Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (5.1-6.8)


[5.1] Τοὺς δὲ παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως πρέσβεις ἥκοντας ἀποδημοῦντος Φιλίππου ξενίζων καὶ γενόμενος συνήθης, οὕτως ἐχειρώσατο τῇ φιλοφροσύνῃ καὶ τῷ μηδὲν ἐρώτημα παιδικὸν ἐρωτῆσαι μηδὲ μικρόν, [5.2] ἀλλ᾽ ὁδῶν τε μήκη καὶ πορείας τῆς ἄνω τρόπον ἐκπυνθάνεσθαι, καὶ περὶ αὐτοῦ βασιλέως ὁποῖος εἴη πρὸς τοὺς πολέμους, καὶ τίς ἡ Περσῶν ἀλκὴ καὶ δύναμις, [5.3] ὥστε θαυμάζειν ἐκείνους καὶ τὴν λεγομένην Φιλίππου δεινότητα μηδὲν ἡγεῖσθαι πρὸς τὴν τοῦ παιδὸς ὁρμὴν καὶ μεγαλοπραγμοσύνην. [5.4] ὁσάκις γοῦν ἀπαγγελθείη Φίλιππος ἢ πόλιν ἔνδοξον ᾑρηκὼς ἢ μάχην τινὰ περιβόητον νενικηκώς, οὐ πάνυ φαιδρὸς ἦν ἀκούων, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἡλικιώτας ἔλεγεν· «ὦ παῖδες, πάντα προλήψεται ὁ πατήρ, ἐμοὶ δ᾽ οὐδὲν ἀπολείψει μεθ᾽ ὑμῶν ἔργον ἀποδείξασθαι μέγα καὶ λαμπρόν». [5.5] οὐ γὰρ ἡδονὴν ζηλῶν οὐδὲ πλοῦτον, ἀλλ᾽ ἀρετὴν καὶ δόξαν, ἐνόμιζεν, ὅσῳ πλείονα λήψεται παρὰ τοῦ πατρός, ἐλάττονα κατορθώσειν δι᾽ αὑτοῦ. [5.6] διὸ τοῖς πράγμασιν αὐξομένοις καταναλίσκεσθαι τὰς πράξεις εἰς ἐκεῖνον ἡγούμενος, ἐβούλετο μὴ χρήματα μηδὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλ᾽ ἀγῶνας καὶ πολέμους καὶ φιλοτιμίας ἔχουσαν ἀρχὴν παραλαβεῖν.
[5.7] Πολλοὶ μὲν οὖν περὶ τὴν ἐπιμέλειαν ὡς εἰκὸς ἦσαν αὐτοῦ τροφεῖς καὶ παιδαγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι λεγόμενοι, πᾶσι δ᾽ ἐφειστήκει Λεωνίδας, ἀνὴρ τό τ᾽ ἦθος αὐστηρὸς καὶ συγγενὴς Ὀλυμπιάδος, αὐτὸς μὲν οὐ φεύγων τὸ τῆς παιδαγωγίας ὄνομα, καλὸν ἔργον ἐχούσης καὶ λαμπρόν, ὑπὸ δὲ τῶν ἄλλων διὰ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν οἰκειότητα τροφεὺς Ἀλεξάνδρου καὶ καθηγητὴς καλούμενος. [5.8] ὁ δὲ τὸ σχῆμα τοῦ παιδαγωγοῦ καὶ τὴν προσηγορίαν ὑποποιούμενος ἦν Λυσίμαχος, τὸ γένος Ἀκαρνάν, ἄλλο μὲν οὐδὲν ἔχων ἀστεῖον, ὅτι δ᾽ ἑαυτὸν μὲν ὠνόμαζε Φοίνικα, τὸν δ᾽ Ἀλέξανδρον Ἀχιλλέα, Πηλέα δὲ τὸν Φίλιππον, ἠγαπᾶτο καὶ δευτέραν εἶχε χώραν.
