Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (19d-21a)


Ἀλλὰ γὰρ οὔτε τούτων οὐδέν ἐστιν, οὐδέ γ᾽ εἴ τινος ἀκηκόατε ὡς ἐγὼ παιδεύειν ἐπιχειρῶ ἀνθρώπους καὶ χρήματα [19e] πράττομαι, οὐδὲ τοῦτο ἀληθές. ἐπεὶ καὶ τοῦτό γέ μοι δοκεῖ καλὸν εἶναι, εἴ τις οἷός τ᾽ εἴη παιδεύειν ἀνθρώπους ὥσπερ Γοργίας τε ὁ Λεοντῖνος καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ Ἱππίας ὁ Ἠλεῖος. τούτων γὰρ ἕκαστος, ὦ ἄνδρες, οἷός τ᾽ ἐστὶν ἰὼν εἰς ἑκάστην τῶν πόλεων τοὺς νέους —οἷς ἔξεστι τῶν ἑαυτῶν πολιτῶν προῖκα συνεῖναι ᾧ ἂν βούλωνται— τούτους πείθουσι [20a] τὰς ἐκείνων συνουσίας ἀπολιπόντας σφίσιν συνεῖναι χρήματα διδόντας καὶ χάριν προσειδέναι. ἐπεὶ καὶ ἄλλος ἀνήρ ἐστι Πάριος ἐνθάδε σοφὸς ὃν ἐγὼ ᾐσθόμην ἐπιδημοῦντα· ἔτυχον γὰρ προσελθὼν ἀνδρὶ ὃς τετέλεκε χρήματα σοφισταῖς πλείω ἢ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, Καλλίᾳ τῷ Ἱππονίκου· τοῦτον οὖν ἀνηρόμην —ἐστὸν γὰρ αὐτῷ δύο ὑεῖ— «Ὦ Καλλία,» ἦν δ᾽ ἐγώ, «εἰ μέν σου τὼ ὑεῖ πώλω ἢ μόσχω ἐγενέσθην, εἴχομεν ἂν αὐτοῖν ἐπιστάτην λαβεῖν καὶ μισθώσασθαι ὃς [20b] ἔμελλεν αὐτὼ καλώ τε κἀγαθὼ ποιήσειν τὴν προσήκουσαν ἀρετήν, ἦν δ᾽ ἂν οὗτος ἢ τῶν ἱππικῶν τις ἢ τῶν γεωργικῶν· νῦν δ᾽ ἐπειδὴ ἀνθρώπω ἐστόν, τίνα αὐτοῖν ἐν νῷ ἔχεις ἐπιστάτην λαβεῖν; τίς τῆς τοιαύτης ἀρετῆς, τῆς ἀνθρωπίνης τε καὶ πολιτικῆς, ἐπιστήμων ἐστίν; οἶμαι γάρ σε ἐσκέφθαι διὰ τὴν τῶν ὑέων κτῆσιν. ἔστιν τις,» ἔφην ἐγώ, «ἢ οὔ;» «Πάνυ γε,» ἦ δ᾽ ὅς. «Τίς,» ἦν δ᾽ ἐγώ, «καὶ ποδαπός, καὶ πόσου διδάσκει;» «Εὔηνος,» ἔφη, «ὦ Σώκρατες, Πάριος, πέντε μνῶν.» καὶ ἐγὼ τὸν Εὔηνον ἐμακάρισα εἰ ὡς ἀληθῶς [20c] ἔχοι ταύτην τὴν τέχνην καὶ οὕτως ἐμμελῶς διδάσκει. ἐγὼ γοῦν καὶ αὐτὸς ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἂν εἰ ἠπιστάμην ταῦτα· ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἐπίσταμαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι.
Ὑπολάβοι ἂν οὖν τις ὑμῶν ἴσως· «Ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, τὸ σὸν τί ἐστι πρᾶγμα; πόθεν αἱ διαβολαί σοι αὗται γεγόνασιν; οὐ γὰρ δήπου σοῦ γε οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον πραγματευομένου ἔπειτα τοσαύτη φήμη τε καὶ λόγος γέγονεν, εἰ μή τι ἔπραττες ἀλλοῖον ἢ οἱ πολλοί. λέγε οὖν ἡμῖν τί [20d] ἐστιν, ἵνα μὴ ἡμεῖς περὶ σοῦ αὐτοσχεδιάζωμεν.» ταυτί μοι δοκεῖ δίκαια λέγειν ὁ λέγων, κἀγὼ ὑμῖν πειράσομαι ἀποδεῖξαι τί ποτ᾽ ἐστὶν τοῦτο ὃ ἐμοὶ πεποίηκεν τό τε ὄνομα καὶ τὴν διαβολήν. ἀκούετε δή. καὶ ἴσως μὲν δόξω τισὶν ὑμῶν παίζειν· εὖ μέντοι ἴστε, πᾶσαν ὑμῖν τὴν ἀλήθειαν ἐρῶ. ἐγὼ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δι᾽ οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ διὰ σοφίαν τινὰ τοῦτο τὸ ὄνομα ἔσχηκα. ποίαν δὴ σοφίαν ταύτην; ἥπερ ἐστὶν ἴσως ἀνθρωπίνη σοφία· τῷ ὄντι γὰρ κινδυνεύω ταύτην εἶναι σοφός. οὗτοι δὲ τάχ᾽ ἄν, οὓς ἄρτι [20e] ἔλεγον, μείζω τινὰ ἢ κατ᾽ ἄνθρωπον σοφίαν σοφοὶ εἶεν, ἢ οὐκ ἔχω τί λέγω· οὐ γὰρ δὴ ἔγωγε αὐτὴν ἐπίσταμαι, ἀλλ᾽ ὅστις φησὶ ψεύδεταί τε καὶ ἐπὶ διαβολῇ τῇ ἐμῇ λέγει. καί μοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ θορυβήσητε, μηδ᾽ ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν· οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λόγον ὃν ἂν λέγω, ἀλλ᾽ εἰς ἀξιόχρεων ὑμῖν τὸν λέγοντα ἀνοίσω. τῆς γὰρ ἐμῆς, εἰ δή τίς ἐστιν σοφία καὶ οἵα, μάρτυρα ὑμῖν παρέξομαι τὸν θεὸν τὸν ἐν Δελφοῖς. Χαιρεφῶντα γὰρ ἴστε που. οὗτος [21a] ἐμός τε ἑταῖρος ἦν ἐκ νέου καὶ ὑμῶν τῷ πλήθει ἑταῖρός τε καὶ συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην καὶ μεθ᾽ ὑμῶν κατῆλθε. καὶ ἴστε δὴ οἷος ἦν Χαιρεφῶν, ὡς σφοδρὸς ἐφ᾽ ὅτι ὁρμήσειεν. καὶ δή ποτε καὶ εἰς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι —καί, ὅπερ λέγω, μὴ θορυβεῖτε, ὦ ἄνδρες— ἤρετο γὰρ δὴ εἴ τις ἐμοῦ εἴη σοφώτερος. ἀνεῖλεν οὖν ἡ Πυθία μηδένα σοφώτερον εἶναι. καὶ τούτων πέρι ὁ ἀδελφὸς ὑμῖν αὐτοῦ οὑτοσὶ μαρτυρήσει, ἐπειδὴ ἐκεῖνος τετελεύτηκεν.


Αλλά ούτε απ᾽ αυτά είναι τίποτε σωστό, και αν ίσως ακούσατε να λένε πως εγώ καταπιάνομαι να κάμω τον δάσκαλο [19e] με πληρωμή, ουδέ τούτο είν᾽ αλήθεια. Επειδή κι αυτό δεν μου φαίνεται άσχημο, αν είναι κανένας ικανός να κάνει τον δάσκαλο, όπως ο Γοργίας ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Γιατί καθένας απ᾽ αυτούς, ω άνδρες Αθηναίοι, είναι ικανός να γυρίζει από πολιτεία σε πολιτεία και να πείθει τους νέους, εκείνους που είν᾽ ελεύθεροι ν᾽ ακολουθούν όποιον θέλουν, [20a] ν᾽ αφήνουν τις παλιές τους συντροφιές και να πηγαίνουν μαζί τους και όχι μόνο να τους πληρώνουν μα και να τους το χρωστούν για χάρη. Και είναι και κάποιος άλλος εδώ σοφός από την Πάρο, που έμαθα πως ήλθε στον τόπο μας. Γιατί έτυχε να συνομιλήσω μ᾽ έναν, τον Καλλία, τον γιο του Ιππονίκου που έχει πληρώσει στους σοφιστές περισσότερα χρήματα από όλους τους άλλους μαζί. Τον ερώτησα λοιπόν αυτόν (γιατί έχει δύο γιους): Καλλία, του είπα, αν τα δυο σου παιδιά ήτανε πουλάρια ή μοσχαράκια, θα είχαμε να τους πάρουμε, με πληρωμή, κάποιον για να [20b] τα μεγαλώσει όμορφα και καλά, όπως τους πρέπει· κι αυτός θα ήτανε βέβαια ή ιπποκόμος ή γεωργός· τώρα που είναι άνθρωποι, σαν ποιόν παιδαγωγό έχεις στον νου σου να τους πάρεις; Ποιός είναι που κατέχει την επιστήμη να τους αναθρέψει, σαν ανθρώπους και σαν πολίτες· γιατί νομίζω πως, αφού απόκτησες τα παιδιά σου, θα τα έχεις συλλογισθεί όλα αυτά. Υπάρχει λοιπόν κανένας, είπα εγώ, ή όχι; Βέβαια, μου είπε εκείνος. Και ποιός είν᾽ αυτός, είπα εγώ, και από πού; Και πόσα παίρνει για τη διδαχή; — Ο Εύηνος, Σωκράτη, μου είπε, από την Πάρο και παίρνει πέντε μνες. Κι εγώ μακάρισα τον Εύηνο, αν ξέρει στ᾽ αλήθεια [20c] τέτοια τέχνη και διδάσκει τόσο κατάλληλα. Γιατί κι εγώ ο ίδιος θα καμάρωνα και θα περηφανευόμουν, αν τα ήξερα αυτά. Μα δεν τα ξέρω, ω άνδρες Αθηναίοι.
