Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Λύσις (215c-216b)


Ἄθρει δή, ὦ Λύσι, πῇ παρακρουόμεθα. ἆρά γε ὅλῳ τινὶ ἐξαπατώμεθα; ―Πῶς δή; ἔφη. ―῎Ηδη ποτέ του ἤκουσα λέγοντος, καὶ ἄρτι ἀναμιμνῄσκομαι, ὅτι τὸ μὲν ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ καὶ οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ἀγαθοῖς πολεμιώτατοι εἶεν· καὶ δὴ καὶ τὸν Ἡσίοδον ἐπήγετο μάρτυρα, λέγων ὡς ἄρα—
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ [215d]
καὶ πτωχὸς πτωχῷ,
καὶ τἆλλα δὴ πάντα οὕτως ἔφη ἀναγκαῖον εἶναι μάλιστα τὰ ὁμοιότατα ‹πρὸς› ἄλληλα φθόνου τε καὶ φιλονικίας καὶ ἔχθρας ἐμπίμπλασθαι, τὰ δ᾽ ἀνομοιότατα φιλίας· τὸν γὰρ πένητα τῷ πλουσίῳ ἀναγκάζεσθαι φίλον εἶναι καὶ τὸν ἀσθενῆ τῷ ἰσχυρῷ τῆς ἐπικουρίας ἕνεκα, καὶ τὸν κάμνοντα τῷ ἰατρῷ, καὶ πάντα δὴ τὸν μὴ εἰδότα ἀγαπᾶν τὸν εἰδότα καὶ φιλεῖν. [215e] καὶ δὴ καὶ ἔτι ἐπεξῄει τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον, λέγων ὡς ἄρα παντὸς δέοι τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φίλον εἶναι, ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ ἐναντίον εἴη τούτου· τὸ γὰρ ἐναντιώτατον τῷ ἐναντιωτάτῳ εἶναι μάλιστα φίλον. ἐπιθυμεῖν γὰρ τοῦ τοιούτου ἕκαστον, ἀλλ᾽ οὐ τοῦ ὁμοίου· τὸ μὲν γὰρ ξηρὸν ὑγροῦ, τὸ δὲ ψυχρὸν θερμοῦ, τὸ δὲ πικρὸν γλυκέος, τὸ δὲ ὀξὺ ἀμβλέος, τὸ δὲ κενὸν πληρώσεως, καὶ τὸ πλῆρες δὲ κενώσεως, καὶ τἆλλα οὕτω κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον. τροφὴν γὰρ εἶναι τὸ ἐναντίον τῷ ἐναντίῳ· τὸ γὰρ ὅμοιον τοῦ ὁμοίου [216a] οὐδὲν ἂν ἀπολαῦσαι. καὶ μέντοι, ὦ ἑταῖρε, καὶ κομψὸς ἐδόκει εἶναι ταῦτα λέγων· εὖ γὰρ ἔλεγεν. ὑμῖν δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, πῶς δοκεῖ λέγειν; ―Εὖ γε, ἔφη ὁ Μενέξενος, ὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι. ―Φῶμεν ἄρα τὸ ἐναντίον τῷ ἐναντίῳ μάλιστα φίλον εἶναι; ―Πάνυ γε. ―Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐκ ἀλλόκοτον, ὦ Μενέξενε; καὶ ἡμῖν εὐθὺς ἅσμενοι ἐπιπηδήσονται οὗτοι οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοί, καὶ ἐρήσονται εἰ [216b] οὐκ ἐναντιώτατον ἔχθρα φιλίᾳ; οἷς τί ἀποκρινούμεθα; ἢ οὐκ ἀνάγκη ὁμολογεῖν ὅτι ἀληθῆ λέγουσιν; ―Ἀνάγκη. ―Ἆρ᾽ οὖν, φήσουσιν, τὸ ἐχθρὸν τῷ φίλῳ φίλον ἢ τὸ φίλον τῷ ἐχθρῷ; ―Οὐδέτερα, ἔφη. ―Ἀλλὰ τὸ δίκαιον τῷ ἀδίκῳ, ἢ τὸ σῶφρον τῷ ἀκολάστῳ, ἢ τὸ ἀγαθὸν τῷ κακῷ; ―Οὐκ ἄν μοι δοκεῖ οὕτως ἔχειν. ―Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴπερ γε κατὰ τὴν ἐναντιότητά τί τῳ [φίλῳ] φίλον ἐστίν, ἀνάγκη καὶ ταῦτα φίλα εἶναι. ―Ἀνάγκη. ―Οὔτε ἄρα τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ οὔτε τὸ ἐναντίον τῷ ἐναντίῳ φίλον. ―Οὐκ ἔοικεν.


