου;
Όχι, μα το θεό, δεν έχω αυτή την αξίωση· μα πρώτα πρώτα θέλω να στέκεσαι σε κείνα που λες· ή, αν έχεις ν᾽ αλλάξεις τίποτα, να το κάνεις φανερά και να μη μας ξεγελάς· γιατί τώρα βλέπεις, Θρασύμαχε —για να ξαναγυρίσομε [345c] σε κείνα τα προηγούμενα— ενώ στην αρχή όρισες με όλη την ακρίβεια τον καθαυτό γιατρό, δεν ενόμισες πως έπρεπε να φυλάξεις την ίδια την ακρίβεια και για τον ορισμό του αληθινού βοσκού, αλλά νομίζεις πως αυτός, ενόσω είναι τέτοιος, δουλειά του έχει να παχαίνει τα πρόβατά του, χωρίς καθόλου ν᾽ αποβλέπει για το καλό τους, σα να ήταν μάλλον κανένας πανηγυράς, που τα ετοιμάζει για κανένα πανηγύρι ή συμπόσιο, ή σαν κανένας επιχειρηματίας, [345d] που τα έχει για κερδοσκοπία· ενώ πραγματικώς η ποιμενική κανένα άλλο σκοπό δεν έχει παρά να φροντίζει για το καλύτερο εκείνου που της έχουν εμπιστευθεί· γιατί, όσον αφορά τη δική της την τελειότητα, είναι αρκετά βέβαια εφοδιασμένη, ώστε να μη χρειάζεται τίποτα για να είναι πραγματικώς ποιμενική. Αυτό λοιπόν ενόμιζα κι εγώ πως ήταν ανάγκη να παραδεχτούμε για κάθε διοίκηση, ότι δηλαδή, ενόσω είναι τέτοια, και αδιάφορο αν είναι ιδιωτική ή δημοσία, κανένα άλλο σκοπό δεν έχει παρά να φροντίζει [345e] για το καλύτερο εκείνου που το έχει στη δικαιοδοσία της· ή εσύ φαντάζεσαι πως οι άρχοντες των πόλεων, και εννοώ οι πραγματικοί οι άρχοντες, με ευχαρίστησή των κυβερνούν;
Όχι το φαντάζομαι, είπε, αλλά είμαι απολύτως βέβαιος.
Και πώς, Θρασύμαχε; δεν παρατηρείς ότι τις άλλες τις δημόσιες υπηρεσίες κανείς δεν τις αναλαμβάνει μ᾽ ευχαρίστησή του, αλλά απαιτούν μισθό, γιατί δεν περιμένουν ωφέλεια απ᾽ αυτές οι ίδιοι, αλλά [346a] μόνο εκείνοι που για χάρη των τις εξασκούν; Και τόσο μόνο πες μου, σε παρακαλώ· δε λέμε πάντα πως κάθε τέχνη είναι διαφορετική από μια άλλη κατά το σκοπό και τη δύναμη που έχει; Μόνο να μη μου απαντήσεις, να ζεις, άλλο απ᾽ ό,τι σκέπτεσαι, για να φτάσομε επιτέλους σ᾽ ένα συμπέρασμα.
Πραγματικώς, μου αποκρίθηκε, διαφέρουν ως προς αυτό.
Επομένως και η καθεμιά των μας παρέχει και κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια, και όχι όλες την ίδια, παραδείγματος χάριν η ιατρική την υγεία, η ναυτική την ασφάλεια στα ταξίδια και ούτω καθεξής.
Χωρίς αμφιβολία.