Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (15.1-16.19)


[15.1] Τῆς δὲ στρατιᾶς τὸ πλῆθος οἱ μὲν ἐλάχιστον λέγοντες τρισμυρίους πεζοὺς καὶ τετρακισχιλίους ἱππεῖς, οἱ δὲ πλεῖστον πεζοὺς μὲν τετρακισμυρίους καὶ τρισχιλίους, ἱππέας δὲ πεντακισχιλίους ἀναγράφουσιν. [15.2] ἐφόδιον δὲ τούτοις οὐ πλέον ἑβδομήκοντα ταλάντων ἔχειν αὐτὸν Ἀριστόβουλος ἱστορεῖ, Δοῦρις δὲ τριάκοντα μόνον ἡμερῶν διατροφήν, Ὀνησίκριτος δὲ καὶ διακόσια τάλαντα προσοφείλειν. [15.3] ἀλλὰ καίπερ ἀπὸ μικρῶν καὶ στενῶν οὕτως ὁρμώμενος, οὐ πρότερον ἐπέβη τῆς νεώς, ἢ τὰ τῶν ἑταίρων πράγματα σκεψάμενος ἀπονεῖμαι τῷ μὲν ἀγρόν, τῷ δὲ κώμην, τῷ δὲ συνοικίας πρόσοδον ἢ λιμένος. [15.4] ἤδη δὲ κατανηλωμένων καὶ διαγεγραμμένων σχεδὸν ἁπάντων τῶν βασιλικῶν, ὁ Περδίκκας «σεαυτῷ δ᾽» εἶπεν «ὦ βασιλεῦ τί καταλείπεις;» τοῦ δὲ φήσαντος ὅτι τὰς ἐλπίδας, «οὐκοῦν» ἔφη «καὶ ἡμεῖς τούτων κοινωνήσομεν οἱ μετὰ σοῦ στρατευόμενοι». [15.5] παραιτησαμένου δὲ τοῦ Περδίκκου τὴν διαγεγραμμένην κτῆσιν αὐτῷ, καὶ τῶν ἄλλων φίλων ἔνιοι τὸ αὐτὸ ἐποίησαν. [15.6] τοῖς δὲ λαμβάνουσι καὶ δεομένοις προθύμως ἐχαρίζετο, καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ἐν Μακεδονίᾳ διανέμων οὕτως κατηνάλωσε.
[15.7] Τοιαύτῃ μὲν ‹οὖν› ὁρμῇ καὶ παρασκευῇ διανοίας τὸν Ἑλλήσποντον διεπέρασεν. ἀναβὰς δ᾽ εἰς Ἴλιον, ἔθυσε τῇ Ἀθηνᾷ καὶ τοῖς ἥρωσιν ἔσπεισε. [15.8] τὴν δ᾽ Ἀχιλλέως στήλην ἀλειψάμενος λίπα, καὶ μετὰ τῶν ἑταίρων συναναδραμὼν γυμνὸς ὥσπερ ἔθος ἐστίν, ἐστεφάνωσε, μακαρίσας αὐτὸν ὅτι καὶ ζῶν φίλου πιστοῦ καὶ τελευτήσας μεγάλου κήρυκος ἔτυχεν. [15.9] ἐν δὲ τῷ περιϊέναι καὶ θεᾶσθαι τὰ κατὰ τὴν πόλιν ἐρομένου τινὸς αὐτόν, εἰ βούλεται τὴν Ἀλεξάνδρου λύραν ἰδεῖν, ἐλάχιστα φροντίζειν ἐκείνης ἔφη, τὴν δ᾽ Ἀχιλλέως ζητεῖν, ᾗ τὰ κλέα καὶ τὰς πράξεις ὕμνει τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἐκεῖνος.
