Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Κρίτων (45a-46a)


ΚΡΙΤΩΝ. Μήτε τοίνυν ταῦτα φοβοῦ — καὶ γὰρ οὐδὲ πολὺ τἀργύριόν ἐστιν ὃ θέλουσι λαβόντες τινὲς σῶσαί σε καὶ ἐξαγαγεῖν ἐνθένδε. ἔπειτα οὐχ ὁρᾷς τούτους τοὺς συκοφάντας ὡς εὐτελεῖς, καὶ οὐδὲν ἂν δέοι ἐπ᾽ αὐτοὺς πολλοῦ ἀργυρίου; [45b] σοὶ δὲ ὑπάρχει μὲν τὰ ἐμὰ χρήματα, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ἱκανά· ἔπειτα καὶ εἴ τι ἐμοῦ κηδόμενος οὐκ οἴει δεῖν ἀναλίσκειν τἀμά, ξένοι οὗτοι ἐνθάδε ἕτοιμοι ἀναλίσκειν· εἷς δὲ καὶ κεκόμικεν ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο ἀργύριον ἱκανόν, Σιμμίας ὁ Θηβαῖος, ἕτοιμος δὲ καὶ Κέβης καὶ ἄλλοι πολλοὶ πάνυ. ὥστε, ὅπερ λέγω, μήτε ταῦτα φοβούμενος ἀποκάμῃς σαυτὸν σῶσαι, μήτε, ὃ ἔλεγες ἐν τῷ δικαστηρίῳ, δυσχερές σοι γενέσθω ὅτι οὐκ ἂν ἔχοις ἐξελθὼν ὅτι χρῷο σαυτῷ· [45c] πολλαχοῦ μὲν γὰρ καὶ ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ ἀγαπήσουσί σε· ἐὰν δὲ βούλῃ εἰς Θετταλίαν ἰέναι, εἰσὶν ἐμοὶ ἐκεῖ ξένοι οἵ σε περὶ πολλοῦ ποιήσονται καὶ ἀσφάλειάν σοι παρέξονται, ὥστε σε μηδένα λυπεῖν τῶν κατὰ Θετταλίαν.
Ἔτι δέ, ὦ Σώκρατες, οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖς ἐπιχειρεῖν πρᾶγμα, σαυτὸν προδοῦναι, ἐξὸν σωθῆναι, καὶ τοιαῦτα σπεύδεις περὶ σαυτὸν γενέσθαι ἅπερ ἂν καὶ οἱ ἐχθροί σου σπεύσαιέν τε καὶ ἔσπευσαν σὲ διαφθεῖραι βουλόμενοι. πρὸς δὲ τούτοις καὶ τοὺς ὑεῖς τοὺς σαυτοῦ ἔμοιγε δοκεῖς προδιδόναι, οὕς σοι [45d] ἐξὸν καὶ ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι οἰχήσῃ καταλιπών, καὶ τὸ σὸν μέρος ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο πράξουσιν· τεύξονται δέ, ὡς τὸ εἰκός, τοιούτων οἷάπερ εἴωθεν γίγνεσθαι ἐν ταῖς ὀρφανίαις περὶ τοὺς ὀρφανούς. ἢ γὰρ οὐ χρὴ ποιεῖσθαι παῖδας ἢ συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα, σὺ δέ μοι δοκεῖς τὰ ῥᾳθυμότατα αἱρεῖσθαι. χρὴ δέ, ἅπερ ἂν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἀνδρεῖος ἕλοιτο, ταῦτα αἱρεῖσθαι, φάσκοντά γε δὴ ἀρετῆς διὰ παντὸς τοῦ βίου ἐπιμελεῖσθαι· ὡς ἔγωγε καὶ [45e] ὑπὲρ σοῦ καὶ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν σῶν ἐπιτηδείων αἰσχύνομαι μὴ δόξῃ ἅπαν τὸ πρᾶγμα τὸ περὶ σὲ ἀνανδρίᾳ τινὶ τῇ ἡμετέρᾳ πεπρᾶχθαι, καὶ ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον ὡς εἰσῆλθεν ἐξὸν μὴ εἰσελθεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ἀγὼν τῆς δίκης ὡς ἐγένετο, καὶ τὸ τελευταῖον δὴ τουτί, ὥσπερ κατάγελως τῆς πράξεως, κακίᾳ τινὶ καὶ ἀνανδρίᾳ τῇ ἡμετέρᾳ [46a] διαπεφευγέναι ἡμᾶς δοκεῖν, οἵτινές σε οὐχὶ ἐσώσαμεν οὐδὲ σὺ σαυτόν, οἷόν τε ὂν καὶ δυνατὸν εἴ τι καὶ μικρὸν ἡμῶν ὄφελος ἦν. ταῦτα οὖν, ὦ Σώκρατες, ὅρα μὴ ἅμα τῷ κακῷ καὶ αἰσχρὰ ᾖ σοί τε καὶ ἡμῖν. ἀλλὰ βουλεύου —μᾶλλον δὲ οὐδὲ βουλεύεσθαι ἔτι ὥρα ἀλλὰ βεβουλεῦσθαι— μία δὲ βουλή· τῆς γὰρ ἐπιούσης νυκτὸς πάντα ταῦτα δεῖ πεπρᾶχθαι, εἰ δ᾽ ἔτι περιμενοῦμεν, ἀδύνατον καὶ οὐκέτι οἷόν τε. ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ, ὦ Σώκρατες, πείθου μοι καὶ μηδαμῶς ἄλλως ποίει.


