Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (68.1-70.2)


[68.1] Ἐνταῦθα τῶν περὶ Νέαρχον ἀναβάντων πρὸς αὐτόν, ἡσθεὶς καὶ διακούσας τὰ περὶ τὸν πλοῦν ὥρμησεν αὐτὸς πλεύσας κατὰ τὸν Εὐφράτην στόλῳ μεγάλῳ, εἶτα περὶ τὴν Ἀραβίαν καὶ τὴν Λιβύην παρακομισθείς, διὰ στηλῶν Ἡρακλείων ἐμβαλεῖν εἰς τὴν ἐντὸς θάλασσαν, [68.2] καὶ πλοῖα παντοδαπὰ περὶ Θάψακον ἐπήγνυτο, καὶ συνήγοντο ναῦται καὶ κυβερνῆται πανταχόθεν. [68.3] ἡ δ᾽ ἄνω στρατεία χαλεπὴ γενομένη, καὶ τὸ περὶ Μαλλοὺς τραῦμα, καὶ ἡ φθορὰ πολλὴ λεχθεῖσα τῆς δυνάμεως ἀπιστίᾳ τῆς σωτηρίας αὐτοῦ τά θ᾽ ὑπήκοα πρὸς ἀποστάσεις ἐπῆρε, καὶ τοῖς στρατηγοῖς καὶ σατράπαις ἀδικίαν πολλὴν καὶ πλεονεξίαν καὶ ὕβριν ‹ἐν›εποίησε, καὶ ὅλως διέδραμε σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός. [68.4] ὅπου καὶ πρὸς Ἀντίπατρον Ὀλυμπιὰς καὶ Κλεοπάτρα στασιάσασαι, διείλοντο τὴν ἀρχήν, Ὀλυμπιὰς μὲν Ἤπειρον, Κλεοπάτρα δὲ Μακεδονίαν παραλαβοῦσα. [68.5] καὶ τοῦτ᾽ ἀκούσας Ἀλέξανδρος βέλτιον ἔφη βεβουλεῦσθαι τὴν μητέρα· Μακεδόνας γὰρ οὐκ ἂν ὑπομεῖναι βασιλευομένους ὑπὸ γυναικός. [68.6] διὰ ταῦτα Νέαρχον μὲν αὖθις ἐπὶ θάλασσαν ἔπεμψεν, ἐμπλῆσαι † πολεμίων ἅπασαν ἐγνωκὼς τὴν παραλίαν, αὐτὸς δὲ καταβαίνων ἐκόλαζε τοὺς πονηροὺς τῶν στρατηγῶν. [68.7] τῶν δ᾽ Ἀβουλίτου παίδων ἕνα μὲν Ὀξυάρτην αὐτὸς ἀπέκτεινε σαρίσῃ διελάσας, Ἀβουλίτου δὲ μηδὲν τῶν ἀναγκαίων παρασκευάσαντος, ἀλλ᾽ ἢ τρισχίλαι τάλαντα νομίσματος αὐτῷ προσαγαγόντος, ἐκέλευσε τοῖς ἵπποις τὸ ἀργύριον παραβαλεῖν. ὡς δ᾽ οὐκ ἐγεύοντο, φήσας «τί οὖν ὄφελος ἡμῖν τῆς σῆς παρασκευῆς;» καθεῖρξε τὸν Ἀβουλίτην.
[69.1] Ἐν δὲ Πέρσαις πρῶτον μὲν ἀπέδωκε τὸ νόμισμα ταῖς γυναιξίν, ὥσπερ εἰώθεισαν οἱ βασιλεῖς, ὁσάκις εἰς Πέρσας ἀφίκοιντο, διδόναι χρυσοῦν ἑκάστῃ. [69.2] καὶ διὰ τοῦτό φασιν ἐνίους μὴ πολλάκις, Ὦχον δὲ μηδ᾽ ἅπαξ εἰς Πέρσας παραγενέσθαι, διὰ μικρολογίαν ἀποξενώσαντα τῆς πατρίδος ἑαυτόν.
[69.3] Ἔπειτα τὸν Κύρου τάφον εὑρὼν διορωρυγμένον, ἀπέκτεινε τὸν ἀδικήσαντα, καίτοι Πελλαῖος ἦν οὐ τῶν ἀσημοτάτων ὁ πλημμελήσας, ὄνομα Πουλαμάχος. [69.4] τὴν δ᾽ ἐπιγραφὴν ἀναγνούς, ἐκέλευσεν Ἑλληνικοῖς ὑποχαράξαι γράμμασιν. εἶχε δ᾽ οὕτως· «ὦ ἄνθρωπε, ὅστις εἶ καὶ ὁπόθεν ἥκεις, ὅτι μὲν γὰρ ἥξεις οἶδα, ἐγὼ Κῦρός εἰμι ὁ Πέρσαις κτησάμενος τὴν ἀρχήν. μὴ οὖν τῆς ὀλίγης ‹μοι› ταύτης γῆς φθονήσῃς ἣ τοὐμὸν σῶμα περικαλύπτει». [69.5] ταῦτα μὲν οὖν ἐμπαθῆ σφόδρα τὸν Ἀλέξανδρον ἐποίησεν, ἐν νῷ λαβόντα ‹τῶν πραγμάτων› τὴν ἀδηλότητα καὶ μεταβολήν.
