Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Κρίτων (51c-52d)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Σκόπει τοίνυν, ὦ Σώκρατες,» φαῖεν ἂν ἴσως οἱ νόμοι, «εἰ ἡμεῖς ταῦτα ἀληθῆ λέγομεν, ὅτι οὐ δίκαια ἡμᾶς ἐπιχειρεῖς δρᾶν ἃ νῦν ἐπιχειρεῖς. ἡμεῖς γάρ σε γεννήσαντες, ἐκθρέψαντες, παιδεύσαντες, μεταδόντες ἁπάντων ὧν οἷοί τ᾽ [51d] ἦμεν καλῶν σοὶ καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν πολίταις, ὅμως προαγορεύομεν τῷ ἐξουσίαν πεποιηκέναι Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ, ἐπειδὰν δοκιμασθῇ καὶ ἴδῃ τὰ ἐν τῇ πόλει πράγματα καὶ ἡμᾶς τοὺς νόμους, ᾧ ἂν μὴ ἀρέσκωμεν ἡμεῖς, ἐξεῖναι λαβόντα τὰ αὑτοῦ ἀπιέναι ὅποι ἂν βούληται. καὶ οὐδεὶς ἡμῶν τῶν νόμων ἐμποδών ἐστιν οὐδ᾽ ἀπαγορεύει, ἐάντε τις βούληται ὑμῶν εἰς ἀποικίαν ἰέναι, εἰ μὴ ἀρέσκοιμεν ἡμεῖς τε καὶ ἡ πόλις, ἐάντε μετοικεῖν ἄλλοσέ ποι ἐλθών, ἰέναι ἐκεῖσε ὅποι [51e] ἂν βούληται, ἔχοντα τὰ αὑτοῦ. ὃς δ᾽ ἂν ὑμῶν παραμείνῃ, ὁρῶν ὃν τρόπον ἡμεῖς τάς τε δίκας δικάζομεν καὶ τἆλλα τὴν πόλιν διοικοῦμεν, ἤδη φαμὲν τοῦτον ὡμολογηκέναι ἔργῳ ἡμῖν ἃ ἂν ἡμεῖς κελεύωμεν ποιήσειν ταῦτα, καὶ τὸν μὴ πειθόμενον τριχῇ φαμεν ἀδικεῖν, ὅτι τε γεννηταῖς οὖσιν ἡμῖν οὐ πείθεται, καὶ ὅτι τροφεῦσι, καὶ ὅτι ὁμολογήσας ἡμῖν πείσεσθαι οὔτε πείθεται οὔτε πείθει ἡμᾶς, εἰ μὴ καλῶς τι ποιοῦμεν, [52a] προτιθέντων ἡμῶν καὶ οὐκ ἀγρίως ἐπιταττόντων ποιεῖν ἃ ἂν κελεύωμεν, ἀλλὰ ἐφιέντων δυοῖν θάτερα, ἢ πείθειν ἡμᾶς ἢ ποιεῖν, τούτων οὐδέτερα ποιεῖ. ταύταις δή φαμεν καὶ σέ, ὦ Σώκρατες, ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι, εἴπερ ποιήσεις ἃ ἐπινοεῖς, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναίων σέ, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μάλιστα.» εἰ οὖν ἐγὼ εἴποιμι· «Διὰ τί δή;» ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες ὅτι ἐν τοῖς μάλιστα Ἀθηναίων ἐγὼ αὐτοῖς ὡμολογηκὼς τυγχάνω ταύτην τὴν ὁμολογίαν. φαῖεν γὰρ ἂν ὅτι [52b] «Ὦ Σώκρατες, μεγάλα ἡμῖν τούτων τεκμήριά ἐστιν, ὅτι σοι καὶ ἡμεῖς ἠρέσκομεν καὶ ἡ πόλις· οὐ γὰρ ἄν ποτε τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων διαφερόντως ἐν αὐτῇ ἐπεδήμεις εἰ μή σοι διαφερόντως ἤρεσκεν, καὶ οὔτ᾽ ἐπὶ θεωρίαν πώποτ᾽ ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες, ὅτι