Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (64.1-65.8)


[64.1] Τῶν δὲ Γυμνοσοφιστῶν τοὺς μάλιστα τὸν Σάββαν ἀναπείσαντας ἀποστῆναι καὶ κακὰ πλεῖστα τοῖς Μακεδόσι παρασχόντας λαβὼν δέκα, δεινοὺς δοκοῦντας εἶναι περὶ τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυλόγους, ἐρωτήματα προὔθηκεν αὐτοῖς ἄπορα, φήσας ἀποκτενεῖν τὸν μὴ ὀρθῶς ἀποκρινάμενον πρῶτον, εἶτ᾽ ἐφεξῆς οὕτω τοὺς ἄλλους· ἕνα δὲ τὸν πρεσβύτατον ἐκέλευσεν ‹ἐπι›κρίνειν. [64.2] ὁ μὲν οὖν πρῶτος ἐρωτηθείς, πότερον οἴεται τοὺς ζῶντας εἶναι πλείονας ἢ τοὺς τεθνηκότας, ἔφη τοὺς ζῶντας· οὐ[κέτι] γὰρ εἶναι τοὺς τεθνηκότας. [64.3] ὁ δὲ δεύτερος, πότερον τὴν γῆν ἢ τὴν θάλατταν μείζονα τρέφειν θηρία, τὴν γῆν ἔφη· ταύτης γὰρ μέρος εἶναι τὴν θάλατταν. [64.4] ὁ δὲ τρίτος, ποῖόν ἐστι ζῷον πανουργότατον, ὃ μέχρι νῦν, εἶπεν, ἄνθρωπος οὐκ ἔγνωκεν. [64.5] ὁ δὲ τέταρτος ἀνακρινόμενος, τίνι λογισμῷ τὸν Σάββαν ἀπέστησεν, ἀπεκρίνατο, καλῶς ζῆν βουλόμενος αὐτὸν ἢ καλῶς ἀποθανεῖν. [64.6] ὁ δὲ πέμπτος ἐρωτηθείς, πότερον οἴεται τὴν ἡμέραν πρότερον ἢ τὴν νύκτα γεγονέναι, τὴν ἡμέραν, εἶπεν, ἡμέρᾳ μιᾷ· [64.7] καὶ προσεπεῖπεν οὗτος, θαυμάσαντος τοῦ βασιλέως, ὅτι τῶν ἀπόρων ἐρωτήσεων ἀνάγκη καὶ τὰς ἀποκρίσεις ἀπόρους εἶναι. [64.8] μεταβαλὼν οὖν τὸν ἕκτον ἠρώτα, πῶς ἄν τις φιληθείη μάλιστα· ἂν κράτιστος ὤν, ἔφη, μὴ φοβερὸς ᾖ. [64.9] τῶν δὲ λοιπῶν τριῶν ὁ μὲν ἐρωτηθείς, πῶς ἄν τις ἐξ ἀνθρώπου γένοιτο θεός, εἴ τι πράξειεν, εἶπεν, ὃ πρᾶξαι δυνατὸν ἀνθρώπῳ μὴ ἔστιν· [64.10] ὁ δὲ περὶ ζῳῆς καὶ θανάτου, πότερον ἰσχυρότερον, ἀπεκρίνατο τὴν ζῳήν, τοσαῦτα κακὰ φέρουσαν. [64.11] ὁ δὲ τελευταῖος, μέχρι τίνος ‹ἂν› ἄνθρωπον καλῶς ἔχοι ζῆν, μέχρι οὗ μὴ νομίζει τὸ τεθνάναι τοῦ ζῆν ἄμεινον. [64.12] οὕτω δὴ τραπόμενος πρὸς τὸν δικαστήν, ἐκέλευσεν ἀποφαίνεσθαι. τοῦ δ᾽ ἕτερον ἑτέρου χεῖρον εἰρηκέναι φήσαντος, «οὐκοῦν» ἔφη «καὶ σὺ πρῶτος ἀποθανῇ τοιαῦτα κρίνων». «οὐκ ἄν γ᾽» εἶπεν «ὦ βασιλεῦ, εἰ μὴ σὺ ψεύδῃ, φήσας πρῶτον ἀποκτενεῖν τὸν ἀποκρινάμενον κάκιστα».
