Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Μενέξενος (235d-236d)


[235d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πόθεν, ὠγαθέ; εἰσὶν ἑκάστοις τούτων λόγοι παρεσκευασμένοι, καὶ ἅμα οὐδὲ αὐτοσχεδιάζειν τά γε τοιαῦτα χαλεπόν. εἰ μὲν γὰρ δέοι Ἀθηναίους ἐν Πελοποννησίοις εὖ λέγειν ἢ Πελοποννησίους ἐν Ἀθηναίοις, ἀγαθοῦ ἂν ῥήτορος δέοι τοῦ πείσοντος καὶ εὐδοκιμήσοντος· ὅταν δέ τις ἐν τούτοις ἀγωνίζηται οὕσπερ καὶ ἐπαινεῖ, οὐδὲν μέγα δοκεῖν εὖ λέγειν.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Οὐκ οἴει, ὦ Σώκρατες;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐ μέντοι μὰ Δία.
[235e] ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ἦ οἴει οἷός τ᾽ ἂν εἶναι αὐτὸς εἰπεῖν, εἰ δέοι καὶ ἕλοιτό σε ἡ βουλή;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ ἐμοὶ μέν γε, ὦ Μενέξενε, οὐδὲν θαυμαστὸν οἵῳ τ᾽ εἶναι εἰπεῖν, ᾧ τυγχάνει διδάσκαλος οὖσα οὐ πάνυ φαύλη περὶ ῥητορικῆς, ἀλλ᾽ ἥπερ καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς πεποίηκε ῥήτορας, ἕνα δὲ καὶ διαφέροντα τῶν Ἑλλήνων, Περικλέα τὸν Ξανθίππου.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Τίς αὕτη; ἢ δῆλον ὅτι Ἀσπασίαν λέγεις;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λέγω γάρ, καὶ Κόννον γε τὸν Μητροβίου· οὗτοι γάρ [236a] μοι δύο εἰσὶν διδάσκαλοι, ὁ μὲν μουσικῆς, ἡ δὲ ῥητορικῆς. οὕτω μὲν οὖν τρεφόμενον ἄνδρα οὐδὲν θαυμαστὸν δεινὸν εἶναι λέγειν· ἀλλὰ καὶ ὅστις ἐμοῦ κάκιον ἐπαιδεύθη, μουσικὴν μὲν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, ῥητορικὴν δὲ ὑπ᾽ Ἀντιφῶντος τοῦ Ῥαμνουσίου, ὅμως κἂν οὗτος οἷός τ᾽ εἴη Ἀθηναίους γε ἐν Ἀθηναίοις ἐπαινῶν εὐδοκιμεῖν.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Καὶ τί ἂν ἔχοις εἰπεῖν, εἰ δέοι σε λέγειν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αὐτὸς μὲν παρ᾽ ἐμαυτοῦ ἴσως οὐδέν, Ἀσπασίας δὲ [236b] καὶ χθὲς ἠκροώμην περαινούσης ἐπιτάφιον λόγον περὶ αὐτῶν τούτων. ἤκουσε γὰρ ἅπερ σὺ λέγεις, ὅτι μέλλοιεν Ἀθηναῖοι αἱρεῖσθαι τὸν ἐροῦντα· ἔπειτα τὰ μὲν ἐκ τοῦ παραχρῆμά μοι διῄει, οἷα δέοι λέγειν, τὰ δὲ πρότερον ἐσκεμμένη, ὅτε μοι δοκεῖ συνετίθει τὸν ἐπιτάφιον λόγον ὃν Περικλῆς εἶπεν, περιλείμματ᾽ ἄττα ἐξ ἐκείνου συγκολλῶσα.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ἦ καὶ μνημονεύσαις ἂν ἃ ἔλεγεν ἡ Ἀσπασία;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἰ μὴ ἀδικῶ γε· ἐμάνθανόν γέ τοι παρ᾽ αὐτῆς, καὶ [236c] ὀλίγου πληγὰς ἔλαβον ὅτ᾽ ἐπελανθανόμην.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Τί οὖν οὐ διῆλθες;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ὅπως μή μοι χαλεπανεῖ ἡ διδάσκαλος, ἂν ἐξενέγκω αὐτῆς τὸν λόγον.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Μηδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ εἰπέ, καὶ πάνυ μοι χαριῇ, εἴτε Ἀσπασίας βούλει λέγειν εἴτε ὁτουοῦν· ἀλλὰ μόνον εἰπέ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ἴσως μου καταγελάσῃ, ἄν σοι δόξω πρεσβύτης ὢν ἔτι παίζειν.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Οὐδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ εἰπὲ παντὶ τρόπῳ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλὰ μέντοι σοί γε δεῖ χαρίζεσθαι, ὥστε κἂν ὀλίγου, [236d] εἴ με κελεύοις ἀποδύντα ὀρχήσασθαι, χαρισαίμην ἄν, ἐπειδή γε μόνω ἐσμέν. ἀλλ᾽ ἄκουε. ἔλεγε γάρ, ὡς ἐγᾦμαι, ἀρξαμένη λέγειν ἀπ᾽ αὐτῶν τῶν τεθνεώτων οὑτωσί.