[6.1] Ἐπεὶ δὲ Φιλονίκου τοῦ Θεσσαλοῦ τὸν Βουκεφάλαν ἀγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα ταλάντων, κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον δοκιμάσοντες τὸν ἵππον, ἐδόκει τε χαλεπὸς εἶναι καὶ κομιδῇ δύσχρηστος, οὔτ᾽ ἀναβάτην προσιέμενος οὔτε φωνὴν ὑπομένων τινὸς τῶν περὶ τὸν Φίλιππον, ἀλλ᾽ ἁπάντων κατεξανιστάμενος, [6.2] δυσχεραίνοντος δὲ τοῦ Φιλίππου καὶ κελεύοντος ἀπάγειν ὡς παντάπασιν ἄγριον καὶ ἀκόλαστον, παρὼν ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· «οἷον ἵππον ἀπολλύουσι, δι᾽ ἀπειρίαν καὶ μαλακίαν χρήσασθαι μὴ δυνάμενοι,» τὸ μὲν οὖν πρῶτον ὁ Φίλιππος ἐσιώπησε· [6.3] πολλάκις δ᾽ αὐτοῦ παραφθεγγομένου καὶ περιπαθοῦντος, «ἐπιτιμᾷς σὺ» ἔφη «πρεσβυτέροις ὥς τι πλέον αὐτὸς εἰδὼς ἢ μᾶλλον ἵππῳ χρήσασθαι δυνάμενος;» [6.4] «τούτῳ γοῦν» ἔφη «χρησαίμην ἂν ἑτέρου βέλτιον». «ἂν δὲ μὴ χρήσῃ, τίνα δίκην τῆς προπετείας ὑφέξεις;» «ἐγὼ νὴ Δί᾽» εἶπεν «ἀποτείσω τοῦ ἵππου τὴν τιμήν». [6.5] γενομένου δὲ γέλωτος, εἶθ᾽ ὁρισμοῦ πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ ἀργύριον, εὐθὺς προσδραμὼν τῷ ἵππῳ καὶ παραλαβὼν τὴν ἡνίαν, ἐπέστρεψε πρὸς τὸν ἥλιον, ὡς ἔοικεν ἐννοήσας ὅτι τὴν σκιὰν προπίπτουσαν καὶ σαλευομένην ὁρῶν πρὸ αὑτοῦ διαταράττοιτο. [6.6] μικρὰ δ᾽ αὐτῷ παρακαλπάσας καὶ καταψήσας, ὡς ἑώρα πληρούμενον θυμοῦ καὶ πνεύματος, ἀπορρίψας ἡσυχῇ τὴν χλαμύδα καὶ μετεωρίσας αὑτόν, ἀσφαλῶς περιέβη. [6.7] καὶ μικρὰ μὲν περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινόν, ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν· ὡς δ᾽ ἑώρα τὸν ἵππον ἀφεικότα τὴν ἀπειλήν, ὀργῶντα δὲ πρὸς τὸν δρόμον, ἀφεὶς ἐδίωκεν, ἤδη φωνῇ θρασυτέρᾳ καὶ ποδὸς κρούσει χρώμενος. [6.8] τῶν δὲ περὶ τὸν Φίλιππον ἦν ἀγωνία καὶ σιγὴ τὸ πρῶτον· ὡς δὲ κάμψας ὑπέστρεψεν ὀρθῶς σοβαρὸς καὶ γεγηθώς, οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀνηλάλαξαν, ὁ δὲ πατὴρ καὶ δακρῦσαί τι λέγεται πρὸς τὴν χαράν, καὶ καταβάντος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φιλήσας «ὦ παῖ» φάναι, «ζήτει σεαυτῷ βασιλείαν ἴσην· Μακεδονία γάρ σ᾽ οὐ χωρεῖ».


[5.1] Κάποτε που απουσίαζε ο Φίλιππος, φιλοξενούσε αυτός τους πρέσβεις που είχαν έρθει από τον βασιλιά των Περσών. Αποκτώντας οικειότητα μαζί τους, τους σκλάβωσε τόσο πολύ με τις περιποιήσεις του και με το ότι δεν έκανε καμιά παιδική ερώτηση ούτε και ανόητη, [5.2] αλλά ζητούσε να μάθει τις αποστάσεις και τον τρόπο πορείας προς το εσωτερικό της Ασίας, πώς αντιμετώπιζε ο βασιλιάς τους τούς πολέμους, ποιά η ισχύς των όπλων και η δύναμη της Περσίας, [5.3] ώστε εκείνοι να θαυμάζουν και την πολυσυζητημένη ρητορική ικανότητα του Φιλίππου να τη θεωρούν εντελώς ασήμαντη μπροστά στην ορμή και την τάση του παιδιού για μεγάλα κατορθώματα. [5.4] Κάθε φορά που έφτανε είδηση ότι ο Φίλιππος ή είχε κυριέψει κάποια ξακουστή πόλη ή είχε νικήσει σε κάποια σημαντική μάχη, δεν ήταν πολύ χαρούμενος που το άκουγε, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του: «παιδιά, όλα θα τα προλάβει ο πατέρας μου, σ᾽ εμένα δεν θα αφήσει να πετύχω μαζί σας κανένα κατόρθωμα μεγάλο και λαμπρό». [5.5] Δεν ζήλευε ούτε την ηδονή ούτε και τον πλούτο, αλλά πίστευε ότι, όσο περισσότερη αρετή και δόξα θα κληρονομούσε από τον πατέρα του, τόσο λιγότερη θα αποκτούσε ο ίδιος με τις δικές του δυνάμεις. [5.6] Γι᾽ αυτό, καθώς είχε τη γνώμη ότι στον Φίλιππο οφείλονταν τα κατορθώματα για την επέκταση του