[16.1] Ἐν δὲ τούτῳ τῶν Δαρείου στρατηγῶν μεγάλην δύναμιν ἡθροικότων καὶ παρατεταγμένων ἐπὶ τῇ διαβάσει τοῦ Γρανικοῦ, μάχεσθαι μὲν ἴσως ἀναγκαῖον ἦν, ὥσπερ ἐν πύλαις τῆς Ἀσίας, περὶ τῆς εἰσόδου καὶ ἀρχῆς· [16.2] τοῦ δὲ ποταμοῦ τὸ βάθος καὶ τὴν ἀνωμαλίαν καὶ τραχύτητα τῶν πέραν ὄχθων, πρὸς οὓς ἔδει γίνεσθαι τὴν ἀπόβασιν μετὰ μάχης, τῶν πλείστων δεδιότων, ἐνίων δὲ καὶ τὸ περὶ τὸν μῆνα νενομισμένον οἰομένων δεῖν φυλάξασθαι (Δαισίου γὰρ οὐκ εἰώθεισαν οἱ βασιλεῖς τῶν Μακεδόνων ἐξάγειν τὴν στρατιάν), τοῦτο μὲν ἐπηνωρθώσατο, κελεύσας δεύτερον Ἀρτεμίσιον ἄγειν· [16.3] τοῦ δὲ Παρμενίωνος, ὡς ὀψὲ τῆς ὥρας οὔσης, οὐκ ἐῶντος ἀποκινδυνεύειν, εἰπὼν αἰσχύνεσθαι τὸν Ἑλλήσποντον, εἰ φοβήσεται τὸν Γρανικὸν διαβεβηκὼς ἐκεῖνον, ἐμβάλλει τῷ ῥεύματι σὺν ἴλαις ἱππέων τρισκαίδεκα· [16.4] καὶ πρὸς ἐναντία βέλη καὶ τόπους ἀπορρῶγας ὅπλοις καταπεφραγμένους καὶ ἵπποις ἐλαύνων, καὶ διὰ ῥεύματος παραφέροντος καὶ περικλύζοντος, ἔδοξε μανικῶς καὶ πρὸς ἀπόνοιαν μᾶλλον ἢ γνώμῃ στρατηγεῖν. [16.5] οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἐμφὺς τῇ διαβάσει καὶ κρατήσας τῶν τόπων χαλεπῶς καὶ μόλις, ὑγρῶν καὶ περισφαλῶν γενομένων διὰ τὸν πηλόν, εὐθὺς ἠναγκάζετο φύρδην μάχεσθαι καὶ κατ᾽ ἄνδρα συμπλέκεσθαι τοῖς ἐπιφερομένοις, πρὶν εἰς τάξιν τινὰ καταστῆναι τοὺς διαβαίνοντας. [16.6] ἐνέκειντο γὰρ κραυγῇ, καὶ τοὺς ἵππους παραβάλλοντες τοῖς ἵπποις ἐχρῶντο δόρασι καὶ ξίφεσι τῶν δοράτων συντριβέντων. [16.7] ὠσαμένων δὲ πολλῶν ἐπ᾽ αὐτὸν (ἦν δὲ τῇ πέλτῃ καὶ τοῦ κράνους τῇ χαίτῃ διαπρεπής, ἧς ἑκατέρωθεν εἱστήκει πτερὸν λευκότητι καὶ μεγέθει θαυμαστόν), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη, [16.8] Ῥοισάκου δὲ καὶ Σπιθριδάτου τῶν στρατηγῶν προσφερομένων ἅμα, τὸν μὲν ἐκκλίνας, Ῥοισάκῃ δὲ προεμβαλὼν τεθωρακισμένῳ τὸ δόρυ καὶ κατακλάσας, οὕτως ἐπὶ τὸ ἐγχειρίδιον ὥρμησε. [16.9] συμπεπτωκότων δ᾽ αὐτῶν, ὁ Σπιθριδάτης ὑποστήσας ἐκ πλαγίων τὸν ἵππον καὶ μετὰ σπουδῆς συνεξαναστάς, κοπίδι βαρβαρικῇ κατήνεγκε, [16.10] καὶ τὸν μὲν λόφον ἀπέρραξε μετὰ θατέρου πτεροῦ, τὸ δὲ κράνος πρὸς τὴν πληγὴν ἀκριβῶς καὶ μόλις ἀντέσχεν, ὥστε τῶν πρώτων ψαῦσαι τριχῶν τὴν πτέρυγα τῆς κοπίδος. [16.11] ἑτέραν δὲ τὸν Σπιθριδάτην πάλιν ἐπαιρόμενον ἔφθασε Κλεῖτος ὁ μέλας τῷ ξυστῷ διελάσας μέσον· ὁμοῦ δὲ καὶ Ῥοισάκης ἔπεσεν, ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου ξίφει πληγείς. [16.12] ἐν τούτῳ δὲ κινδύνου καὶ ἀγῶνος οὔσης τῆς ἱππομαχίας, ἥ τε φάλαγξ διέβαινε τῶν Μακεδόνων, καὶ συνῆγον αἱ πεζαὶ δυνάμεις. [16.13] οὐ μὴν ὑπέστησαν εὐρώστως