Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (58.1-59.8)


[58.1] Πολλοὶ μὲν οὖν κατὰ τὰς μάχας αὐτῷ κίνδυνοι συνέπεσον, καὶ τραύμασι νεανικοῖς ἀπήντησε, τὴν δὲ πλείστην φθορὰν ἀπορίαι τῶν ἀναγκαίων καὶ δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος ἀπειργάσαντο τῆς στρατιᾶς. [58.2] αὐτὸς δὲ τόλμῃ τὴν τύχην ὑπερβαλέσθαι καὶ τὴν δύναμιν ἀρετῇ φιλοτιμούμενος, οὐδὲν ᾤετο τοῖς θαρροῦσιν ἀνάλωτον οὐδ᾽ ὀχυρὸν εἶναι τοῖς ἀτόλμοις. [58.3] λέγεται δὲ τὴν Σισιμίθρου πολιορκῶν πέτραν, ἀπότομον οὖσαν καὶ ἀπρόσβατον, ἀθυμούντων τῶν στρατιωτῶν, ἐρωτῆσαι τὸν Ὀξυάρτην, ποῖός τις αὐτὸς εἴη τὴν ψυχὴν ὁ Σισιμίθρης. [58.4] φήσαντος δὲ τοῦ Ὀξυάρτου δειλότατον ἀνθρώπων, «λέγεις σύ γε» φάναι «τὴν πέτραν ἁλώσιμον ἡμῖν εἶναι· τὸ γὰρ ἄρχον αὐτῆς οὐκ ὀχυρόν ἐστι». ταύτην μὲν οὖν ἐκφοβήσας τὸν Σισιμίθρην ἔλαβεν. [58.5] ἑτέρᾳ δ᾽ ὁμοίως ἀποτόμῳ προσβαλὼν ‹ἔχων› τοὺς νεωτέρους τῶν Μακεδόνων, Ἀλέξανδρόν τινα καλούμενον προσαγορεύσας, «ἀλλὰ σοί γ᾽» εἶπεν «ἀνδραγαθεῖν προσήκει καὶ διὰ τὴν ἐπωνυμίαν». ἐπεὶ δὲ λαμπρῶς ὁ νεανίας ἀγωνιζόμενος ἔπεσεν, οὐ μετρίως ἐδήχθη. [58.6] τῇ δὲ καλουμένῃ Νύσῃ τῶν Μακεδόνων ὀκνούντων προσάγειν (καὶ γὰρ ποταμὸς ἦν πρὸς αὐτῇ βαθύς), ἐπιστὰς «τί γάρ;» εἶπεν «ὁ κάκιστος ἐγὼ νεῖν οὐκ ἔμαθον;» καὶ ἤδη ἔχων τὴν ἀσπίδα περᾶν ἠθέλησεν. [58.7] ἐπεὶ δὲ καταπαύσαντος τὴν μάχην αὐτοῦ παρῆσαν ἀπὸ τῶν πολιορκουμένων [πόλεων] πρέσβεις δεησόμενοι, πρῶτον μὲν ὀφθεὶς ἀθεράπευτος ἐν τοῖς ὅπλοις, ἐξέπληξεν αὐτούς· ἔπειτα προσκεφαλαίου τινὸς αὐτῷ κομισθέντος, ἐκέλευσε λαβόντα καθίσαι τὸν πρεσβύτατον· Ἄκουφις ἐκαλεῖτο. [58.8] θαυμάσας οὖν τὴν [λαμ]πρᾳότητα καὶ φιλανθρωπίαν ὁ Ἄκουφις ἠρώτα, τί βούλεται ποιοῦντας αὐτοὺς ἔχειν φίλους. [58.9] φήσαντος δὲ τοῦ Ἀλεξάνδρου «σὲ μὲν ἄρχοντα καταστήσαντας αὑτῶν, πρὸς δ᾽ ἡμᾶς πέμψαντας ἑκατὸν ἄνδρας τοὺς ἀρίστους,» γελάσας ὁ Ἄκουφις «ἀλλὰ βέλτιον» εἶπεν «ἄρξω, βασιλεῦ, τοὺς κακίστους πρὸς σὲ πέμψας μᾶλλον ἢ τοὺς ἀρίστους».
