Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἵππίας μείζων (285c-286e)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλὰ δῆτα ἐκεῖνα ἃ σὺ ἀκριβέστατα ἐπίστασαι [285d] ἀνθρώπων διαιρεῖν, περί τε γραμμάτων δυνάμεως καὶ συλλαβῶν καὶ ῥυθμῶν καὶ ἁρμονιῶν;
ΙΠΠΙΑΣ. Ποίων, ὠγαθέ, ἁρμονιῶν καὶ γραμμάτων;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλὰ τί μήν ἐστιν ἃ ἡδέως σου ἀκροῶνται καὶ ἐπαινοῦσιν; αὐτός μοι εἰπέ, ἐπειδὴ ἐγὼ οὐχ εὑρίσκω.
ΙΠΠΙΑΣ. Περὶ τῶν γενῶν, ὦ Σώκρατες, τῶν τε ἡρώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν κατοικίσεων, ὡς τὸ ἀρχαῖον ἐκτίσθησαν αἱ πόλεις, καὶ συλλήβδην πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα [285e] ἀκροῶνται, ὥστ᾽ ἔγωγε δι᾽ αὐτοὺς ἠνάγκασμαι ἐκμεμαθηκέναι τε καὶ ἐκμεμελετηκέναι πάντα τὰ τοιαῦτα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ναὶ μὰ Δί᾽, ὦ Ἱππία, ηὐτύχηκάς γε ὅτι Λακεδαιμόνιοι οὐ χαίρουσιν ἄν τις αὐτοῖς ἀπὸ Σόλωνος τοὺς ἄρχοντας τοὺς ἡμετέρους καταλέγῃ· εἰ δὲ μή, πράγματ᾽ ἂν εἶχες ἐκμανθάνων.
ΙΠΠΙΑΣ. Πόθεν, ὦ Σώκρατες; ἅπαξ ἀκούσας πεντήκοντα ὀνόματα ἀπομνημονεύσω.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀληθῆ λέγεις, ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ ἐνενόησα ὅτι τὸ μνημονικὸν ἔχεις· ὥστ᾽ ἐννοῶ ὅτι εἰκότως σοι χαίρουσιν [286a] οἱ Λακεδαιμόνιοι ἅτε πολλὰ εἰδότι, καὶ χρῶνται ὥσπερ ταῖς πρεσβύτισιν οἱ παῖδες πρὸς τὸ ἡδέως μυθολογῆσαι.
ΙΠΠΙΑΣ. Καὶ ναὶ μὰ Δί᾽, ὦ Σώκρατες, περί γε ἐπιτηδευμάτων καλῶν καὶ ἔναγχος αὐτόθι ηὐδοκίμησα διεξιὼν ἃ χρὴ τὸν νέον ἐπιτηδεύειν. ἔστι γάρ μοι περὶ αὐτῶν παγκάλως λόγος συγκείμενος, καὶ ἄλλως εὖ διακείμενος καὶ τοῖς ὀνόμασι· πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου. ἐπειδὴ ἡ Τροία ἥλω, λέγει ὁ λόγος ὅτι Νεοπτόλεμος [286b] Νέστορα ἔροιτο ποῖά ἐστι καλὰ ἐπιτηδεύματα, ἃ ἄν τις ἐπιτηδεύσας νέος ὢν εὐδοκιμώτατος γένοιτο· μετὰ ταῦτα δὴ λέγων ἐστὶν ὁ Νέστωρ καὶ ὑποτιθέμενος αὐτῷ πάμπολλα νόμιμα καὶ πάγκαλα. τοῦτον δὴ καὶ ἐκεῖ ἐπεδειξάμην καὶ ἐνθάδε μέλλω ἐπιδεικνύναι εἰς τρίτην ἡμέραν, ἐν τῷ Φειδοστράτου διδασκαλείῳ, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἄξια ἀκοῆς· ἐδεήθη γάρ μου Εὔδικος ὁ Ἀπημάντου. ἀλλ᾽ ὅπως παρέσῃ [286c] καὶ αὐτὸς καὶ ἄλλους ἄξεις, οἵτινες ἱκανοὶ ἀκούσαντες κρῖναι τὰ λεγόμενα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλὰ ταῦτ᾽ ἔσται, ἂν θεὸς θέλῃ, ὦ Ἱππία. νυνὶ μέντοι βραχύ τί μοι περὶ αὐτοῦ ἀπόκριναι· καὶ γάρ με εἰς καλὸν ὑπέμνησας. ἔναγχος γάρ τις, ὦ ἄριστε, εἰς ἀπορίαν με κατέβαλεν ἐν λόγοις τισὶ τὰ μὲν ψέγοντα ὡς αἰσχρά, τὰ δ᾽ ἐπαινοῦντα ὡς καλά, οὕτω πως ἐρόμενος καὶ μάλα ὑβριστικῶς· «Πόθεν δέ μοι σύ,» ἔφη, «ὦ Σώκρατες, οἶσθα [286d] ὁποῖα καλὰ καὶ αἰσχρά; ἐπεὶ φέρε, ἔχοις ἂν εἰπεῖν τί ἐστι τὸ καλόν;» καὶ ἐγὼ διὰ τὴν ἐμὴν φαυλότητα ἠπορούμην τε καὶ οὐκ εἶχον αὐτῷ κατὰ τρόπον ἀποκρίνασθαι· ἀπιὼν οὖν ἐκ τῆς συνουσίας ἐμαυτῷ τε ὠργιζόμην καὶ ὠνείδιζον, καὶ ἠπείλουν, ὁπότε πρῶτον ὑμῶν τῳ τῶν σοφῶν ἐντύχοιμι, ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας ἰέναι πάλιν ἐπὶ τὸν ἐρωτήσαντα, ἀναμαχούμενος τὸν λόγον. νῦν οὖν, ὃ λέγω, εἰς καλὸν ἥκεις, καί με δίδαξον ἱκανῶς αὐτὸ τὸ καλὸν ὅτι [286e] ἐστί, καὶ πειρῶ μοι ὅτι μάλιστα ἀκριβῶς εἰπεῖν ἀποκρινόμενος, μὴ ἐξελεγχθεὶς τὸ δεύτερον αὖθις γέλωτα ὄφλω. οἶσθα γὰρ δήπου σαφῶς, καὶ σμικρόν που τοῦτ᾽ ἂν εἴη μάθημα ὧν σὺ τῶν πολλῶν ἐπίστασαι.
ΙΠΠΙΑΣ. Σμικρὸν μέντοι νὴ Δί᾽, ὦ Σώκρατες, καὶ οὐδενὸς ἄξιον, ὡς ἔπος εἰπεῖν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ῥᾳδίως ἄρα μαθήσομαι καὶ οὐδείς με ἐξελέγξει ἔτι.


ΣΩ. Μα τότε βέβαια θα είναι εκείνα που εσύ ξέρεις να τα ξεδιαλύνεις με μεγαλύτερη ακρίβεια [285d] από τους άλλους ανθρώπους, για την αξία δηλαδή που έχουν τα γράμματα και οι συλλαβές και οι ρυθμοί και οι αρμονίες.
ΙΠ. Για ποιές, καλές μου, αρμονίες και για ποιά γράμματα μου μιλείς!
ΣΩ. Μα τότε ποιά είναι εκείνα που όταν σε ακούνε να τα λες χαίρονται και σε παινεύουν; Πες μου το μόνος σου, γιατί εγώ δεν το βρίσκω.
ΙΠ. Για τις γενιές, Σωκράτη, τόσο των ηρώων όσο και των ανθρώπων, και για τους οικισμούς, πώς χτίστηκαν στα παλιά χρόνια οι πολιτείες, και, με δυο λόγια, όλα όσα έχουν να κάνουν με πράγματα παλαιικά τούς αρέσει πάρα πολύ [285e] να τα ακούν, τόσο που εγώ για το χατίρι τους βρέθηκα στην ανάγκη όλα αυτά να τα καλομάθω και να τα καλοσπουδάσω.
ΣΩ. Μά τον Δία, Ιππία, είσαι τυχερός που οι Λακεδαιμόνιοι δεν βρίσκουν ευχαρίστηση, όταν κανείς τούς αραδιάζει τους άρχοντες τους δικούς μας από τον Σόλωνα και κάτω· αλλιώς θα δυσκολευόσουν πολύ να τους καλομάθεις.
ΙΠ. Πώς το λες αυτό, Σωκράτη; Πενήντα ονόματα, και μια φορά να τα ακούσω, θα τα θυμηθώ απέξω.