βασιλείου, δεν επιθυμούσε χρήματα μήτε χλιδή και απολαύσεις, αλλά να παραλάβει μια εξουσία που να έχει αγώνες, πολέμους και φιλοδοξίες. [5.7] Όπως ήταν φυσικό, πολλοί είχαν αναλάβει τη φροντίδα του Αλέξανδρου, που λέγονταν τροφοί, παιδαγωγοί και δάσκαλοι· αλλά σε όλους αυτούς τον πρώτο ρόλο είχε ο Λεωνίδας, άνδρας με αυστηρό χαρακτήρα και συγγενής της Ολυμπιάδας, που δεν απέφευγε το όνομα του παιδαγωγού, που έχει ωραίο και λαμπρό έργο, αλλά από τους άλλους, λόγω του αξιώματος και της συγγένειας, αποκαλούνταν τροφός του Αλέξανδρου και καθηγητής. [5.8] Εκείνος όμως που κατείχε τον ρόλο και τον τίτλο του παιδαγωγού ήταν ο Λυσίμαχος, Ακαρνάνας στην καταγωγή, που δεν είχε κανένα γενικά προσόν, αλλά επειδή αυτοαποκαλούνταν Φοίνικας, έλεγε τον Αλέξανδρο Αχιλλέα και τον Φίλιππο Πηλέα, ήταν αγαπητός και είχε τη δεύτερη θέση στη φροντίδα της διαπαιδαγώγησης του Αλέξανδρου.
[6.1] Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός είχε φέρει στον Φίλιππο τον Βουκεφάλα για να τον αγοράσει για τριάντα τάλαντα, κατέβηκαν στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο , που φαινόταν ατίθασο και γενικά δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς, αφού ούτε δεχόταν αναβάτη ούτε ανεχόταν τη φωνή κανενός από τους ανθρώπους του Φιλίππου, αλλά αγρίευε με όλους. [6.2] Και ενώ ο Φίλιππος άρχισε να δυσανασχετεί και έδωσε εντολή να απομακρύνουν το άλογο, επειδή κατά τη γνώμη του ήταν πάρα πολύ άγριο και ατίθασο, ο Αλέξανδρος που ήταν παρών είπε: «τι άλογο χάνουν, επειδή δεν μπορούν να το χειριστούν από απειρία και μαλθακότητα». Στην αρχή ο Φίλιππος σιώπησε· [6.3] επειδή όμως ο Αλέξανδρος έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια πολλές φορές και είχε ταραχθεί, ο Φίλιππος είπε: «τολμάς και κατακρίνεις εσύ τους μεγαλύτερους, επειδή πιστεύεις ότι ξέρεις κάτι περισσότερο ο ίδιος ή επειδή μπορείς να κουμαντάρεις το άλογο καλύτερα;» [6.4] «Αυτό τουλάχιστον» είπε «θα μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα από άλλον». «Αν δεν το χειριστείς, ποιά τιμωρία πρέπει να υποστείς για την αυθάδειά σου;» «Θα πληρώσω εγώ, μα τον Δία» είπε «την αξία του αλόγου». [6.5] Έπεσε τότε γέλιο· στη συνέχεια όμως, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους την τιμή σε χρήμα, έτρεξε αμέσως προς το άλογο, έπιασε τα χαλινάρια και το έστρεψε προς τον ήλιο, επειδή κατάλαβε, καθώς φαίνεται, ότι, βλέποντας το άλογο τη σκιά του να πέφτει μπροστά του και να κινείται, τρόμαζε. [6.6] Και, αφού έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο κρατώντας τα χαλινάρια, ενώ αυτό κάλπαζε, και το χάιδεψε, καθώς το έβλεπε γεμάτο θυμό και αγριάδα, πέταξε ήσυχα τη χλαμύδα και με ένα πήδημα κάθισε σταθερά επάνω του. [6.7] Τράβηξε ελαφριά με τα λουριά το χαλινάρι και έσφιξε το λουρί χωρίς μαστίγωμα και σπιρούνιασμα. Και καθώς έβλεπε ότι το άλογο έπαψε να είναι απειλητικό και ήταν έτοιμο να τρέξει, χαλάρωσε τα χαλινάρια και το άφησε να τρέξει, φωνάζοντας πια πιο δυνατά και χτυπώντας το με τα πόδια. [6.8] Στην αρχή ο Φίλιππος και η ακολουθία του ήταν αγχωμένοι και σιωπηλοί· μόλις όμως έστριψε και γύρισε πίσω σοβαρός και χαρούμενος, όλοι γενικά ζητωκραύγασαν· ο πατέρας του όμως λένε πως δάκρυσε κάπως από χαρά και, αφού κατέβηκε ο Αλέξανδρος από το άλογο, τον φίλησε και του είπε: «παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».