[65.1] Τούτους μὲν οὖν ἀφῆκε δωρησάμενος· πρὸς δὲ τοὺς ἐν δόξῃ μάλιστα καὶ καθ᾽ αὑτοὺς ἐν ἡσυχίᾳ ζῶντας ἔπεμψεν Ὀνησίκριτον, ἀφικέσθαι δεόμενος πρὸς αὐτόν. [65.2] ὁ δ᾽ Ὀνησίκριτος ἦν φιλόσοφος τῶν Διογένει τῷ κυνικῷ συνεσχολακότων· καί φησι τὸν μὲν Καλανὸν ὑβριστικῶς πάνυ καὶ τραχέως κελεύειν ἀποδύντα τὸν χιτῶνα γυμνὸν ἀκροᾶσθαι τῶν λόγων· ἄλλως δ᾽ οὐ διαλέξεσθαι πρὸς αὐτὸν, οὐδ᾽ εἰ παρὰ τοῦ Διὸς ἀφῖκται. [65.3] τὸν δὲ Δάνδαμιν πρᾳότερον εἶναι, καὶ διακούσαντα περὶ Σωκράτους καὶ Πυθαγόρου καὶ Διογένους, εἰπεῖν ὡς εὐφυεῖς μὲν αὐτῷ γεγονέναι δοκοῦσιν οἱ ἄνδρες, λίαν δὲ τοὺς νόμους αἰσχυνόμενοι βεβιωκέναι. [65.4] ἄλλοι δέ φασι τὸν Δάνδαμιν οὐδὲν εἰπεῖν ἀλλ᾽ ἢ τοσοῦτον μόνον· «τίνος χάριν ὁ Ἀλέξανδρος ὁδὸν τοσαύτην δεῦρ᾽ ἦλθε;» [65.5] τὸν μέντοι Καλανὸν ἔπεισεν ὁ Ταξίλης ἐλθεῖν πρὸς Ἀλέξανδρον· ἐκαλεῖτο δὲ Σφίνης· ἐπεὶ δὲ κατ᾽ Ἰνδικὴν γλῶτταν τῷ καλὲ προσαγορεύων ἀντὶ τοῦ χαίρειν τοὺς ἐντυγχάνοντας ἠσπάζετο, Καλανὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ὠνομάσθη. [65.6] τοῦτον δὲ λέγεται καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀρχῆς τῷ Ἀλεξάνδρῳ προθέσθαι· καταβαλὼν γὰρ ἐν μέσῳ βύρσαν τινὰ ξηρὰν καὶ κατεσκληκυῖαν, ἐπάτησε τὸ ἄκρον· ἡ δ᾽ εἰς ἓν πιεσθεῖσα, τοῖς ἄλλοις ἐπήρθη μέρεσι. [65.7] καὶ τοῦτο περιϊὼν ἐν κύκλῳ καὶ πιέζων καθ᾽ ἕκαστον ἐδείκνυε γιγνόμενον, ἄχρι οὗ τὸ μέσον ἐπιστὰς κατέσχε, καὶ πάνθ᾽ οὕτως ἠρέμησεν. [65.8] ἐβούλετο δ᾽ ἡ εἰκὼν ἔνδειξις εἶναι τοῦ τὰ μέσα δεῖν μάλιστα τῆς ἀρχῆς πιέζειν καὶ μὴ [δὲ] μακρὰν ἀποπλανᾶσθαι τὸν Ἀλέξανδρον.


[64.1] Από τους Γυμνοσοφιστές συνέλαβε δέκα, εκείνους προ πάντων που έπεισαν τον Σάββα να αποστατήσει και είχαν προκαλέσει πάρα πολλά κακά στους Μακεδόνες, και θεωρούνταν δεινοί και σύντομοι στις απαντήσεις. Έθεσε σ᾽ αυτούς δύσκολες ερωτήσεις, λέγοντας ότι θα σκότωνε πρώτο αυτόν που δεν θα απαντούσε σωστά και μετά με τη σειρά τους άλλους· [64.2] έναν, τον πιο ηλικιωμένο, τον όρισε κριτή. Ο πρώτος λοιπόν που ρωτήθηκε τι από τα δυο πιστεύει, οι ζωντανοί είναι περισσότεροι ή οι πεθαμένοι, απάντησε οι ζωντανοί· γιατί οι νεκροί δεν υπάρχουν πια. [64.3] Ο δεύτερος που ρωτήθηκε αν η γη ή η θάλασσα τρέφει μεγαλύτερα θηρία, απάντησε η γη· [64.4] γιατί η θάλασσα είναι μέρος της. Ο τρίτος, στον οποίο υποβλήθηκε η ερώτηση ποιο είναι το πιο πανούργο ζώο, είπε αυτό που μέχρι τώρα δεν το έχει γνωρίσει ο άνθρωπος. [64.5] Ο τέταρτος, όταν ρωτήθηκε με ποιο σκεπτικό κίνησε σε αποστασία τον Σάββα, απάντησε: «επειδή ήθελα να ζει καλά ή να πεθάνει καλά» [64.6] Ο πέμπτος, που ρωτήθηκε ποια από τις δυο πιστεύει ότι έχει δημιουργηθεί πρώτη, η ημέρα ή η νύχτα, η ημέρα, είπε, μια ημέρα πριν· [64.7] και καθώς ο βασιλιάς τον έβλεπε σαστισμένος, πρόσθεσε ότι σε δύσκολες ερωτήσεις κατ᾽ ανάγκη είναι δύσκολες