[59.1] Ὁ δὲ Ταξίλης λέγεται μὲν τῆς Ἰνδικῆς ἔχειν μοῖραν οὐκ ἀποδέουσαν Αἰγύπτου τὸ μέγεθος, εὔβοτον δὲ καὶ καλλίκαρπον ἐν τοῖς μάλιστα, σοφὸς δέ τις ἀνὴρ εἶναι καὶ τὸν Ἀλέξανδρον ἀσπασάμενος [59.2] «τί δεῖ πολέμων» φάναι «καὶ μάχης ἡμῖν, Ἀλέξανδρε, πρὸς ἀλλήλους, εἰ μήθ᾽ ὕδωρ ἀφαιρησόμενος ἡμῶν ἀφῖξαι, μήτε τροφὴν ἀναγκαίαν, ὑπὲρ ὧν μόνων ἀνάγκη διαμάχεσθαι νοῦν ἔχουσιν ἀνθρώποις; [59.3] τοῖς δ᾽ ἄλλοις χρήμασι καὶ κτήμασι λεγομένοις, εἰ μέν εἰμι κρείττων, ἕτοιμος εὖ ποιεῖν, εἰ δ᾽ ἥττων, οὐ φεύγω χάριν ἔχειν εὖ παθών». [59.4] ἡσθεὶς οὖν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ δεξιωσάμενος αὐτόν, «ἦ που νομίζεις» ἔφη «δίχα μάχης ἔσεσθαι τὴν ἔντευξιν ἡμῖν ἀπὸ τοιούτων λόγων καὶ φιλοφροσύνης; ἀλλ᾽ οὐδέν σοι πλέον· ἐγὼ γὰρ ἀγωνιοῦμαι πρὸς σὲ καὶ διαμαχοῦμαι ταῖς χάρισιν, ὥς μου χρηστὸς ὢν μὴ περιγένῃ». [59.5] λαβὼν δὲ δῶρα πολλὰ καὶ δοὺς πλείονα, τέλος χίλια τάλαντα νομίσματος αὐτῷ προέπιεν· ἐφ᾽ οἷς τοὺς μὲν φίλους ἰσχυρῶς ἐλύπησε, τῶν δὲ βαρβάρων πολλοὺς ἐποίησεν ἡμερωτέρως ἔχειν πρὸς αὐτόν.
[59.6] Ἐπεὶ δὲ τῶν Ἰνδῶν οἱ μαχιμώτατοι μισθοφοροῦντες ἐπεφοίτων ταῖς πόλεσιν ἐρρωμένως ἀμύνοντες, καὶ πολλὰ τὸν Ἀλέξανδρον ἐκακοποίουν, σπεισάμενος ἔν τινι πόλει πρὸς αὐτούς, ἀπιόντας ἐν ὁδῷ λαβὼν ἅπαντας ἀπέκτεινε. [59.7] καὶ τοῦτο τοῖς πολεμικοῖς ἔργοις αὐτοῦ, τὰ ἄλλα νομίμως καὶ βασιλικῶς πολεμήσαντος, ὥσπερ κηλὶς πρόσεστιν.
[59.8] Οὐκ ἐλάσσονα δὲ τούτων οἱ φιλόσοφοι πράγματα παρέσχον αὐτῷ, τούς τε προστιθεμένους τῶν βασιλέων κακίζοντες, καὶ τοὺς ἐλευθέρους δήμους ἀφιστάντες. διὸ καὶ τούτων πολλοὺς ἐκρέμασε.


[58.1] Συνέβη να αντιμετωπίσει ο Αλέξανδρος στις μάχες πολλούς κινδύνους ταυτόχρονα, και τραυματίστηκε λόγω της νεανικής του ορμής· αλλά τη μεγαλύτερη φθορά στον στρατό προκάλεσαν η έλλειψη τροφίμων και το άσχημο κλίμα της περιοχής. [58.2] Ο Αλέξανδρος όμως, με τη φιλοδοξία που είχε να ξεπεράσει την τύχη με την τόλμη και τη δύναμη με την παλικαριά, πίστευε πως για τους τολμηρούς δεν υπήρχε μέρος άπαρτο ούτε και οχυρό που να ασφαλίζει τους δειλούς. [58.3] Όταν πολιορκούσε το κάστρο του Σισιμίθρη, που ήταν απότομο και απροσπέλαστο, επειδή οι στρατιώτες είχαν αποθαρρυνθεί, λένε ότι ρώτησε τον Οξυάρτη τι άνθρωπος ήταν ως προς την ψυχοσύνθεση αυτός ο Σισιμίθρης. [58.4] Και όταν ο Οξυάρτης του είπε ότι είναι ο πιο δειλός από όλους τους ανθρώπους, «εννοείς βέβαια» είπε «ότι το κάστρο μπορεί να καταληφθεί από εμάς, αφού ο κύριος του κάστρου δεν είναι ισχυρός». Γι᾽ αυτό, αφού κατατρόμαξε τον Σισιμίθρη, το κατέλαβε. [58.5] Σε κάποιαν επίθεση, εξάλλου, σε άλλο κάστρο το ίδιο απότομο, με τους νεότερους Μακεδόνες, απευθυνόμενος προς κάποιον από αυτούς ονόματι Αλέξανδρο, του είπε: «εσένα, λόγω του ονόματός σου, σου ταιριάζει να κάνεις ανδραγάθημα». Όταν όμως ο νεαρός πολεμώντας γενναία σκοτώθηκε, ο Αλέξανδρος λυπήθηκε κατάκαρδα. [58.6] Όταν, εξάλλου, οι Μακεδόνες δίστασαν να επιτεθούν σε κάποια πόλη