[235d] ΣΩ. Μα πώς σου ᾽ρθε αυτή η σκέψη, καλέ μου; Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πάντα προπαρασκευάσει τους λόγους τους, εξάλλου δεν τους είναι καθόλου δύσκολο ν᾽ αυτοσχεδιάσουνε στη στιγμή τους λόγους τους και μάλιστα επάνω σε τέτοια θέματα. Εάν βέβαια ο ρήτορας είναι υποχρεωμένος να εγκωμιάσει τους Αθηναίους μπροστά σε Πελοποννησίους ή τους Πελοποννησίους μπροστά σε Αθηναίους, πρέπει δίχως άλλο να είναι στ᾽ αληθινά δεινός και ξακουσμένος ρήτορας για να κατορθώσει να πείσει τους ακροατές του και να θριαμβεύσει στο σκοπό του. Όταν όμως αγωνίζεται κανείς να πείσει εκείνους ακριβώς που εγκωμιάζει, δεν είναι καθόλου δύσκολο και δε χρειάζεται καμιά εξαιρετική ρητορική ικανότητα για να φανεί στα μάτια τους ως έξοχος ρήτορας.
ΜΕΝ. Πραγματικά, Σωκράτη, δεν το θεωρείς εσύ αυτό σπουδαίο;
ΣΩ. Όχι, μα το Δία.
[235e] ΜΕΝ. Πιστεύεις λοιπόν στ᾽ αληθινά, πως είσαι ικανός ν᾽ απαγγείλεις έναν επιτάφιο λόγο και να εγκωμιάσεις τους νεκρούς των πολέμων, αν το καλέσει η ανάγκη και σ᾽ εκλέξει η βουλή ως ρήτορα της ημέρας;
ΣΩ. Βεβαιότατα, Μενέξενε, και δεν πρέπει κανένας ν᾽ απορεί και να παραξενεύεται για τη ρητορική μου δεινότητα, γιατί είχα στη ζωή μου την αγαθή μοίρα να ᾽χω ως δασκάλα μου στη ρητορική όχι καμιά άσημη γυναίκα και ανίδεη από την τέχνη του λόγου, αλλ᾽ ακριβώς εκείνη που και άλλους πολλούς και δεινούς εμόρφωσε ρήτορες και προπάντων έναν που αναδείχτηκε ο πρώτος ρήτορας όλης της Ελλάδας, τον Περικλή, το γιο του Ξανθίππου.
ΜΕΝ. Και ποιά ᾽ναι του λόγου της; Ή μην εννοείς, όπως φαίνεται, την Ασπασία;
ΣΩ. Την Ασπασία βέβαια έχω στο νου μου, αλλά και τον Κόννο το γιο του Μητροβίου· γιατί [236a] και οι δυο τους υπήρξαν δάσκαλοί μου, αυτός στη μουσική κι εκείνη στη ρητορική. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο και δεν πρέπει να εκπλήττει κανένα το γεγονός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος με μια τέτοια μόρφωση από τέτοιους δασκάλους είναι ένας δεινός ρήτορας· αλλά και πάλι κι εκείνος ακόμα που επήρε μια κατώτερη μόρφωση απ᾽ τη δική μου κι έμαθε μουσική απ᾽ το Λάμπρο και ρητορική από τον Αντιφώντα το Ραμνούσιο θα μπορούσε να θριαμβεύσει ως ρήτορας, αν είχε να εγκωμιάσει τους Αθηναίους μπροστά σε Αθηναίους.
