Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἵππίας μείζων (298e-300b)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Τί οὖν,» φήσει, «ἡδονὰς οὔσας οὐδὲν ἧττον ἢ καὶ ἐκείνας ἀφαιρεῖσθε τοῦτο τοὔνομα καὶ ἀποστερεῖτε τοῦ [299a] καλὰς εἶναι;» Ὅτι, φήσομεν, καταγελῴη ἂν ἡμῶν οὐδεὶς ὅστις οὔ, εἰ φαῖμεν μὴ ἡδὺ εἶναι φαγεῖν, ἀλλὰ καλόν, καὶ ὄζειν ἡδὺ μὴ ἡδὺ ἀλλὰ καλόν· τὰ δέ που περὶ τὰ ἀφροδίσια πάντες ἂν ἡμῖν μάχοιντο ὡς ἥδιστον ὄν, δεῖν δὲ αὐτό, ἐάν τις καὶ πράττῃ, οὕτω πράττειν ὥστε μηδένα ὁρᾶν, ὡς αἴσχιστον ὂν ὁρᾶσθαι. ταῦτα ἡμῶν λεγόντων, ὦ Ἱππία, «Μανθάνω,» ἂν ἴσως φαίη, «καὶ ἐγὼ ὅτι πάλαι αἰσχύνεσθε ταύτας τὰς ἡδονὰς φάναι καλὰς εἶναι, ὅτι οὐ δοκεῖ τοῖς [299b] ἀνθρώποις· ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ τοῦτο ἠρώτων, ὃ δοκεῖ τοῖς πολλοῖς καλὸν εἶναι, ἀλλ᾽ ὅτι ἔστιν.» ἐροῦμεν δὴ οἶμαι ὅπερ ὑπεθέμεθα, ὅτι «Τοῦθ᾽ ἡμεῖς γέ φαμεν τὸ μέρος τοῦ ἡδέος, τὸ ἐπὶ τῇ ὄψει τε καὶ ἀκοῇ γιγνόμενον, καλὸν εἶναι.» ἀλλὰ ἔχεις ἔτι τι χρῆσθαι τῷ λόγῳ, ἤ τι καὶ ἄλλο ἐροῦμεν, ὦ Ἱππία;
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀνάγκη πρός γε τὰ εἰρημένα, ὦ Σώκρατες, μὴ ἄλλ᾽ ἄττα ἢ ταῦτα λέγειν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Καλῶς δὴ λέγετε,» φήσει. «οὐκοῦν εἴπερ τὸ [299c] δι᾽ ὄψεως καὶ ἀκοῆς ἡδὺ καλόν ἐστιν, ὃ μὴ τοῦτο τυγχάνει ὂν τῶν ἡδέων, δῆλον ὅτι οὐκ ἂν καλὸν εἴη;» ὁμολογήσομεν;
ΙΠΠΙΑΣ. Ναί.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἦ οὖν τὸ δι᾽ ὄψεως ἡδύ,» φήσει, «δι᾽ ὄψεως καὶ ἀκοῆς ἐστιν ἡδύ, ἢ τὸ δι᾽ ἀκοῆς ἡδὺ δι᾽ ἀκοῆς καὶ δι᾽ ὄψεώς ἐστιν ἡδύ;» Οὐδαμῶς, φήσομεν, τὸ διὰ τοῦ ἑτέρου ὂν τοῦτο δι᾽ ἀμφοτέρων εἴη ἄν —τοῦτο γὰρ δοκεῖς ἡμῖν λέγειν— ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἐλέγομεν ὅτι καὶ ἑκάτερον τούτων αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ τῶν ἡδέων καλὸν εἴη, καὶ ἀμφότερα. οὐχ οὕτως ἀποκρινούμεθα;
[299d] ΙΠΠΙΑΣ. Πάνυ μὲν οὖν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἆρ᾽ οὖν,» φήσει, «ἡδὺ ἡδέος ὁτιοῦν ὁτουοῦν διαφέρει τούτῳ, τῷ ἡδὺ εἶναι; μὴ γὰρ εἰ μείζων τις ἡδονὴ ἢ ἐλάττων ἢ μᾶλλον ἢ ἧττόν ἐστιν, ἀλλ᾽ εἴ τις αὐτῷ τούτῳ διαφέρει, τῷ ἡ μὲν ἡδονὴ εἶναι, ἡ δὲ μὴ ἡδονή, τῶν ἡδονῶν;» Οὐχ ἡμῖν γε δοκεῖ· οὐ γάρ;
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐ γὰρ οὖν δοκεῖ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Οὐκοῦν,» φήσει, «δι᾽ ἄλλο τι ἢ ὅτι ἡδοναί εἰσι προείλεσθε ταύτας τὰς ἡδονὰς ἐκ τῶν ἄλλων ἡδονῶν, [299e] τοιοῦτόν τι ὁρῶντες ἐπ᾽ ἀμφοῖν, ὅτι ἔχουσί τι διάφορον τῶν ἄλλων, εἰς ὃ ἀποβλέποντες καλάς φατε αὐτὰς εἶναι; οὐ γάρ που διὰ τοῦτο καλή ἐστιν ἡδονὴ ἡ διὰ τῆς ὄψεως, ὅτι δι᾽ ὄψεώς ἐστιν· εἰ γὰρ τοῦτο αὐτῇ ἦν τὸ αἴτιον καλῇ εἶναι, οὐκ ἄν ποτε ἦν ἡ ἑτέρα, ἡ διὰ τῆς ἀκοῆς, καλή· οὔκουν ἔστι γε δι᾽ ὄψεως ἡδονή.» Ἀληθῆ λέγεις, φήσομεν;
ΙΠΠΙΑΣ. Φήσομεν γάρ.