[69.6] Ὁ δὲ Καλανὸς ἐνταῦθα χρόνον οὐ πολὺν ὑπὸ κοιλίας ἐνοχληθείς, ᾐτήσατο πυρὰν αὑτῷ γενέσθαι· καὶ κομισθεὶς ἵππῳ πρὸς αὐτήν, ἐπευξάμενος καὶ κατασπείσας ἑαυτὸν καὶ τῶν τριχῶν ἀπαρξάμενος, ἀναβαίνων ἐδεξιοῦτο τοὺς παρόντας τῶν Μακεδόνων καὶ παρεκάλει τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡδέως γενέσθαι καὶ μεθυσθῆναι μετὰ τοῦ βασιλέως, αὐτὸν δ᾽ ἐκεῖνον ἔφη μετ᾽ ὀλίγον χρόνον ἐν Βαβυλῶνι ὄψεσθαι. [69.7] ταῦτα δ᾽ εἰπών, κατακλιθεὶς καὶ συγκαλυψάμενος, οὐκ ἐκινήθη τοῦ πυρὸς πλησιάζοντος, ἀλλ᾽ ἐν ᾧ κατεκλίθη σχήματι, τοῦτο διατηρῶν, ἐκαλλιέρησεν ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ τῶν ἐκεῖ σοφιστῶν. [69.8] (τοῦτο πολλοῖς ἔτεσιν ὕστερον ἄλλος Ἰνδὸς ἐν Ἀθήναις Καίσαρι συνὼν ἐποίησε, καὶ δείκνυται μέχρι νῦν τὸ μνημεῖον, Ἰνδοῦ προσαγορευόμενον).
[70.1] Ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τῆς πυρᾶς γενόμενος, καὶ συναγαγὼν πολλοὺς τῶν φίλων καὶ τῶν ἡγεμόνων ἐπὶ δεῖπνον, ἀγῶνα προὔθηκε καὶ στέφανον ἀκρατοποσίας. [70.2] ὁ μὲν οὖν πλεῖστον πιὼν Πρόμαχος ἄχρι χοῶν τεσσάρων προῆλθε· καὶ λαβὼν τὸ νικητήριον, στέφανον ταλαντ‹ιαῖ›ον, ἡμέρας τρεῖς ἐπέζησε· τῶν δ᾽ ἄλλων, ὡς Χάρης φησί, τετταράκοντα καὶ εἷς ἀπέθανον πιόντες, ἰσχυροῦ τῇ μέθῃ κρύους ἐπιγενομένου.


[68.1] Όταν ήρθαν εδώ σ᾽ αυτόν ο Νέαρχος με τους άντρες του, ευχαριστημένος ο Αλέξανδρος με αυτά που άκουσε σχετικά με το ταξίδι τους, ξεσηκώθηκε και ο ίδιος, πλέοντας στην αρχή μέσω του Ευφράτη με μεγάλη προετοιμασία, στη συνέχεια φτάνοντας στην περιοχή της Αραβίας και της Λιβύης, να μπει μέσα από τις Ηράκλειες στήλες στην εσωτερική (: Μεσόγειο) θάλασσα. [68.2] Γι᾽ αυτό άρχισε στη Θάψακο τη ναυπήγηση κάθε λογής σκαφών και τη συγκέντρωση ναυτών και κυβερνητών από παντού. [68.3] Αλλά η εκστρατεία προς το εσωτερικό της Ασίας, που αποδείχτηκε πολύ δύσκολη, το τραύμα του στους Μαλλούς και η μεγάλη φθορά του στρατού, που αναφέρθηκε, παρέσυρε τους υπηκόους του, καθώς δεν πίστευαν πια στη σωτηρία του, σε αποστασίες. Παράλληλα, δημιούργησαν στους στρατηγούς και στους σατράπες την τάση για πολλές αδικίες, πλεονεξία και αλαζονική συμπεριφορά, και γενικά ξέσπασε σάλος για όλα και τάση για ανατροπές. [68.4] Ακόμη και η Ολυμπιάς και η Κλεοπάτρα στασίασαν εναντίον του Αντίπατρου και διαμοίρασαν την εξουσία, παίρνοντας η πρώτη την Ήπειρο, η δεύτερη τη Μακεδονία. [68.5] Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε αυτό, είπε ότι η μητέρα του είχε σκεφτεί πιο έξυπνα· γιατί οι Μακεδόνες δεν θα ανεχθούν να κυβερνιόνται από γυναίκα. [68.6] Γι᾽ αυτό έστειλε ξανά τον Νέαρχο στη θάλασσα, καθώς είχε αποφασίσει να γεμίσει όλη την παραλιακή ζώνη με εχθρούς· κατεβαίνοντας και ο ίδιος στα παράλια, τιμωρούσε τους κακούς στρατηγούς. [68.7] Έναν μάλιστα από τους γιους του Αβουλίτη, τον Οξυάρτη, τον σκότωσε ο ίδιος, διαπερνώντας τον με τη σάρισα. Και επειδή ο Αβουλίτης δεν είχε προετοιμάσει τίποτε από αυτά που όφειλε να συγκεντρώσει, αλλά του έφερε μόνο τρεις χιλιάδες τάλαντα σε νομίσματα, πρόσταξε να ρίξουν τα χρήματα τροφή για τα άλογα. Καθώς όμως αυτά δεν τα άγγιζαν, είπε: «Ποιό λοιπόν το όφελος για μας από την προετοιμασία σου;» και τον φυλάκισε.