οὐδὲ πολὺν χρόνον, ἀλλ᾽ ἔφυγον τραπόμενοι πλὴν τῶν μισθοφόρων Ἑλλήνων· οὗτοι δὲ πρός τινι λόφῳ συστάντες, ᾔτουν τὰ πιστὰ τὸν Ἀλέξανδρον. [16.14] ὁ δὲ θυμῷ μᾶλλον ἢ λογισμῷ πρῶτος ἐμβαλών, τόν θ᾽ ἵππον ἀποβάλλει ξίφει πληγέντα διὰ τῶν πλευρῶν (ἦν δ᾽ ἕτερος, οὐχ ὁ Βουκεφάλας), καὶ τοὺς πλείστους τῶν ἀποθανόντων καὶ τραυματισθέντων ἐκεῖ συνέβη κινδυνεῦσαι καὶ πεσεῖν, πρὸς ἀνθρώπους ἀπεγνωκότας καὶ μαχίμους συμπλεκομένους. [16.15] λέγονται δὲ πεζοὶ μὲν δισμύριοι τῶν βαρβάρων, ἱππεῖς δὲ δισχίλιοι πεντακόσιοι πεσεῖν. τῶν δὲ περὶ τὸν Ἀλέξανδρον Ἀριστόβουλός φησι τέσσαρας καὶ τριάκοντα νεκροὺς γενέσθαι τοὺς πάντας, ὧν ἐννέα πεζοὺς εἶναι. [16.16] τούτων μὲν οὖν ἐκέλευσεν εἰκόνας ἀνασταθῆναι χαλκᾶς, ἃς Λύσιππος εἰργάσατο. [16.17] κοινούμενος δὲ τὴν νίκην τοῖς Ἕλλησιν, ἰδίᾳ μὲν τοῖς Ἀθηναίοις ἔπεμψε τῶν αἰχμαλώτων τριακοσίας ἀσπίδας, κοινῇ δὲ τοῖς ἄλλοις λαφύροις ἐκέλευσεν ἐπιγράψαι φιλοτιμοτάτην ἐπιγραφήν· [16.18] «Ἀλέξανδρος [ὁ] Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων». [16.19] ἐκπώματα δὲ καὶ πορφύρας καὶ ὅσα τοιαῦτα τῶν Περσικῶν ἔλαβε, πάντα τῇ μητρὶ πλὴν ὀλίγων ἔπεμψεν.


[15.1] Όσο για το σύνολο του στρατεύματος, άλλοι λένε ότι είχε τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες πεζούς και τέσσερις χιλιάδες ιππείς, άλλοι αναφέρουν το πολύ σαράντα τρεις χιλιάδες πεζούς και πέντε χιλιάδες ιππείς. [15.2] Εφόδια για αυτές τις δυνάμεις δεν διέθετε περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα κατά τον Αριστόβουλο, ενώ σύμφωνα με τον Δούρη είχε τρόφιμα μόνο για τριάντα ημέρες, κατά τον Ονησίκριτο μάλιστα χρωστούσε κιόλας διακόσια τάλαντα. [15.3] Αλλά, μολονότι ξεκινούσε με τόσο λίγα και περιορισμένα εφόδια, δεν μπήκε στο πλοίο προηγουμένως, παρά αφού, εξετάζοντας την κατάσταση των συντρόφων του, μοίρασε στον έναν χωράφι, στον άλλον χωριό και σε άλλον τα έσοδα μιας συνοικίας ή ενός λιμανιού. [15.4] Είχε ήδη μοιραστεί και καταγραφεί όλη σχεδόν η βασιλική περιουσία, όταν ο Περδίκκας τον ρώτησε: «και για τον εαυτό σου τι αφήνεις, βασιλιά;» Όταν αυτός είπε ότι αφήνει τις ελπίδες, «τότε και εμείς», είπε ο Περδίκκας, «που εκστρατεύουμε μαζί σου, θα πάρουμε ένα μερίδιο από αυτές» [15.5] Και καθώς παραιτήθηκε ο Περδίκκας από το μερίδιο που είχε προσδιοριστεί σ᾽ αυτόν, έκαναν το ίδιο και ορισμένοι άλλοι από τους φίλους του βασιλιά. [15.6] Σε όσους όμως τα έπαιρναν και τα χρειάζονταν, τα χάριζε πρόθυμα. Μοιράζοντάς τα κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, παραχώρησε