[300a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Οὐδέ γ᾽ αὖ ἡ δι᾽ ἀκοῆς ἡδονή, ὅτι δι᾽ ἀκοῆς ἐστι, διὰ ταῦτα τυγχάνει καλή· οὐ γὰρ ἄν ποτε αὖ ἡ διὰ τῆς ὄψεως καλὴ ἦν· οὔκουν ἔστι γε δι᾽ ἀκοῆς ἡδονή.» ἀληθῆ φήσομεν, ὦ Ἱππία, λέγειν τὸν ἄνδρα ταῦτα λέγοντα;
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀληθῆ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἀλλὰ μέντοι ἀμφότεραί γ᾽ εἰσὶ καλαί, ὡς φατέ.» φαμὲν γάρ;
ΙΠΠΙΑΣ. Φαμέν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Ἔχουσιν ἄρα τι τὸ αὐτὸ ὃ ποιεῖ αὐτὰς καλὰς εἶναι, τὸ κοινὸν τοῦτο, ὃ καὶ ἀμφοτέραις αὐταῖς ἔπεστι κοινῇ [300b] καὶ ἑκατέρᾳ ἰδίᾳ· οὐ γὰρ ἄν που ἄλλως ἀμφότεραί γε καλαὶ ἦσαν καὶ ἑκατέρα.» ἀποκρίνου ἐμοὶ ὡς ἐκείνῳ.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀποκρίνομαι, καὶ ἐμοὶ δοκεῖ ἔχειν ὡς λέγεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἰ ἄρα τι αὗται αἱ ἡδοναὶ ἀμφότεραι πεπόνθασιν, ἑκατέρα δὲ μή, οὐκ ἂν τούτῳ γε τῷ παθήματι εἶεν καλαί.
ΙΠΠΙΑΣ. Καὶ πῶς ἂν εἴη τοῦτο, ὦ Σώκρατες, μηδετέρας πεπονθυίας τι τῶν ὄντων ὁτιοῦν, ἔπειτα τοῦτο τὸ πάθος, ὃ μηδετέρα πέπονθεν, ἀμφοτέρας πεπονθέναι;


ΣΩ. Γιατί τότε, θα πει, την ώρα που είναι και αυτές ευχαριστήσεις όχι λιγότερο από ό,τι εκείνες, τους αφαιρείτε αυτόν το χαραχτηρισμό και δεν τις αφήνετε [299a] να είναι όμορφες; — Γιατί, θα πούμε, ποιός θα είναι αυτός που δεν θα γελούσε μαζί μας, αν λέγαμε για το φαγητό πως είναι όχι ευχάριστο πράγμα αλλά όμορφο, και για μια ευχάριστη μυρουδιά πως είναι όχι ευχάριστη αλλά όμορφη; Όσο για τα ερωτικά, όλοι θα τα έβαζαν μαζί μας λέγοντας πως είναι κάτι πάρα πολύ ευχάριστο, πρέπει όμως κανείς, και αν τα κάνει, να τα κάνει με τρόπο που να μην τα βλέπει κανένας, γιατί είναι, πιστεύουν, πάρα πολύ άσκημο να τα βλέπουν. — Την ώρα που τα λέμε αυτά, Ιππία, Το καταλαβαίνω και εγώ, μπορεί να μας απαντήσει, ότι από ώρα πολλή ντρέπεστε να πείτε γι᾽ αυτές τις ευχαριστήσεις πως είναι όμορφες, γιατί ο κόσμος έχει [299b] άλλη γνώμη. Όμως εγώ δεν σας ρώτησα τί πιστεύει ο πολύς κόσμος πως είναι όμορφο, αλλά τί είναι. — Θα του πούμε λοιπόν, φαντάζομαι, αυτό που βάλαμε για βάση, ότι εμείς τουλάχιστο λέμε πως όμορφο είναι το μέρος εκείνο του ευχάριστου που μας χαρίζει η όραση και η ακοή. Σου κάνει ο λόγος αυτός, Ιππία; ή έχουμε και τίποτε άλλο να πούμε;
ΙΠ. Ύστερα από όσα ειπώθηκαν είμαστε αναγκασμένοι να πούμε αυτά και τίποτε άλλο.