Πρόσεξε τώρα, Λύσι, να βρούμε το λάθος μας· γιατί φοβάμαι, ότι έχουμε πέσει εντελώς έξω. ―Πώς έτσι; είπε. ―Άκουσα κάποτε —και τώρα μου ξανάρχεται στη μνήμη— κάποιον να λέει ότι το όμοιο είναι εντελώς εχθρικό με το όμοιό του και οι αγαθοί με τους αγαθούς· κι έφερνε μάλιστα μάρτυρα τον Ησίοδο λέγοντας ότι
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ [215d]
καὶ πτωχὸς πτωχῷ
και ισχυριζόταν ότι και σ᾽ όλες γενικά τις άλλες περιπτώσεις συμβαίνει αναγκαστικά ακριβώς το ίδιο, δηλαδή τα εντελώς όμοια είναι γεμάτα φθόνο, αντιζηλία κι έχθρα το ένα για το άλλο, ενώ αντίθετα, τα εντελώς ανόμοια είναι γεμάτα φιλία. Έτσι, λ.χ. ο φτωχός είναι αναγκαστικά φίλος με τον πλούσιο κι ο αδύνατος με τον ισχυρό, επειδή περιμένει τη βοήθειά του, και ο άρρωστος με το γιατρό και ο αμαθής αισθάνεται αγάπη και φιλία γι᾽ αυτόν που έχει γνώσεις. [215e] Κι έφτανε μάλιστα στο σημείο να διακηρύσσει ότι είναι απολύτως αδύνατο το όμοιο να είναι φίλο με το όμοιό του και ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή μόνο ανάμεσα σε εντελώς αντίθετα είναι δυνατό να υπάρξει φιλία στον ύψιστο βαθμό. Γιατί κάθε πράγμα αισθάνεται επιθυμία για το αντίθετό του και όχι για το όμοιό του. Έτσι λ.χ. το ξερό αναζητεί το υγρό, το πικρό αναζητεί το γλυκό, το οξύ το αμβλύ, το κενό την πλήρωση, το γεμάτο το άδειασμα και η αρχή αυτή ισχύει για όλα γενικά τα πράγματα, δηλαδή το αντίθετο αποτελεί για το αντίθετό του τροφή, ενώ το όμοιο δεν έχει να απολαύσει [216a] τίποτε από το όμοιό του. Και πρέπει να πω, φίλε μου, πως έδινε την εντύπωση αξιόλογου ανθρώπου καθώς τα έλεγε αυτά· μιλούσε όμορφα. Εμείς, όμως, συνέχισα, τί έχουμε να πούμε γι᾽ αυτά; ―Κρίνοντας τουλάχιστον από όσα άκουσα, είπε ο Μενέξενος, νομίζω ότι έχει δίκιο. ―Να παραδεχτούμε, λοιπόν, ότι το αντίθετο είναι κατεξοχήν φίλο με το αντίθετό του; ―Βέβαια. ―Πολύ καλά, είπα εγώ. Δεν είναι όμως παράξενο, Μενέξενε; Θα πέσουν αμέσως χαιρέκακα επάνω μας αυτοί οι πανέξυπνοι άνθρωποι που ξέρουν τόσο καλά την τέχνη της αντιλογίας και θα μας ρωτήσουν, [216b] αν η έχθρα δεν είναι το άκρο αντίθετο της φιλίας. Τί θα τους απαντήσουμε; Δεν θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε, ότι είναι σωστό; ―Θα αναγκαστούμε. ―Επομένως, θα υποστηρίξουν εκείνοι, ο εχθρός είναι φίλος με το φίλο ή, αντίστροφα, ο φίλος με τον εχθρό. ―Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι σωστό, είπε. ―Αλλά το δίκαιο είναι φίλο με το άδικο, ή η σωφροσύνη με την ακολασία, ή, ακόμα, το αγαθό με το κακό· έτσι δεν είναι; ―Δεν νομίζω ότι είναι έτσι. ―Κι όμως, απάντησα εγώ, αν δεχτούμε ότι ένα πράγμα είναι φιλικό με κάποιο άλλο, μόνο εφόσον υπάρχει ανάμεσά τους αυτή η σχέση της αντίθεσης, αναγκαστικά θα είναι κι αυτά φιλικά μεταξύ τους. ―Κατανάγκη. ―Συνεπώς ούτε το όμοιο είναι φιλικό με το όμοιο ούτε το αντίθετο με το αντίθετο. ―Πραγματικά, δεν φαίνεται.