και οι απαντήσεις. [64.8] Αλλάζοντας τον τύπο της ερώτησης, ρώτησε τον έκτο πώς θα μπορούσε κάποιος να γίνει πάρα πολύ αγαπητός· αν, είπε, παρόλο που είναι πολύ δυνατός, δεν εμπνέει φόβο. [64.9] Από τους υπόλοιπους τρεις, ο ένας, στην ερώτηση πώς από άνθρωπος θα μπορούσε να γίνει κανείς θεός, απάντησε αν πετύχει αυτό που είναι αδύνατο να κατορθώσει ο άνθρωπος· [64.10] ο άλλος, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, ποιο από τα δυο είναι πιο δυνατό, απάντησε η ζωή, επειδή φέρνει τόσα πολλά κακά· [64.11] ο τελευταίος, στην ερώτηση μέχρι ποιαν ηλικία είναι καλό να ζει ο άνθρωπος, μέχρι το σημείο, είπε, που δεν θα θεωρεί τον θάνατο προτιμότερο από τη ζωή. [64.12] Μετά στράφηκε στον κριτή και του πρότεινε να πει τη γνώμη του. Όταν εκείνος είπε ότι ο ένας είχε απαντήσει χειρότερα από τον άλλον, ο Αλέξανδρος είπε: «Λοιπόν, εσύ, με τέτοια κρίση, θα πεθάνεις πρώτος». «Όχι, βέβαια, βασιλιά, εκτός και αν είπες ψέματα ότι θα σκότωνες πρώτο αυτόν που θα έδινε τη χειρότερη απάντηση».
[65.1] Πρόσφερε λοιπόν σ᾽ αυτούς δώρα και τους άφησε ελεύθερους. Σε εκείνους όμως που ήταν πάρα πολύ ονομαστοί και ζούσαν ήσυχα, αποτραβηγμένοι από τον κόσμο, έστειλε τον Ονησίκριτο και τους παρακάλεσε να έρθουν σ᾽ αυτόν. [65.2] Ο Ονησίκριτος ήταν φιλόσοφος από αυτούς της σχολής του Διογένη του Κυνικού. Αυτός λέει ότι ο Καλανός με αλαζονικό και σκληρό τρόπο τον πρόσταξε να βγάλει τον χιτώνα του και να ακούσει γυμνός ό,τι είχε να του πει· αλλιώς δεν θα συζητούσε μαζί ούτε και αν είχε έρθει εκ μέρους του Δία. [65.3] Ο Δάνδαμις όμως ήταν πιο πράος και, όταν τον άκουσε να αναφέρεται στους Σωκράτη, Πυθαγόρα και Διογένη, είπε πόσο ευφυείς του φαίνονται ότι υπήρξαν οι άνθρωποι αυτοί, αλλά είχαν περάσει τη ζωή τους σεβόμενοι τους νόμους. [65.4] Άλλοι όμως λένε ότι ο Δάνδαμις δεν είπε τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο: «για ποιο λόγο έκανε ο Αλέξανδρος τόσο δρόμο προς τα εδώ;» [65.5] Εκείνος που έπεισε τον Καλανό να πάει στον Αλέξανδρο ήταν ο Ταξίλης. Ο Καλανός ονομαζόταν Σφίνης· επειδή όμως, όποιους συναντούσε τους χαιρετούσε στην Ινδική γλώσσα με το Καλέ αντί του Χαίρε, ονομάστηκε από τους Έλληνες Καλανός. [65.6] Αυτός λένε ότι παρουσίασε στον Αλέξανδρο το παράδειγμα της εξουσίας. Πέταξε δηλαδή στη μέση ένα δέρμα ξερό και πολύ σκληρό και το πάτησε στην άκρη· αυτό, καθώς πιέστηκε σε ένα σημείο, στα άλλα σηκώθηκε. [65.7] Γυρίζοντας κυκλικά και πιέζοντας ένα ένα σημείο, έδειχνε ότι γινόταν το ίδιο, ώσπου, πατώντας στη μέση, το κράτησε και όλα τα σημεία έμειναν σταθερά. [65.8] Επιθυμούσε να είναι αυτή η εικόνα απόδειξη ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να ελέγχει κυρίως το κέντρο της Επικράτειάς του και να μην περιπλανιέται μακριά από αυτό.