ΣΩ. Σωστά μιλείς! Δεν το συλλογίστηκα πως κατέχεις την τέχνη να θυμάσαι. Τώρα καταλαβαίνω πως με το δίκιο τους [286a] οι Λακεδαιμόνιοι χαίρονται μαζί σου, τόσα πολλά που ξέρεις, και σε βάζουν να τους τα λες, όπως τα παιδιά τις γερόντισσες, για να τους ιστορούν ευχάριστα παραμύθια.
ΙΠ. Μά τον Δία, Σωκράτη, και για τις όμορφες απασχολήσεις τώρα τελευταία μίλησα εκεί με επιτυχία, καθώς ανάπτυξα πλατιά με τί πρέπει να απασχολούνται οι νέοι· γιατί γι᾽ αυτές έχω συντάξει έναν πολύ πολύ όμορφο λόγο, που έξω από τις άλλες του αρετές ξεχωρίζει και στο λεχτικό. Το λόγο μου βρήκα αφορμή και τον άρχισα έτσι πάνω κάτω: Όταν η Τροία πάρθηκε, ο λόγος λέει πως ο Νεοπτόλεμος [286b] ρώτησε τον Νέστορα ποιές είναι οι όμορφες απασχολήσεις που ένας νέος, αν απασχολούνταν με αυτές, θα έβγαζε πολύ καλό όνομα. Ύστερα από αυτό παίρνει να μιλεί ο Νέστορας και τον συμβουλεύει πάρα πολλά ταιριαστά με το νόμο και πάρα πολύ όμορφα. Αυτόν λοιπόν το λόγο και εκεί τον απάγγειλα και εδώ έχω στο νου να τον απαγγείλω μεθαύριο στο διδασκαλείο του Φιδοστράτου, καθώς και άλλα πολλά, που αξίζει να ακουστούν. Είναι ο Εύδικος του Απημάντου που με παρακάλεσε γι᾽ αυτό. Κοίταξε όμως να βρεθείς και συ εκεί [286c] και να φέρεις και άλλους, φτάνει να είναι ικανοί ακούγοντας να κρίνουν όσα θα πω.
ΣΩ. Αυτά θα γίνουν, πρώτα ο θεός, Ιππία. Τώρα όμως αποκρίσου μου με λίγα λόγια για το ζήτημα — καλά που μου το θύμισες! Τώρα κοντά, ακριβέ μου φίλε, κάποιος με έβαλε στα στενά, όταν εγώ σε μια συζήτηση πήρα να κατηγορώ μερικά πράγματα πως είναι άσκημα, άλλα να τα παινεύω πως είναι όμορφα. Αυτός τότε με ρώτησε, με πολύ μάλιστα άσκημο τρόπο, έτσι πάνω κάτω: Και από πού μού ξέρεις εσύ, Σωκράτη, είπε, [286d] τί λογής είναι τα όμορφα και τα άσκημα; Έλα πες μου, θα μπορούσες να ορίσεις τί είναι το όμορφο; Και εγώ, έτσι ανάξιος που είμαι, βρέθηκα στα στενά και δεν είχα να του αποκριθώ όπως ταίριαζε. Όταν λοιπόν τον αφήκα και έφυγα, ήμουν θυμωμένος με τον εαυτό μου και τα έβαζα μαζί του, και έλεγα: Έννοια σου! Μόλις ανταμώσω κάποιον από σας τους σοφούς, θα τον ακούσω και θα μάθω και θα σπουδάσω καλά, και έπειτα θα πάω πίσω σ᾽ αυτόν που με ρώτησε και θα ανοίξω από την αρχή μαζί του τον πόλεμο για όσα λέγαμε. Σε καλή λοιπόν ώρα, όπως είπα, ήρθες. Εξήγησέ μου καλά το όμορφο αυτό καθαυτό, τί είναι, [286e] και δοκίμασε στην απόκρισή σου να μου το πεις με την πιο μεγάλη ακρίβεια, για να μην την πάθω άλλη μια φορά και γίνω πάλι γελοίος. Γιατί συ βέβαια το έχεις ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα. Μέσα στα τόσα που ξέρεις, ένα τέτοιο μάθημα δεν θα ήταν για σένα τίποτα το σπουδαίο.
ΙΠ. Εξάπαντος δεν είναι σπουδαίο, μά τον Δία, Σωκράτη, και —αν μπορώ να το πω— δεν αξίζει και πολλά πράγματα.
ΣΩ. Τότε λοιπόν θα το μάθω εύκολα και από εδώ κι εμπρός κανένας δεν θα με βάλει μπροστά.