ονόματι Νύσα —γιατί δίπλα της υπήρχε βαθύ ποτάμι— στάθηκε στις όχθες του και είπε: «γιατί εγώ ο κακόμοιρος να μη μάθω να κολυμπώ;» Και όπως κρατούσε την ασπίδα του, αποφάσισε να περάσει. [58.7] Όταν μετά το τέλος της μάχης παρουσιάστηκαν ενώπιόν του πρέσβεις από τους πολιορκουμένους, για να τον παρακαλέσουν για ειρήνη, καθώς εκ πρώτης όψεως τον είδαν ατημέλητο και με τα όπλα στα χέρια, έμειναν έκπληκτοι· στη συνέχεια, όταν κάποιος του έφερε ένα μαξιλάρι, πρότεινε να το πάρει και να καθίσει ο πιο ηλικιωμένος. [58.8] Αυτός λεγόταν Άκουφις. Έμεινε έκπληκτος με την πραότητα και την καλοσύνη του και ρωτούσε τι επιθυμούσε να κάνουν για να τους έχει φίλους. [58.9] Και όταν ο Αλέξανδρος απάντησε: «αφού σε κάνουν άρχοντά τους, να στείλεις σε εμάς εκατό άνδρες, τους πιο καλούς», ο Άκουφις γέλασε και είπε: «Μα θα κυβερνήσω καλύτερα, βασιλιά, αν σου στείλω τους χειρότερους παρά αν σου στείλω τους καλύτερους».
[59.1] Λένε ότι ο Ταξίλης κατείχε μέρος της Ινδίας που δεν υπολειπόταν σε έκταση από την Αίγυπτο, από τα πιο καλά για βοσκή και παραγωγή καρπών. Ήταν άνθρωπος σοφός και, [59.2] αφού φίλησε τον Αλέξανδρο, του είπε: «Αλέξανδρε, σε τι χρειάζονται οι πόλεμοι και οι μάχες μεταξύ μας, εάν δεν έχεις έρθει για να πάρεις από μας ούτε νερό ούτε την αναγκαία τροφή, για τα οποία και μόνο δικαιολογούνται να πολεμούν οι νουνεχείς άνθρωποι; [59.3] Όσο για τα άλλα γενικά που λέγονται χρήματα και κτήματα, αν είμαι πιο πλούσιος από εσένα, είμαι πρόθυμος να σε ευεργετήσω, αν όμως είμαι πιο φτωχός, δεν θα αποφύγω να σου χρωστώ ευγνωμοσύνη, αν με ευεργετήσεις». [59.4] Ευχαριστημένος λοιπόν ο Αλέξανδρος με αυτά τα λόγια του Ταξίλη και δίνοντάς του το χέρι τού είπε: Πιστεύεις λοιπόν ότι, ύστερα από αυτά τα λόγια και τις φιλοφρονήσεις, η επαφή μας θα γίνει χωρίς μάχη; Δεν έχεις να κερδίσεις όμως τίποτε περισσότερο· γιατί εγώ θα συναγωνιστώ με σένα και θα δώσω μάχη σε χάρες για να μην υπερισχύσεις έναντι εμού σε γενναιοδωρία». [59.5] Αφού πήρε δώρα πολλά και έδωσε περισσότερα, στο τέλος κατά την πρόποση του πρόσφερε χίλια τάλαντα· με αυτό λύπησε πολύ τους φίλους του, έκανε όμως πολλούς από τους βαρβάρους να είναι πιο φιλικοί απέναντί του. [59.6] Καθώς οι πλέον μάχιμοι από τους Ινδούς πήγαιναν, ως μισθοφόροι, και υπερασπίζονταν σθεναρά τις πόλεις και προκαλούσαν πολλές φθορές στον Αλέξανδρο, έκανε ανακωχή με αυτούς σε κάποια πόλη, αλλά, καθώς αποχωρούσαν, τους συνέλαβε στον δρόμο και τους σκότωσε όλους. [59.7] Ενώ γενικά διεξήγαγε τις πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια και με τρόπο ταιριαστό σε βασιλιά, η ενέργειά του αυτή αποτελεί κηλίδα στις πολεμικές του πράξεις. [59.8] Όχι μικρότερα προβλήματα από αυτά του είχαν δημιουργήσει και οι φιλόσοφοι, επειδή καταφέρονταν εναντίον εκείνων των βασιλέων που πήγαιναν με το μέρος του και ξεσήκωναν τους ελεύθερους πληθυσμούς. Γι᾽ αυτό και κρέμασε πολλούς από αυτούς.