ΜΕΝ. Και τί θα ᾽χες να μας πεις, αν το καλούσε η ανάγκη ν᾽ απαγγείλεις έναν επιτάφιο ρητορικό λόγο;
ΣΩ. Εγώ ο ίδιος από δική μου έμπνευση ίσως τίποτα, την Ασπασία όμως [236b] άκουσα και χτες ακόμα όταν τέλειωνε έναν επιτάφιο λόγο της με το ίδιο ακριβώς θέμα. Γιατί άκουσε κι η ίδια αυτά ακριβώς που λες πως άκουσες κι εσύ, ότι οι Αθηναίοι έμελλαν να εκλέξουν το ρήτορα του πανηγυρικού των νεκρών των πολέμων της πολιτείας· αναπτύσσοντας το θέμα της άλλα μέρη του λόγου της τ᾽ αυτοσχεδίαζε εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια μου, τονίζοντας τί θα ᾽πρεπε να ειπεί ο ρήτορας και πώς να τα ειπεί, άλλα όμως μέρη τα ᾽χε στοχαστεί πρωτύτερα, όταν εσύνθετε, όπως εγώ υποθέτω, τον επιτάφιο λόγο που απάγγειλε ο Περικλής· τα τελευταία αυτά μέρη ήσαν απομεινάδια μέσα στη μνήμη της από το λόγο της εκείνο και τα συγκολλούσε τώρα με τα νέα μέρη που αυτοσχεδίαζε εκείνη τη στιγμή.
ΜΕΝ. Θα μπορούσες, αν αγαπάς, να θυμηθείς αυτά που είπε η Ασπασία;
ΣΩ. Βεβαιότατα, αλλιώς θα μου άξιζε να τιμωρηθώ. Υπήρξα τωόντι μαθητής της κι έμαθα απ᾽ το ίδιο το στόμα της όσα έμαθα και μάλιστα κάποτε [236c] λίγο έλειψε να τις φάω απ᾽ τα ίδια τα χέρια της, γιατί ήμουνα πάντα ένας ξεχασιάρης στο μάθημά της.
ΜΕΝ. Γιατί λοιπόν αργείς και δε μου λες το λόγο της;
ΣΩ. Για να μην κακοφανεί, βέβαια, της δασκάλας μου και θυμώσει μαζί μου, αν κοινολογήσω το λόγο της.
ΜΕΝ. Μη φοβάσαι τίποτα, Σωκράτη, κι έλα, αν αγαπάς, και πες μου το λόγο της. Θα μου κάμεις την πιο μεγάλη χάρη, αν θελήσεις να μου ειπείς είτε της Ασπασίας, είτε οποιανού άλλου θες το λόγο. Φτάνει μονάχα να μιλήσεις.
ΣΩ. Αλλ᾽ ίσως γελάσεις μαζί μου, αν φανώ στα μάτια σου, πως καταπιάνομαι τώρα στα γεράματά μου με πράγματα που είναι μονάχα παιγνίδια για μικρά παιδιά.
ΜΕΝ. Δεν έχεις καθόλου δίκαιο, Σωκράτη, κι άσ᾽ τα αυτά κι έλα, σε παρακαλώ, κι άρχισε το λόγο σου με κάθε τρόπο.
ΣΩ. Στ᾽ αληθινά πρέπει να σου κάμω το χατίρι, ώστε [236d] κι αν έφτανες να μου ζητήσεις να ξεγυμνωθώ και να χορέψω ολόγυμνος μπροστά σου, παρά λίγο να σου ᾽κανα κι αυτή σου τη χάρη, γιατί είμαστε άλλωστε και μονάχοι μας. Αλλ᾽ άκουγε. Άρχισε λοιπόν το λόγο της και πρώτα πρώτα μίλησε, αν δε με γελάει η μνήμη μου, για τους νεκρούς των πολέμων ως έξης: