Παράξενο πράγμα θα είχα κάνει, ω άνδρες [28e] Αθηναίοι, αν, όταν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε να με κυβερνούν με τοποθέτησαν στην Ποτίδαια και στην Αμφίπολη και στο Δήλιο, έμενα τότε σαν όλους τους άλλους στη θέση μου και κινδύνευα να σκοτωθώ, όταν όμως μ᾽ έβαλε ο θεός σε μια θέση, όπως εγώ ενόμισα και είχα την ιδέα να περάσω τη ζωή μου, δηλαδή με τη φιλοσοφία και την εξέταση του εαυτού μου και των άλλων, να φοβηθώ τον θάνατο [29a] ή ό,τι άλλο και ν᾽ αφήσω τη θέση μου. Βέβαια αυτό θα ήτανε το παράξενο και τότε ίσα ίσα έπρεπε να με στείλουν στο δικαστήριο, πως δεν πιστεύω στην ύπαρξη των θεών, αφού παρακούω τη μαντεία και φοβούμαι τον θάνατο και νομίζω πως είμαι σοφός χωρίς να είμαι. Γιατί το να φοβάται κανένας τον θάνατο, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά να νομίζει πως είναι σοφός χωρίς να είναι· γιατί θα πει ότι υποθέτει πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει. Γιατί κανένας δεν ξέρει τί είναι ο θάνατος, ούτε αν είναι το μεγαλύτερο καλό για τους ανθρώπους· και το φοβούνται όλοι σαν να γνωρίζουν καλά [29b] πως είναι το μεγαλύτερο κακό. Και πώς; Δεν είναι αυτό η πιο ντροπιασμένη αμάθεια να νομίζει κανένας πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει; Εγώ όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, και σε τούτο εδώ διαφέρω από τους περισσότερους ανθρώπους και, αν λέω πως είμαι σοφότερος από έναν άλλον σε κάτι, είναι σ᾽ αυτό: ότι αφού δεν ξέρω αρκετά για τα πράγματα του Άδη, έτσι και το νομίζω πως δεν ξέρω. Αλλά να είμαι άδικος και να παρακούω τον καλύτερό μου, είτε θεόν είτε άνθρωπο, ξέρω πως είναι κακό και ντροπιασμένο. Μπροστά στα κακά λοιπόν, που τα ξέρω πως είναι κακά, εκείνα που δεν ξέρω αν είναι καλά δεν θα τα φοβηθώ καθόλου ποτέ, ούτε θα τ᾽ αποφύγω· ώστε και αν [29c] τώρα εσείς με αθωώσετε και δεν πεισθείτε στον Άνυτο, που είπε πως ή δεν έπρεπε εξαρχής να σταλώ στο δικαστήριο ή, αφού ήλθα εδώ, δεν είναι δυνατό πια να μην καταδικασθώ σε θάνατο και πως, αν ξεφύγω, τα παιδιά σας, καταγινόμενα με τη διδασκαλία του Σωκράτη, θα διαφθαρούν όλα πέρα πέρα, αν μου πείτε τώρα, λέγω, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστεύσουμε τον Άνυτο, αλλά σε αθωώνουμε, με τη συμφωνία όμως να μην καταγίνεσαι πια σ᾽ αυτά τα ζητήματα, μήτε να φιλοσοφείς· κι αν [29d] σε πιάσουμε να ξανακάνεις τα ίδια, θα καταδικασθείς σε θάνατο», αν λοιπόν, όπως είπα, με τέτοια συμφωνία με αθωώσετε, θα σας πω ότι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, θ᾽ ακούσω όμως περισσότερο τον θεό από σας, και, όσο έχω πνοή και είμαι δυνατός, δεν θα παύσω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω, με όποιον κι αν βρεθώ, και να σας λέω εκείνα που συνήθισα, δηλαδή: Ω άνθρωπε, καλύτερε απ᾽ όλους, που είσαι Αθηναίος, από την πόλη τη μεγαλύτερη και πιο ξακουσμένη και στη σοφία και στη δύναμη, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για χρήματα, με τί τρόπο ν᾽ αποκτήσεις περισσότερα, [29e] και για την υπόληψη και την τιμή, για την φρόνηση και την αλήθεια και για την ψυχή σου, πώς να την καλυτερεύσεις, δεν καταγίνεσαι και δεν φροντίζεις καθόλου; Και αν κανένας από σας αμφισβητήσει και πει πως φροντίζει, δεν θα τον αφήσω και δεν θα φύγω, αλλά θα τον ρωτήσω και θα τον εξετάσω και θα τον εξελέγξω και, αν μου φανεί πως δεν έχει στ᾽ αλήθεια αυτή την αρετή, [30a] παρά μόνο με τα λόγια, θα τον περιγελάσω, γιατί τόσο λίγο φροντίζει για κείνα που αξίζουν πολύ και τόσο πολύ για τα πιο τιποτένια. Αυτό θα κάνω σε όποιον συντύχω, είτε νεότερον είτε γεροντότερο, και ξένο και ντόπιο, και περισσότερο στους ντόπιους, γιατί περισσότερο συγγενεύετε μαζί μου. Γιατί αυτά προστάζει ο θεός, ξέρετέ το καλά. Κι εγώ φαντάζομαι πως δεν έγινε ακόμη μεγαλύτερο καλό σε σας και στην πολιτεία, από την υπηρεσία μου αυτή προς τον θεό. Γιατί εγώ τίποτε άλλο δεν κάνω, καθώς τριγυρίζω παντού, παρά να σας πείθω, νέους και γέρους, μήτε για τα σώματά σας [30b] να φροντίζετε, μήτε για χρήματα πρώτα πρώτα και με τόσο ζήλο, όσο για την ψυχή σας, πώς να την κάμετε καλύτερη, λέγοντάς σας πως τα χρήματα δεν κάνουν την αρετή αλλά η αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα καλά των ανθρώπων και στην ιδιωτική ζωή και στη δημόσια. Αν λοιπόν, λέγοντας αυτά, διαφθείρω τους νέους, τότε αυτά που λέω θα ήσαν βλαβερά· και αν μου πει κανένας πως δεν λέω αυτά μα άλλα, δεν λέει τίποτε. Σε τέτοια λόγια θα έλεγα, ω άνδρες Αθηναίοι: Ή ακούσετε τον Άνυτο ή δεν τον ακούσετε, ή με αθωώσετε ή δεν με αθωώσετε, εγώ δεν [30c] θα κάμω άλλο πράγμα απ᾽ αυτό που κάνω, και αν μου μέλλεται να πεθάνω, όχι μία φορά μα και πολλές.
|