τα περισσότερα από τα κτήματά του στη Μακεδονία. [15.7] Με τέτοια λοιπόν ορμή και με τέτοιους σκοπούς προετοιμασμένος πέρασε ο Αλέξανδρος τον Ελλήσποντο. Και όταν προχώρησε στο εσωτερικό και έφτασε στο Ίλιο, θυσίασε στην Αθηνά και έκανε σπονδές στους ήρωες. [15.8] Άλειψε με λίπος την επιτύμβια στήλη του Αχιλλέα, έτρεξε γυμνός γύρω από αυτήν μαζί με τους συντρόφους του, όπως είναι το έθιμο, και κατέθεσε στεφάνι μακαρίζοντάς τον που και ζωντανός είχε φίλο πιστό και νεκρός κήρυκα μεγάλο. [15.9] Καθώς περιηγούνταν την πόλη και παρατηρούσε τα αξιοθέατά της, τον ρώτησε κάποιος αν ήθελε να δει τη λύρα του Αλέξανδρου (:Πάρη). Είπε πως έδινε πολύ λίγη σημασία σ᾽ αυτό· εκείνο που ζητά είναι η λύρα του Αχιλλέα, με την οποία εκείνος υμνούσε τη δόξα και τα κατορθώματα των γενναίων ανδρών.
[16.1] Στο μεταξύ, καθώς οι στρατηγοί του Δαρείου είχαν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη και είχαν παραταχθεί στον πόρο του Γρανικού ποταμού, ίσως ήταν ανάγκη να δώσουν μάχη για την είσοδο και την κυριαρχία, σαν να βρίσκονταν στις πύλες της Ασίας. [16.2] Οι περισσότεροι φοβούνταν το βάθος του ποταμού και το ανώμαλο και δύσβατο της απέναντι όχθης, προς τις οποίες έπρεπε να γίνει η απόβαση· ορισμένοι μάλιστα πίστευαν ότι έπρεπε να τηρήσουν και τα καθιερωμένα με τον μήνα — στη διάρκεια του μήνα Δαίσιου οι βασιλείς των Μακεδόνων δεν συνήθιζαν να εκστρατεύουν. Αυτό βέβαια το διόρθωσε, δίνοντας εντολή να τον θεωρήσουν ως δεύτερο Αρτεμίσιο· [16.3] επειδή όμως ήταν ήδη αργά, ο Παρμενίων απέτρεπε να ριψοκινδυνεύσουν· ο Αλέξανδρος όμως, λέγοντας ότι ντρέπεται τον Ελλήσποντο, τον οποίο είχε ήδη περάσει, αν θα φοβόταν τον Γρανικό, ορμάει στο ποτάμι με δεκατρείς ίλες ιππικού. [16.4] Και καθώς προχωρούσε απέναντι σε εχθρικά βέλη και απόκρημνες όχθες, καλυμμένες από πεζούς και ιππείς, μέσα από ορμητικό και απειλητικό ρεύμα, έδωσε την εντύπωση ότι ενεργούσε μάλλον ως μανιακός και ανόητος παρά ως συνετός στρατηγός. [16.5] Ωστόσο, αφού είχε αποφασίσει να περάσει και με πολλή δυσκολία είχε καταφέρει να κρατηθεί σε περιοχές υγρές και γλιστερές από τη λάσπη, αναγκαζόταν να μάχεται μέσα σε σύγχυση και ο άνδρες να συμπλέκονται ένας προς έναν εναντίον των επιτιθεμένων, πριν προλάβουν να παραταχθούν όσοι περνούσαν το ποτάμι. [16.6] Οι εχθροί ορμούσαν μέσα με κραυγές, χτυπώντας άλογο με άλογο· χρησιμοποιούσαν τα δόρατα και, όταν αυτά συντρίβονταν, τα ξίφη τους. [16.7] Μολονότι είχαν πέσει πολλοί επάνω του —ξεχώριζε από