μὴ ἅπαξ εἰς Ἰσθμόν, οὔτε ἄλλοσε οὐδαμόσε, εἰ μή ποι στρατευσόμενος, οὔτε ἄλλην ἀποδημίαν ἐποιήσω πώποτε ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οὐδ᾽ ἐπιθυμία σε ἄλλης πόλεως οὐδὲ ἄλλων νόμων ἔλαβεν εἰδέναι, ἀλλὰ ἡμεῖς [52c] σοι ἱκανοὶ ἦμεν καὶ ἡ ἡμετέρα πόλις· οὕτω σφόδρα ἡμᾶς ᾑροῦ καὶ ὡμολόγεις καθ᾽ ἡμᾶς πολιτεύσεσθαι, τά τε ἄλλα καὶ παῖδας ἐν αὐτῇ ἐποιήσω, ὡς ἀρεσκούσης σοι τῆς πόλεως. ἔτι τοίνυν ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι εἰ ἐβούλου, καὶ ὅπερ νῦν ἀκούσης τῆς πόλεως ἐπιχειρεῖς, τότε ἑκούσης ποιῆσαι. σὺ δὲ τότε μὲν ἐκαλλωπίζου ὡς οὐκ ἀγανακτῶν εἰ δέοι τεθνάναι σε, ἀλλὰ ᾑροῦ, ὡς ἔφησθα, πρὸ τῆς φυγῆς θάνατον· νῦν δὲ οὔτ᾽ ἐκείνους τοὺς λόγους αἰσχύνῃ, οὔτε ἡμῶν τῶν νόμων ἐντρέπῃ, ἐπιχειρῶν διαφθεῖραι, [52d] πράττεις τε ἅπερ ἂν δοῦλος ὁ φαυλότατος πράξειεν, ἀποδιδράσκειν ἐπιχειρῶν παρὰ τὰς συνθήκας τε καὶ τὰς ὁμολογίας καθ᾽ ἃς ἡμῖν συνέθου πολιτεύεσθαι. πρῶτον μὲν οὖν ἡμῖν τοῦτ᾽ αὐτὸ ἀπόκριναι, εἰ ἀληθῆ λέγομεν φάσκοντές σε ὡμολογηκέναι πολιτεύσεσθαι καθ᾽ ἡμᾶς ἔργῳ ἀλλ᾽ οὐ λόγῳ, ἢ οὐκ ἀληθῆ.» τί φῶμεν πρὸς ταῦτα, ὦ Κρίτων; ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν;
ΚΡΙΤΩΝ. Ἀνάγκη, ὦ Σώκρατες.


ΣΩ. «Σκέψου λοιπόν, Σωκράτη», θα συνέχιζαν ίσως οι Νόμοι, «αν εμείς έχουμε δίκιο να υποστηρίζουμε πως δεν είναι τίμια πράγματα όσα λογαριάζεις τώρα να μας κάνεις. Εμείς βέβαια σε φέραμε στον κόσμο, σε αναθρέψαμε, σε μορφώσαμε, σου μεταδώσαμε απ᾽ όλα τα αγαθά [51d] που μπορούσαμε και σε σένα και σε όλους τους άλλους πολίτες· όμως δεν σε κρατάμε εδώ στην πόλη με τη βία, όπως δεν κρατάμε και κανέναν άλλο πολίτη. Απεναντίας, δίνουμε το δικαίωμα και το διαλαλούμε, όποιος Αθηναίος θέλει, μόλις μεγαλώσει και αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα και μελετήσει την κατάσταση της Πολιτείας κι εμάς τους Νόμους, αν δεν του αρέσουμε, είναι ελεύθερος να πάρει τα πράγματά του και να πάει όπου θέλει. Και κανείς από μας τους Νόμους δεν εμποδίζει ούτε απαγορεύει σε κανέναν πολίτη, αν θέλει, να πάρει τα πράγματά του και να πάει να ζήσει σε καμιά αποικία είτε να πάει να κατοικήσει σε κάποια ξένη πόλη ή όπου [51e] αλλού θέλει, αν δεν του αρέσουμε εμείς και η Πολιτεία.