ΣΩ. Όμορφα τα λέτε, θα πει· ώστε αν η ευχαρίστηση [299c] που μας δίνεται με την όραση και με την ακοή είναι όμορφο, είναι φανερό πως όσα από τα ευχάριστα τυχαίνει να μην ανήκουν εκεί δεν θα ήταν όμορφα. Να το παραδεχτούμε;
ΙΠ. Ναι.
ΣΩ. Μήπως τότε, θα πει, αυτό που είναι με την όραση ευχάριστο είναι ευχάριστο με την όραση και με την ακοή; Ή, αυτό που είναι ευχάριστο με την ακοή είναι ευχάριστο με την ακοή και με την όραση; — Κάθε άλλο, θα του πούμε! Αυτό που είναι με το ένα από τα δύο ευχάριστο δεν μπορεί να είναι και με τα δύο. Γιατί αυτό μάς φαίνεται πως θέλεις να πεις. Εκείνο που εμείς λέγαμε είναι ότι και το καθένα από τα δύο αυτά ευχάριστα θα ήταν όμορφο καθαυτό και τα δύο μαζί. — Έτσι δεν θα του αποκριθούμε;
[299d] ΙΠ. Βεβαιότατα.
ΣΩ. Τάχα, θα πει, ένα ευχάριστο οποιοδήποτε ξεχωρίζει από άλλο ευχάριστο οποιοδήποτε σε τούτο, ότι είναι ευχάριστο; Δεν ρωτώ αν μία ευχαρίστηση είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, ή αν σε περισσότερο ή λιγότερο βαθμό· εκείνο που ρωτώ είναι αν ξεχωρίζει σ᾽ αυτό ακριβώς, ότι από τις ευχαριστήσεις η μία είναι ευχαρίστηση, η άλλη δεν είναι ευχαρίστηση. — Εμείς βέβαια δεν πιστεύουμε πως ξεχωρίζει. Έτσι δεν είναι;
ΙΠ. Δεν το πιστεύουμε, βέβαια.
ΣΩ. Ώστε, θα πει, για κάποιον άλλο λόγο και όχι γιατί είναι ευχαριστήσεις προτιμήσατε τούτες τις ευχαριστήσεις από τις άλλες ευχαριστήσεις. [299e] Είδατε δηλαδή και στις δύο κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή έχουν κάτι που τις ξεχωρίζει από τις άλλες, και σ᾽ αυτό στηρίζεστε και λέτε γι᾽ αυτές πως είναι όμορφες. Έτσι δεν είναι; Γιατί η ευχαρίστηση με την όραση δεν είναι βέβαια για τούτον το λόγο όμορφη, ότι γίνεται με την όραση· γιατί αν τούτο ήταν το αίτιο που είναι όμορφη, δεν θα ήταν ποτέ όμορφη η άλλη, αυτή που γίνεται με την ακοή· γιατί δεν είναι ευχαρίστηση που γίνεται με την όραση. — Αλήθεια λες, θα πούμε — ή όχι;
ΙΠ. Έτσι βέβαια θα πούμε.
[300a] ΣΩ. Ούτε πάλι βέβαια η ευχαρίστηση με την ακοή λαχαίνει να είναι για τούτον το λόγο όμορφη, ότι γίνεται με την ακοή. Γιατί τότε η ευχαρίστηση με την όραση δεν μπορούσε ποτέ να είναι όμορφη· γιατί δεν είναι ευχαρίστηση που γίνεται με την ακοή. — Δεν θα πούμε, Ιππία, πως ο άνθρωπος αυτός μιλεί σωστά, όταν μιλεί έτσι;
ΙΠ. Σωστά.
ΣΩ. Και όμως είναι και οι δύο όμορφες, όπως λέτε. — Αλήθεια, έτσι δεν λέμε;
ΙΠ. Το λέμε.
ΣΩ. Έχουν λοιπόν κάτι που είναι ίδιο και τις κάνει να είναι όμορφες, τούτο το κοινό, που υπάρχει και στις δύο μαζί [300b] και στην καθεμιά χωριστά· αλλιώς δεν θα ήταν και οι δύο μαζί όμορφες και η καθεμιά χωριστά. Αποκρίσου σε μένα, σαν να αποκρινόσουν σε κείνον.
ΙΠ. Αποκρίνομαι και είμαι της γνώμης πως τα πράγματα έχουν όπως τα λες.
ΣΩ. Αν τώρα οι δύο αυτές ευχαριστήσεις έχουν πάθει κάτι κοινό, που δεν το έχει όμως πάθει η καθεμιά χωριστά, δεν θα ήταν βέβαια το πάθημα αυτό που τις κάνει όμορφες.
ΙΠ. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα, Σωκράτη; Καμία από τις δύο να μην έχει πάθει τίποτε από όσα υπάρχουν, οτιδήποτε και να είναι αυτό, και έπειτα το πάθημα αυτό, που καμία από τις δύο δεν το έχει πάθει, να το έχουν πάθει και οι δύο;