την ασπίδα και τη χαίτη του κράνους, από τις δυο πλευρές του οποίου υπήρχε υπέροχο για τη λευκότητα και το μέγεθός του φτερό— ωστόσο δεν πληγώθηκε, μολονότι χτυπήθηκε με ακόντιο κάτω από τον θώρακα. [16.8] Όταν οι στρατηγοί Ροισάκης και Σπιθριδάτης έπεσαν επάνω του ταυτόχρονα, τον έναν τον απέφυγε, αλλά, προτείνοντας στον Ροισάκη το δόρυ του, έσπασε πάνω στον θώρακά του και έτσι τράβηξε το μαχαίρι του. [16.9] Ενώ αυτοί είχαν συμπλακεί, ο Σπιθριδάτης, στήνοντας το άλογό του σε πλάγια θέση, ανασηκώθηκε με δύναμη και με βαρβαρικό σπαθί του κατάφερε χτύπημα· [16.10] έκοψε το λοφίο της περικεφαλαίας και το ένα φτερό και η περικεφαλαία μόλις άντεξε το χτύπημα, έτσι που η άκρη του σπαθιού να αγγίξει τις πρώτες τρίχες του κεφαλιού. [16.11] Και την ώρα που σηκωνόταν ο Σπιθριδάτης για δεύτερο χτύπημα, πρόλαβε ο Κλείτος ο μαύρος και τον διαπέρασε με τη λόγχη του. Ταυτόχρονα έπεσε νεκρός και ο Ροισάκης, χτυπημένος από το ξίφος του Αλέξανδρου. [16.12] Στο μεταξύ, ενώ η ιππομαχία διέτρεχε κίνδυνο και διεξαγόταν με πείσμα, άρχισε να περνάει η Μακεδονική φάλαγγα και να συγκεντρώνονται οι πεζικές δυνάμεις. [16.13] Οι Πέρσες όμως δεν αντιστάθηκαν σθεναρά ούτε και για πολύν χρόνο, αλλά τράπηκαν σε φυγή, εκτός από τους Έλληνες μισθοφόρους· αυτοί συσπειρώθηκαν κοντά σε κάποιον λόφο και ζητούσαν εγγυήσεις από τον Αλέξανδρο. [16.14] Αυτός όμως, ενεργώντας με θυμό μάλλον παρά με σκέψη, επιτέθηκε πρώτος και έχασε το άλογό του, που χτυπήθηκε με ξίφος στα πλευρά — ήταν όμως άλλο άλογο, όχι ο Βουκεφάλας· οι περισσότεροι από αυτούς που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν συνέβη να κινδυνεύσουν και να πέσουν εκεί, μαχόμενοι με ανθρώπους απεγνωσμένους και ικανούς πολεμιστές. [16.15] Λένε ότι από τη μεριά των βαρβάρων έπεσαν στη μάχη είκοσι χιλιάδες πεζοί και δυόμισι χιλιάδες ιππείς. Από την πλευρά του Αλέξανδρου ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι υπήρξαν συνολικά τριάντα τέσσερις νεκροί, από τους οποίους οι εννέα ήταν πεζοί. [16.16] Γι᾽ αυτούς διέταξε να στηθούν χάλκινοι ανδριάντες που έφτιαξε ο Λύσιππος. [16.17] Θέλοντας να κάνει γνωστή τη νίκη του τους στους Έλληνες, έστειλε χωριστά στους Αθηναίους τριακόσιες ασπίδες των αιχμαλώτων και στα άλλα γενικά λάφυρα διέταξε να γράψουν από κοινού τη φιλόδοξη επιγραφή [16.18] «ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία».. [16.19] Ποτήρια, πορφύρες και όσα τέτοια περσικά αντικείμενα πήρε τα έστειλε όλα, εκτός από λίγα, στη μητέρα του.