Όποιος όμως από σας παραμείνει εδώ, ενώ βλέπει με ποιόν τρόπο εμείς δικάζουμε τις δίκες και γενικά κυβερνάμε την Πολιτεία, τότε πια πιστεύουμε πως αυτός έχει συμφωνήσει μαζί μας με έργα να εκτελεί αυτά που εμείς προστάζουμε. Κι όποιος πάλι δεν πείθεται σε μας, λέμε πως μας αδικεί τριπλά: Τον φέραμε στη ζωή και δεν μας υπακούει, τον αναθρέψαμε και πάλι δεν μας υπακούει, υποσχέθηκε να πείθεται σε μας κι αυτός ούτε πείθεται ούτε προσπαθεί να μας πείσει, αν κάτι δεν το κάνουμε καλά. [52a] Κι όμως, εμείς προβάλλουμε τους ορισμούς μας να εκλέξει ελεύθερα, και δεν επιβάλλουμε με άγριο τρόπο να κάνει όσα προστάζουμε· κι ενώ επιτρέπουμε το ένα από τα δύο, ή να μας πείθει ή να εκτελεί όσα ορίζουμε, αυτός ούτε το ένα κάνει ούτε το άλλο.
Γι᾽ αυτές λοιπόν τις κατηγορίες λέμε ότι και συ, Σωκράτη, θα θεωρηθείς ένοχος, αν βέβαια θα κάνεις αυτά που έχεις στον νου σου· και μάλιστα καθόλου λιγότερο συ από τους άλλους Αθηναίους αλλά πολύ περισσότερο! Κι αν ρωτούσα τότε: «Γιατί περισσότερο εγώ;», με το δίκιο τους ίσως θα μ᾽ απόπαιρναν λέγοντας ότι πιο πολύ από τους άλλους Αθηναίους εγώ τυχαίνει να έχω κάνει μαζί τους αυτή τη συμφωνία. Θα ᾽λεγαν δηλαδή: [52b] «Σωκράτη, έχουμε μεγάλες αποδείξεις ότι και εμείς σου αρέσαμε και η πόλη. Αν η πόλη μας δεν σου άρεσε τόσο πολύ, δεν θα έμενες εδώ ποτέ περισσότερο από κάθε άλλον Αθηναίο, αφού ούτε απομακρύνθηκες ποτέ ως τώρα από την πόλη για να παρακολουθήσεις τους αγώνες, παρά μια φορά μονάχα που πήγες στον Ισθμό, ούτε σε άλλο μέρος πήγες πουθενά παρά μόνο όπου σε στείλαμε στρατιώτη για να πολεμήσεις.
Μα ούτε άλλη αποδημία έκανες ποτέ ως τώρα, όπως κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, ούτε πεθύμησες ποτέ να γνωρίσεις άλλη Πολιτεία ούτε άλλους νόμους, αλλά [52c] έμενες ικανοποιημένος από μας κι από την Πολιτεία μας. Τόσο πολύ μας προτιμούσες και έδινες την υπόσχεση πως θα ζήσεις σαν πολίτης σύμφωνα με τους ορισμούς μας και μάλιστα έκανες και παιδιά στην πόλη μας, γιατί σου άρεσε.
Και κάτι άλλο ακόμη: την ώρα της δίκης σου, αν ήθελες, είχες το δικαίωμα να προτείνεις για ποινή σου την εξορία, κι έτσι αυτό ακριβώς που πας να κάνεις τώρα χωρίς τη θέληση της Πολιτείας μπορούσες να το κάνεις τότε με τη θέλησή της. Συ όμως τότε καμάρωνες τάχα πως δεν αγανακτούσες, αν θα ήταν ανάγκη να πεθάνεις, αλλά, όπως έλεγες, προτιμούσες τον θάνατο από την εξορία. Και τώρα ούτε για κείνα τα μεγάλα λόγια ντρέπεσαι ούτε για μας τους νόμους νοιάζεσαι, μόνο πας να μας καταλύσεις· [52d] και είσαι έτοιμος να κάνεις ό,τι ακριβώς θα έκανε κι ένας τιποτένιος δούλος επιχειρώντας να δραπετεύσεις, παρά τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις με τις οποίες συμφώνησες με μας πως θα ζήσεις σαν πολίτης. Πρώτα-πρώτα λοιπόν, απάντησέ μας σε τούτο: Λέμε ή δεν λέμε την αλήθεια, όταν βεβαιώνουμε πως έχεις δώσει υπόσχεση ότι θα ζεις σαν πολίτης σύμφωνα με μας με έργα και όχι με λόγια;» Τί θ᾽ αποκριθούμε σ᾽ αυτά, Κρίτων; Άλλο τίποτα ή θα συμφωνήσουμε;
ΚΡ. Είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε, Σωκράτη.