Ίσως όμως κάποιος από σας θα μου ᾽λεγε: Μα λοιπόν ποιά είναι η δική σου δουλειά, Σωκράτη; και γιατί σου έχουνε βγάλει αυτές τις διαβολές; Γιατί αν δεν καταγινόσουν σε τίποτε σπουδαιότερο από τους άλλους, δε θα έβγαζες τέτοια φήμη και δε θα γινότανε λόγος για σένα, αν δεν έκανες τίποτε αλλιώτικο απ᾽ τον άλλο κόσμο. Πες μας λοιπόν εσύ τί [20d] είναι αυτό, για να μη λέμε κι εμείς για σένα ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι. Όποιος τα πει αυτά θα ᾽χει δίκαιο μου φαίνεται και γι᾽ αυτό θα προσπαθήσω να σας αποδείξω τί είν᾽ εκείνο που και το όνομα μου έχει βγάλει αυτό και τις διαβολές. Ακούστε λοιπόν.
Ίσως θα φανώ σε μερικούς πως χωρατεύω, να ξέρετε όμως καλά πως θα σας πω όλη την αλήθεια. Γιατί εγώ έχω βγάλει αυτό το όνομα, ω άνδρες Αθηναίοι, για κάποια σοφία που έχω. Τί είδος λοιπόν σοφία είναι αυτή; Είναι ίσως ανθρώπινη σοφία, και τωόντι κοντεύω να έχω αυτή την σοφία· αυτοί όμως που [20e] σας έλεγα τώρα φαίνεται να ᾽χουν κάποια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη ή δεν έχω τί να πω· γιατί εγώ τουλάχιστον δεν την ξέρω και όποιος το λέει λέει ψέματα και τα λέει για να με διαβάλει. Και σας παρακαλώ, ω άνδρες Αθηναίοι, μην ταραχθείτε, ακόμα κι αν σας φανεί πως λέω κατιτί υπερβολικό, γιατί τα λόγια που θα σας πω δεν είναι δικά μου. Είναι λόγια κάποιου που του έχετε μεγάλη εμπιστοσύνη. Γιατί για τη δική μου σοφία, αν έχω κάποια κι αν αξίζει τίποτε, θα σας φέρω μάρτυρα τον θεό των Δελφών. Τον Χαιρεφώντα τον γνωρίζετε βέβαια. Ήτανε [21a] φίλος μου από νέος και φίλος των δημοκρατικών και μαζί σας εξορίσθηκε και μαζί σας ξαναγύρισε. Και ξέρετε δα τί άνθρωπος ήτανε ο Χαιρεφών, πόσο ήτανε ακράτητος σ᾽ ό,τι κι αν επιχειρούσε. Και λοιπόν κάποτε πήγε και στους Δελφούς και τόλμησε να ρωτήσει το μαντείο γι᾽ αυτό το ζήτημα· και μην ξαφνισθείτε γι᾽ αυτό που θα σας πω, ω άνδρες Αθηναίοι. Ρώτησε δηλαδή αν είναι κανένας σοφότερος από μένα. Η Πυθία λοιπόν αποκρίθηκε πως κανένας δεν είναι σοφότερος. Και γι᾽ αυτό το πράγμα σάς φέρνω μάρτυρα τον αδελφό του, αυτόν εδώ, γιατί εκείνος είναι πεθαμένος.