Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (60.1-61.3)


[60.1] Τὰ δὲ πρὸς Πῶρον αὐτὸς ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ὡς ἐπράχθη γέγραφε. φησὶ γάρ, ἐν μέσῳ τῶν στρατοπέδων τοῦ Ὑδάσπου ῥέοντος, ἀντιπρῴρους ἱστάντα τοὺς ἐλέφαντας ἀεὶ τὸν Πῶρον ἐπιτηρεῖν τὴν διάβασιν. [60.2] αὑτὸν μὲν οὖν καθ᾽ ἡμέραν ἑκάστην ψόφον ποιεῖν καὶ θόρυβον ἐν τῷ στρατοπέδῳ πολύν, ἐθίζοντα τοὺς βαρβάρους μὴ φοβεῖσθαι· [60.3] νυκτὸς δὲ χειμερίου καὶ ἀσελήνου λαβόντα τῶν πεζῶν μέρος, ἱππεῖς δὲ τοὺς κρατίστους, καὶ προελθόντα πόρρω τῶν πολεμίων, διαπερᾶσαι πρὸς νῆσον οὐ μεγάλην. [60.4] ἐνταῦθα δὲ ῥαγδαίου μὲν ἐκχυθέντος ὄμβρου, πρηστήρων δὲ πολλῶν καὶ κεραυνῶν εἰς τὸ στρατόπεδον φερομένων, ὅμως ὁρῶν ἀπολλυμένους τινὰς καὶ συμφλεγομένους ὑπὸ τῶν κεραυνῶν, ἀπὸ τῆς νησῖδος ἄρας προσφέρεσθαι ταῖς ἀντιπέρας ὄχθαις. [60.5] τραχὺν δὲ τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα καὶ μετέωρον ἔκρηγμα ποιῆσαι μέγα, καὶ πολὺ μέρος ἐκείνῃ φέρεσθαι τοῦ ῥεύματος, αὐτοὺς δὲ δέξασθαι τὸ μέσον οὐ βεβαίως, ἅτε δὴ συνολισθάνον καὶ περιρρηγνύμενον. [60.6] ἐνταῦθα δ᾽ εἰπεῖν φασιν αὐτόν· «ὦ Ἀθηναῖοι, ἆρά γε πιστεύσαιτ᾽ ἄν, ἡλίκους ὑπομένω κινδύνους ἕνεκα τῆς παρ᾽ ὑμῖν εὐδοξίας;» ἀλλὰ τοῦτο μὲν Ὀνησίκριτος εἴρηκεν· [60.7] αὐτὸς δέ φησι τὰς σχεδίας ἀφέντας αὐτοὺς μετὰ τῶν ὅπλων τὸ ἔκρηγμα διαβαίνειν, ἄχρι μαστῶν βρεχομένους, διαβὰς δὲ τῶν πεζῶν εἴκοσι σταδίους προϊππεῦσαι, λογιζόμενος, εἰ μὲν οἱ πολέμιοι τοῖς ἵπποις προσβάλοιεν, πολὺ κρατήσειν, εἰ δὲ κινοῖεν τὴν φάλαγγα, φθήσεσθαι τοὺς πεζοὺς αὐτῷ προσγενομένους· θάτερον δὲ συμβῆναι. [60.8] τῶν γὰρ ἱππέων χιλίους καὶ τῶν ἁρμάτων ἑξήκοντα συμπεσόντα τρεψάμενος, τὰ μὲν ἅρματα λαβεῖν ἅπαντα, τῶν δ᾽ ἱππέων ἀνελεῖν τετρακοσίους. [60.9] οὕτω δὴ συμφρονήσαντα τὸν Πῶρον, ὡς αὐτὸς εἴη διαβεβηκὼς Ἀλέξανδρος, ἐπιέναι μετὰ πάσης τῆς δυνάμεως, πλὴν ὅσον ἐμποδὼν εἶναι τοῖς διαβαίνουσι τῶν Μακεδόνων ἀπέλιπε· [60.10] φοβηθεὶς δὲ τὰ θηρία καὶ τὸ πλῆθος τῶν πολεμίων, αὐτὸς μὲν ἐνσεῖσαι κατὰ θάτερον κέρας, Κοῖνον δὲ τῷ δεξιῷ προσβαλεῖν κελεῦσαι. [60.11] γενομένης δὲ τροπῆς, ἑκατέρωθεν ἀναχωρεῖν ἀεὶ πρὸς τὰ θηρία καὶ συνειλεῖσθαι τοὺς ἐκβιαζομένους, ὅθεν ἤδη τὴν μάχην ἀναμεμειγμένην εἶναι, καὶ μόλις ὀγδόης ὥρας ἀπειπεῖν τοὺς πολεμίους. ταῦτα μὲν οὖν ὁ τῆς μάχης ποιητὴς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς εἴρηκεν. [60.12] οἱ δὲ πλεῖστοι τῶν συγγραφέων ὁμολογοῦσι τὸν Πῶρον, ὑπεραίροντα τεσσάρων πηχῶν σπιθαμῇ τὸ μῆκος, ἱππότου μηδὲν ἀποδεῖν πρὸς τὸν ἐλέφαντα συμμετρίᾳ διὰ τὸ μέγεθος καὶ τὸν ὄγκον τοῦ σώματος· καίτοι μέγιστος ἦν ὁ ἐλέφας· [60.13] σύνεσιν δὲ θαυμαστὴν ἐπεδείξατο καὶ κηδεμονίαν τοῦ βασιλέως, ἐρρωμένου μὲν ἔτι θυμῷ τοὺς προσμαχομένους ἀμυνόμενος καὶ ἀνακόπτων, ὡς δ᾽ ᾔσθετο βελῶν πλήθει καὶ τραυμάτων κάμνοντα, δείσας μὴ περιρρυῇ, τοῖς μὲν γόνασιν εἰς γῆν ὑφῆκε πρᾴως ἑαυτόν, τῇ δὲ προνομαίᾳ λαμβάνων ἀτρέμα τῶν δορατίων ἕκαστον ἐξῄρει τοῦ σώματος.