[69.1] Στην Περσία μοίρασε αρχικά το καθιερωμένο νόμισμα στις γυναίκες, που συνήθιζαν οι βασιλείς, κάθε φορά που έρχονταν στην Περσία, να δίνουν σε καθεμιά ένα χρυσό νόμισμα. [69.2] Και λένε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι βασιλείς δεν πήγαιναν συχνά στην Περσία· ο Ώχος μάλιστα δεν πήγε ούτε μια φορά, αποξενώνοντας τον εαυτό του από την πατρίδα του λόγω φιλαργυρίας. [69.3] Στη συνέχεια, όταν βρήκε τον τάφο του Κύρου συλημένο, σκότωσε τον δράστη, μολονότι από την Πέλλα και καθόλου ασήμαντος, ονόματι Πουλομάχος. [69.4] Όταν διάβασε την επιγραφή, διέταξε να τη χαράξουν από κάτω με ελληνικά γράμματα· και ήταν η εξής: «άνθρωπε, όποιος και αν είσαι και από όπου έχεις έρθει· ξέρω ότι θα ερχόσουν· εγώ είμαι ο Κύρος, που απόχτησα την εξουσία χάρη των Περσών. Μη με ζηλέψεις λοιπόν για τούτο το λίγο χώμα που σκεπάζει το σώμα μου». [69.5] Αυτά λοιπόν συγκίνησαν πάρα πολύ τον Αλέξανδρο, καθώς αναλογίστηκε την αβεβαιότητα και τη μεταβολή των καταστάσεων. [69.6] Εδώ ο Καλανός είχε ενοχλήσεις στην κοιλιά του για λίγο καιρό και ζήτησε να του ανάψουν φωτιά, όπου τον έφεραν με άλογο. Αφού προσευχήθηκε και έκανε σπονδές για τον εαυτό του κόβοντας τρίχες από τα μαλλιά του, καθώς ανέβαινε στην πυρά, χαιρετούσε τους παρόντες Μακεδόνες και τους καλούσε να διασκεδάσουν εκείνη την ημέρα και να μεθύσουν με τον βασιλιά τους· τον ίδιο μάλιστα εκείνον είπε ότι θα τον δει σε λίγο καιρό στη Βαβυλώνα. [69.7] Αφού είπε αυτά, ξάπλωσε και σκεπάστηκε και, ενώ πλησίαζε η φωτιά, δεν κινήθηκε, αλλά κρατώντας τη στάση που είχε όταν ξάπλωσε, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη συνήθεια των σοφιστών. [69.8] Το ίδιο έκανε ύστερα από πολλά χρόνια ένας άλλος Ινδός που συνόδευε τον Καίσαρα στην Αθήνα. Και μέχρι σήμερα δείχνουν το μνημείο του, που λέγεται του Ινδού.
[70.1] Ο Αλέξανδρος, αφού απομακρύνθηκε από την πυρά, συγκέντρωσε πολλούς φίλους και ηγεμόνες σε δείπνο και πρότεινε αγώνα και στεφάνι για κρασοκατάνυξη ανόθευτου οίνου. [70.2] Ο Πρόμαχος λοιπόν, που ήπιε το περισσότερο, έφτασε μέχρι τέσσερις στάμνες· και αφού πήρε το βραβείο του νικητή, ένα στεφάνι αξίας ενός ταλάντου, έζησε μόνο τρεις ημέρες· από τους άλλους πέθαναν από το πιοτό σαράντα ένας, όπως λέει ο Χάρης, επειδή μετά το μεθύσι ακολούθησε δυνατό ρίγος.