ΚΡ. Ε, λοιπόν, ούτε κι αυτά να φοβάσαι· γιατί ούτε και το χρήμα είναι πολύ, που ζητάνε κάποιοι να πάρουν για να σε βγάλουν από δω μέσα και να σε σώσουν. Έπειτα δεν βλέπεις πόσο φτηνοί είναι οι συκοφάντες κι έτσι δεν χρειάζονται γι᾽ αυτούς πολλά χρήματα; [45b] Και συ έχεις στη διάθεσή σου πρώτα τα δικά μου χρήματα, όπως νομίζω αρκετά· έπειτα αν νομίζεις, φροντίζοντας κάπως για μένα, πως δεν πρέπει να ξοδεύω τα δικά μου, νά, βρίσκονται δω στην πόλη μας φίλοι από ξένα μέρη, πρόθυμοι να ξοδέψουν. Ένας μάλιστα απ᾽ αυτούς, ο Σιμμίας ο Θηβαίος, γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό έχει φέρει μαζί του χρήμα αρκετό· έτοιμος είναι ακόμη και ο Κέβης κι άλλοι πάρα πολλοί να προσφέρουν χρήματα. Ώστε, κι αυτό το ξαναλέω, δεν πρέπει να διστάσεις καθόλου για να σωθείς, με τη δικαιολογία πως φοβάσαι τις συνέπειες για μας· μήτε εκείνο που έλεγες στο δικαστήριο να σου γίνει εμπόδιο, ότι δηλαδή αν έφευγες από την πόλη μας δεν θα ήξερες πώς να φερθείς και τί να κάνεις. [45c] Γιατί σε πολλά βέβαια μέρη, όπου αλλού κι αν πας, θα σ᾽ αγαπήσουν. Αν όμως προτιμάς να πας στη Θεσσαλία, υπάρχουν εκεί δικοί μου φίλοι, που θα σε περιποιηθούν πολύ και θα σου παρέχουν ασφάλεια, ώστε να μη σ᾽ ενοχλεί κανείς απ᾽ όσους κατοικούν στη Θεσσαλία.
Ακόμη και κάτι άλλο, Σωκράτη· αυτό που πας να κάνεις τώρα έχω τη γνώμη πως δεν είναι ούτε δίκαιο, ν᾽ αφήσεις δηλαδή τον εαυτό σου να χαθεί, τη στιγμή που έχεις την ευκαιρία να σωθείς· και βιάζεσαι να σου συμβούν όσα ακριβώς θα έσπευδαν να κάνουν και οι ίδιοι οι εχθροί σου, και μάλιστα έσπευσαν να κάνουν θέλοντας να σ᾽ εξοντώσουν. Κοντά σ᾽ αυτά εγώ τουλάχιστον νομίζω πως προδίνεις και τα παιδιά σου ακόμη, γιατί [45d] ενώ μπορείς και να τ᾽ αναθρέψεις και να τα μορφώσεις πολύ καλά, ξαφνικά και πρόωρα θα τα εγκαταλείψεις και θα φύγεις και σε ό,τι εξαρτάται από σένα η ζωή τους θα μείνει στα χέρια της τύχης· και φυσικά η μοίρα τους θα είναι η συνηθισμένη μοίρα των ορφανών στην ορφάνια τους. Γιατί ή δεν πρέπει να κάνει κανείς παιδιά ή, αν κάνει, έχει χρέος να ταλαιπωρείται κι αυτός μαζί τους μέρα-νύχτα και ανατρέφοντας και μορφώνοντάς τα. Συ όμως, μου φαίνεται, προτιμάς την ευκολία σου. Πρέπει όμως να προτιμά κανείς εκείνα που θα προτιμούσε ένας άνθρωπος ενάρετος και ανδρείος και μάλιστα όταν ισχυρίζεται πως σ᾽ όλη του τη ζωή φροντίζει για την αρετή. Εγώ τουλάχιστον [45e] ντρέπομαι και για σένα και για μας τους φίλους σου, μήπως φανεί στον κόσμο πως όλα αυτά που γίνονται τώρα με σένα έχουν γίνει από κάποια δική μας ανανδρία: Και ότι έφτασε η υπόθεση στο δικαστήριο, ενώ μπορούσε να μη φτάσει ως εκεί, και ότι δικάστηκε με τον τρόπο που δικάστηκε· και τούτο δω το τελευταίο πάλι, σαν κωμικός επίλογος στην υπόθεση, θα δώσει στον κόσμο την εντύπωση πως επειδή σταθήκαμε ανίκανοι και άνανδροι [46a] μας ξέφυγε από τα χέρια, αφού ούτ᾽ εμείς προσπαθήσαμε να σώσουμε σένα ούτε συ τον εαυτό σου, ενώ αυτό ήταν και με το παραπάνω δυνατό, αν είχαμε και την παραμικρότερη αξία.
Όλ᾽ αυτά, Σωκράτη, στοχάσου μήπως δεν είναι μόνο κακά μα κι εξευτελιστικά και για σένα και για μας. Σκέψου λοιπόν ή, καλύτερα, δεν είναι πια καιρός ούτε να σκεφτείς, αλλά να ᾽χεις πάρει την απόφαση. Και μια απόφαση υπάρχει· τη νύχτα που μας έρχεται όλ᾽ αυτά πρέπει να ᾽χουν τελειώσει. Αν όμως περιμένουμε και λίγο, τίποτα πια δεν θα μπορεί να γίνει. Μα έλα, Σωκράτη, άκουσέ με με κάθε τρόπο και μην κάνεις καθόλου διαφορετικά.