[60.14] Ἐπεὶ δὲ ληφθέντα τὸν Πῶρον ὁ Ἀλέξανδρος ἠρώτα, πῶς αὐτῷ χρήσηται, «βασιλικῶς» εἶπε· προσπυθομένου δὲ μή τι ‹καὶ› ἄλλο λέγει, «πάντ᾽» εἶπεν «‹ἔν›εστιν ἐν τῷ βασιλικῶς». [60.15] οὐ μόνον οὖν ἀφῆκεν αὐτὸν ἄρχειν ὧν ἐβασίλευε σατράπην καλούμενον, ἀλλὰ καὶ προσέθηκε χώραν [καὶ] τῆς αὐτονόμου καταστρεψάμενος, ἐν ᾗ πεντεκαίδεκα μὲν ἔθνη, πόλεις δὲ πεντακισχιλίας ἀξιολόγους, κώμας δὲ παμπόλλας εἶναί φασιν· [60.16] ἄλλης δὲ τρὶς τοσαύτης Φίλιππόν τινα τῶν ἑταίρων σατράπην ἀπέδειξεν.
[61.1] Ἐκ δὲ τῆς πρὸς Πῶρον μάχης καὶ ὁ Βουκεφάλας ἐτελεύτησεν, οὐκ εὐθύς, ἀλλ᾽ ὕστερον, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσιν, ἀπὸ τραυμάτων θεραπευόμενος, ὡς δ᾽ Ὀνησίκριτος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος· τριάκοντα γὰρ ἐτῶν ἀποθανεῖν αὐτόν. [61.2] ἐδήχθη δ᾽ ἰσχυρῶς Ἀλέξανδρος, οὐδὲν ἄλλ᾽ ἢ συνήθη καὶ φίλον ἀποβεβληκέναι νομίζων, καὶ πόλιν οἰκίσας ἐπ᾽ αὐτῷ παρὰ τὸν Ὑδάσπην Βουκεφαλίαν προσηγόρευσε. [61.3] λέγεται δὲ καὶ κύνα Περίταν ὄνομα τεθραμμένον ὑπ᾽ αὐτοῦ καὶ στεργόμενον ἀποβαλών, κτίσαι πόλιν ἐπώνυμον. τοῦτο δὲ Σωτίων φησὶ Ποτάμωνος ἀκοῦσαι τοῦ Λεσβίου.


[60.1] Πώς έγιναν τα σχετικά με τον Πώρο τα έχει γράψει ο ίδιος ο Αλέξανδρος στις επιστολές του. Λέει λοιπόν ότι, καθώς ο Υδάσπης κυλούσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα, ο Πώρος τοποθέτησε τους ελέφαντες στην απέναντι όχθη και παρακολουθούσε συνεχώς τη διάβαση. [60.2] Ο Αλέξανδρος έκανε καθημερινά πολλή φασαρία και θόρυβο στο στρατόπεδο, συνηθίζοντας τους βαρβάρους να μην τον φοβούνται. [60.3] Και μια νύχτα βροχερή και χωρίς φεγγάρι πήρε ένα μέρος των πεζών και τους καλύτερους ιππείς και, αφού προχώρησε μακριά από τους εχθρούς, διέσχισε το ποτάμι και πέρασε σε κάποιο μικρό νησί. [60.4] Εδώ έριξε ραγδαία βροχή και στο στρατόπεδο έπεφταν πολλές αστραπές και κεραυνοί· ωστόσο, αν και έβλεπε να σκοτώνονται κάποιοι και να καίγονται από τους κεραυνούς, συνέχισε και πέρασε από τη νησίδα στις απέναντι όχθες. [60.5] Καθώς ο Υδάσπης κατέβαινε ορμητικός λόγω της κακοκαιρίας, είχε φουσκώσει και δημιουργήσει μεγάλο ρήγμα και μια μεγάλη ποσότητα νερού περνούσε από εκεί. Πέρασαν ανάμεσα με δυσκολία, επειδή ο βυθός γλιστρούσε και έσπαζε στο πάτημά τους. [60.6] Λένε ότι εδώ ο Αλέξανδρος είπε: «άραγε θα πιστεύσετε, Αθηναίοι, πόσο μεγάλους κινδύνους υπομένω για το δικό σας καλό όνομα;» Αυτό βέβαια το έχει αναφέρει ο Ονησίκριτος· [60.7] ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος λέει ότι, αφού άφησαν τις σχεδίες, πέρασαν ένοπλοι το ρήγμα, με το νερό να φτάνει ως το στήθος τους και ότι, αφού πέρασε, προχώρησε με το ιππικό είκοσι στάδια μπροστά από τους πεζούς, υπολογίζοντας ότι, αν οι εχθροί έκαναν επίθεση με το ιππικό, θα επικρατούσε κατά πολύ, ενώ, αν κινούσαν τη φάλαγγα, θα προλάβαιναν οι πεζοί να σμίξουν μαζί του. [60.8] Τα πράγματα όμως συνέβησαν διαφορετικά· αφού δηλαδή έτρεψε σε φυγή χίλιους ιππείς και εξήντα άρματα που του επιτέθηκαν, τα άρματα τα πήρε όλα και από τους ιππείς σκότωσε τετρακόσιους. [60.9] Έτσι λοιπόν, όταν ο Πώρος κατάλαβε ότι αυτός που είχε περάσει το ποτάμι ήταν ο ίδιος ο Αλέξανδρος, επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του, εκτός από όση δύναμη άφησε για να εμποδίσει τους Μακεδόνες να περάσουν απέναντι. [60.10] Φοβήθηκε όμως τους ελέφαντες και το πλήθος των εχθρών, γι᾽ αυτό ο ίδιος χτύπησε την αριστερή πτέρυγα και διέταξε τον Κοίνο να επιτεθεί στη δεξιά. [60.11] Αφού έγινε υποχώρηση, από τις δυο πτέρυγες κατέφευγαν προς τους ελέφαντες και εκεί συνωστίζονταν. Η μάχη ήταν αμφίρροπη και μόλις την όγδοη ώρα εξαντλήθηκαν οι εχθροί. Αυτά λοιπόν έχει αναφέρει στις επιστολές του ο ίδιος ο συντελεστής της μάχης. [60.12] Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο Πώρος, με ανάστημα πάνω από τέσσερις πήχεις και μια σπιθαμή, λόγω του ύψους και του όγκου του σώματός του δεν υστερούσε καθόλου ως προς τη συμμετρία για καβαλάρης του ελέφαντα, μόλο που ο ελέφαντας ήταν τεράστιος, [60.13] και έδειξε θαυμαστή σύνεση και φροντίδα για τον βασιλιά, γιατί, όσο είχε ακόμη δυνάμεις, αντιμετώπιζε με πείσμα τις επιθέσεις των εχθρών και τους εμπόδιζε. Όταν όμως αισθάνθηκε ότι είχε καταβληθεί από τα πολλά βέλη και τα τραύματα, φοβούμενος μήπως γλιστρήσει και πέσει, γονάτισε ήρεμα στο έδαφος και έπιανε ένα ένα χωριστά με την προβοσκίδα τα ακόντια και τα έβγαζε από το σώμα του. [60.14] Όταν ο Αλέξανδρος ρωτούσε τον Πώρο, που είχε συλληφθεί, πώς να συμπεριφερθεί προς αυτόν, εκείνος απάντησε: «βασιλικά» Και όταν ξαναρώτησε αν εννοεί και κάτι άλλο, είπε: «στο βασιλικά εμπεριέχονται τα πάντα». [60.15] Έτσι, τον άφησε όχι μόνο να έχει την εξουσία αυτών στους οποίους βασίλευε με την ονομασία σατράπης, αλλά και του πρόσθεσε και άλλη περιοχή με την υποταγή της αυτόνομης περιοχής, στην οποία λένε ότι υπήρχαν δεκαπέντε έθνη, πέντε χιλιάδες αξιόλογες πόλεις και πάρα πολλά χωριά· [60.16] σε μιαν άλλη περιοχή, τρεις φορές μεγαλύτερη, διόρισε σατράπη τον Φίλιππο, έναν από τους εταίρους.
[61.1] Μετά τη μάχη εναντίον του Πώρου ψόφησε και ο Βουκεφάλας, όχι αμέσως αλλά αργότερα, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι, από τα τραύματα, που προσπαθούσαν να του θεραπεύσουν· όπως όμως λέει ο Ονησίκριτος, επειδή είχε κουραστεί πολύ λόγω γήρατος, αφού ψόφησε σε ηλικία τριάντα ετών. [61.2] Ο Αλέξανδρος στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, σαν να είχε χάσει όχι κάτι άλλο παρά συγγενή ή φίλο· γι᾽ αυτό έχτισε πόλη προς τιμήν του κοντά στον Υδάσπη και την ονόμασε Βουκεφαλία. [61.3] Λέγεται ακόμη ότι, όταν έχασε έναν σκύλο, που τον έλεγε Περίτα και τον είχε μεγαλώσει ο ίδιος και τον αγαπούσε πολύ, έχτισε πόλη επώνυμη. Αυτό λέει ο Σωτίων ότι το άκουσε από τον Ποτάμωνα τον Λέσβιο.